ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΚΙ ΑΞΕΧΑΣΤΑ: “Ο μπάρμπας μου ο Τάκης”

ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΚΙ ΑΞΕΧΑΣΤΑ: «Ο μπάρμπας μου ο Τάκης»

του ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΑΥΡΑΚΑ (Κόκορου)

Είναι κανόνας κατά τη γνώμη μου, άνθρωποι που πάλεψαν στη ζωή καλλιεργώντας τη γη, τρώγοντας ξερό ψωμί και που με τα αγαθά της πλούτιζαν και πλουτίζουν τα τραπέζια όλων μας, μένουν άγνωστοι και ασήμαντοι .

Ένας απ’ αυτούς ήταν ο μπάρμπας μου ο Τάκης ο Σταύρακας-Κόκορος, που ήταν πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, δυο αδελφών παιδιά.

Για να πω πως ήταν φτωχός θα χαρακτηρίζονταν σαν επιείκεια, πάμφτωχος θα ταίριαζε καλύτερα, άλλωστε στο χωριό τότε κάπως έτσι ήμαστε οι πιο πολλοί.

Τα λίγα κτήματα που είχε ήταν άγονα και μακριά από το χωριό, ένα αμπέλι και λίγες ελιές κοντά στο Μοναστήρι των Αγίων Πατέρων, την τοποθεσία την έλεγαν «Ακόνι ».

Χρειάζονταν μιάμιση ώρα ποδαρόδρομο για να πάει εκεί και μιάμιση να γυρίσει. Άσε που ήταν στο πλάι του βουνού και πέφτοντας οι ελιές πήγαιναν τόσο μακριά που έπρεπε να περπατάει χιλιόμετρα για να μαζέψει δυο σακκιά ελιές, αφού το μέρος αυτό το έλεγαν «ρέματα»…

Και το αμπέλι επίσης ήταν πιο ψηλά τόσο, που αν τύχαινε και γλιστρούσες έπρεπε να κυλάς μια βδομάδα… Τώρα όμως που μελέτησα το αμπέλι στα «ρέματα»,  θυμήθηκα τον μακαρίτη τον μπάρμπα Θωμά που ήταν καπνιστής και δεν είχε σπίρτα ν΄ ανάψει τσιγάρο.

Ξεκινούσε λοιπόν απ΄ το αμπέλι που ήταν στα «ρέματα» και κατέβαινε στο Μοναστήρι Των Αγίων Πατέρων, μισή ώρα δρόμο για ν΄ ανάψει τσιγάρο! Αυτό γίνονταν τρις και τέσσαρες φορές την ημέρα… Άντε μετά να πιστέψουν οι νέοι σήμερα πως τότε δεν είχαμε ούτε σπίρτα…

Μόνο δυο αχλαδιές είχε ο μπάρμπας μου ο Τάκης στην «ποδαριά», όπου το μέρος ήταν κάπως βατό.  Όταν γούρμαζαν τα αχλάδια θυμάμαι, σηκώνονταν στις πέντε το πρωί και ως που να ξυπνήσουμε γύριζε με το καλάθι στην πλάτη γεμάτο αχλάδια.

Δεν είχε μεταφορικό μέσο, ούτε άλογο, ούτε γαϊδούρι, ούτε άλλο κατοικίδιο ζώο είχε ο καψερός, αφού το μικρό του σπίτι δεν είχε χώρο, ούτε καν αυλή .

Τα λίγα σταφύλια και τις ελιές που δεν μπορούσε να τα κουβαλήσει στην πλάτη, δανείζονταν από τους γείτονες κάνα γαϊδούρι και το ξεπλήρωνε με την εργασία του.

Εμείς τα παιδιά τον περιμέναμε με ανυπομονησία, τον θυμάμαι με το καλάθι στον ώμο κατά- ιδρωμένο, με τη σκούφια μουσκεμένη από τον ιδρώτα.

Άφηνε το καλάθι στο πλατύσκαλο και κάθονταν στο επόμενο σκαλί, ακουμπώντας τον αγκώνα του στο πιο πάνω σκαλί και το κεφάλι του στο επόμενο .

Η γυναίκα του, η θειά Μαρία, αφού του έδινε ένα κύπελλο με κρύο νερό που το είχε χαζίρι,    μας φίλευε αχλάδια που ήταν γλυκά και κρύα από την πρωινή δροσιά . Η γεύση τους ήταν το κάτι άλλο.  Ήταν πράγματι  διαφορετικά από τα σημερινά αχλάδια; η μήπως ήταν που πεινούσαμε και μας φαίνονταν τόσο καλά; Αυτό ας το βρούνε οι επιστήμονες που κατασκεύασαν τα φυτοφάρμακα και τα λιπάσματα που καταναλώνουμε με αφθονία σήμερα…

Το μοναδικό του εισόδημα ήταν το μεροκάματο, ήταν καλός εργάτης, το τσαπί και το κλαδευτήρι ήταν το στήριγμα του, γι αυτό τα φύλαγε σαν κάτι πολύτιμο.

Το βράδυ όταν γύριζε στο σπίτι, η πρώτη του δουλειά ήταν να τροχίσει το κλαδευτήρι και να καθαρίσει με επιμέλεια το τσαπί,  Ύστερα το έβαζε στο μαστέλο που το είχε έτοιμο η θειά Μαρία γεμάτο με νερό, για να μην φρύγεται το στειλιάρ . Έτσι την άλλη μέρα μπονόρα, αφού έπινε το φτωχό ρόφημα του, κατέβαινε στο κατώι, τα έβρισκε έτοιμα και ξεκινούσε για το μεροκάματο, αθόρυβα και χωρίς να ενοχλεί τους γείτονες.

Μόνο όταν έβρεχε και δεν μπορούσε να πάει στη δουλειά , κατέβαινε μπονόρα στο λαγκάδι που ήταν εκεί κοντά και αποπατούσε κάτω από το μικρό γεφυράκι. Και  τότε έκανε τόσο θόρυβο, που νομίζαμε πως γκρεμίζονταν κάποια λιθιά!

Όταν τελείωνε ο τρύγος, σε λίγο άρχιζε η σπορά που ως επί το πλείστον γίνονταν με  ζευγάρια ζώων. Δυο νοικοκυραίοι που είχαν άλογο η μουλάρι, τα έσμιγαν και έσπερναν σεμπρικά η τα δικά τους χωράφια η και ξένα ,πολλοί μάλιστα πήγαιναν και απέναντι στην Ακαρνανία.   Έτσι η δουλειά με το τσαπί λιγόστευε, το μεροκάματο ήταν σπάνιο, μεσολαβούσε και η κακοκαιρία,  γι’ αυτό και πολλοί χωριανοί πήγαιναν στην Πελοπόννησο η στην Πρέβεζα ή κατέβαιναν στα χειμαδιά της Λευκάδας, που ήταν τα απέραντα λιοστάσια  τα περιβόλια με τις πορτοκαλιές και τα κηπευτικά των τσιφλικάδων .

Ο μπάρμπας μου ο Τάκης τις πιο πολλές φορές πήγαινε στην Πρέβεζα.

Έπαιρνε όλα του τα απαραίτητά, το τσαπί ,το κλαδευτήρι, ένα τσουβάλι που έβαζε μέσα δυο χοντρό σκουτιά και τρία τέσσερα καρβέλια ψωμί. Τα φόρτωνε στην πλάτη και ποδαρόδρομο κατέβαινε στη Χώρα και με το καΐκι έφτανε στην Πρέβεζα.

Εκεί εύρισκε πολλούς χωριανούς που δούλευαν , έτσι και κατάλυμα εύρισκε και δουλειά, όταν ο καιρός το επέτρεπε. Το πρωί μπονόρα έπαιρνε το τσαπί και το κλαδευτήρι κι ένα κομμάτι ψωμί για μεσημεριανό φαγητό. Θα έβρισκε στο περιβόλι κάνα πορτοκάλι για να μπερδέψει το ψωμί, που δεν πήγαινε κάτω το έρμο χωρίς προσφάι .

Το μεροκάματο τότε, «βάσει του άρθρου τριάντα κάθετος χίλια οχτακόσια είκοσι ένα, του  εργατικού νόμου», ήταν από ήλιο σε ήλιο. Αργότερα έγινε εφτάωρο και πάμε να το κουτσουρέψουμε κι άλλο, «χάρη στους αγώνες των εργατοπατέρων, που αφού πουλάνε τους εργάτες γίνονται υπουργοί, εισπράττοντας την επιταγή που τους δίνουν οι εκάστοτε πολιτικοί «τοκογλύφοι»  για την αγοροπωλησία…»

Τα βράδια μαζεύονταν όλοι μαζί όσοι έμεναν στο ίδιο κατάλυμα, έλεγαν κάνα καλαμπούρι και δειπνούσε, λίγο ψωμί και καμιά ξεροσαρδέλα η κάνα κρεμμύδι.

Όταν περνούσαν κάμποσες μέρες, το ψωμί που έφερνε από το χωριό ξεραίνονταν τόσο, που με κόπο κατέβαινε στο στομάχι  το έρμο.

Για να αγοράσει λίγο τυρί, ούτε που το σκέφτονταν, γιατί ήταν ακριβό. Έτσι σκέφτηκε τούτο:  Πήγαινε στο φούρνο, αγόραζε πέντε δεκάρες ψωμί άσπρο κι έτσι μπέρδευε το μαύρο ξερό ψωμί με το άσπρο και κατέβαινε με πιο ευκολία στο στομάχι…

Το πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά του, περνούσε πάντα έξω από ένα εστιατόριο που το έλεγαν «ΠΕΡΔΙΚΑ». Αυτό ήταν πίσω από την ψαραγορά και φημίζονταν  τότε γιατί μαγείρευε με μαεστρία το ψάρι.  Ήθελε ο δόλιος πριν να πάει στη δουλειά, να «γευτεί» την υπέροχη εκείνη μυρουδιά!

Μάλιστα είχε υποσχεθεί στον εαυτό του , πως άμα ο καιρός πήγαινε  καλά και δούλευε  όλη τη βδομάδα, θα πήγαινε να φάει μια φορά αυτό το υπέροχο φαγητό.

Ο Θεός πράγματι αυτή τη φορά του έκανε το χατίρι, έκανε καλό καιρό και το Σάββατο που πληρώθηκε, πήγε στο σπίτι, πλύθηκε και ξεκίνησε ντουγρού για το εστιατόριο. Μπήκε μέσα και κάθισε σε μια γωνία, Πήγε το γκαρσόνι και παράγγειλε μια μερίδα από το ευλογημένο ψάρι, που τόσο το είχε επιθυμήσει.

Γύρισε το γκαρσόνι κι έφερε δυο πιάτα, ένα με το ψάρι και ένα με το ζουμί, γιατί έτσι το σερβίρουνε το ψάρι στην Πρέβεζα.

Αφού έκοψε κομμάτια μικρά το ξερό ψωμί που είχε μαζί του, τα έριξε στο ζουμί που μούσκεψαν και νοστίμισαν. Έφαγε λοιπόν με όρεξη το μουσκεμένο ψωμί κι ύστερα έφαγε  και το ψάρι.

Μετά κάθισε κάμποση ώρα παρακολουθώντας με περιέργεια τους πελάτες, που είχαν στο τραπέζι τους διάφορα ορεχτικά και όταν τελείωναν το φαγητό έπαιρναν και το φρούτο τους. .

Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν πέντε κύριοι καλοντυμένοι, που αφού είχαν ρίξει στα στομάχια τους διάφορα φαγητά ,συζητούσαν καπνίζοντας και πίνοντας το εμφιαλωμένο κρασί τους.

Aφηρημένος όπως ήταν, με στυλωμένα τα υγρά μάτια του στο κενό, άκουσε άθελα του τους πέντε κυρίους που κουβέντιαζαν για τη φετινή σοδιά. Μιλούσαν για τόνους λάδι, πορτοκάλια και κηπευτικά, λογαριάζοντας τα κέρδη τους σε χιλιάδες δραχμές. Κατάλαβε πως δικά τους θα ήταν τα χωράφια που αυτός καλλιεργούσε τρώγοντας ξερό ψωμί. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως όσο καιρό και αν ζούσε, γι’ αυτόν το ίδιο θα ήταν.  Η μοίρα του ήταν να σηκώνεται πρωί και να πηγαίνει στο χωράφι, που δεν ήταν δικό του αλλά του τσιφλικά, ο οποίος διασκέδαζε σπαταλώντας αλόγιστα τον δικό του ιδρώτα.

Του πέρασε από το νου ακόμη, πως τα ίδια  έκανε και ο πατέρας του πριν από αυτόν και το μυαλό του θόλωσε με τη σκέψη πως το ίδιο θα κάνουν και τα δικά του παιδιά.

Βγήκε από την ονειροπόλησή του και από τα μάτια του δυο σταγόνες δάκρυ κατηφόρισαν άθελα του στο ρυτιδωμένο του πρόσωπο κι έπεσαν στο καρπό του χεριού του.

Τότε άκουσε το γκαρσόνι να τον ρωτάει: «Θέλει κάτι άλλο ο κύριος; » Αφού τον κοίταξε λίγο, του είπε «φέρε μου το λογαριασμό».

Ήρθε το γκαρσόνι και του είπε πως το ψάρι έχει έξι δραχμές . Ρώτησε ο μπάρμπας μου ο Τάκης ,το ζουμί πόσο κάνει; νομίζοντας πώς το γκαρσόνι ξέχασε να λογαριάσει το ζουμί.

Το γκαρσόνι του είπε, δεν κάνει τίποτα το ζουμί κύριε .Τότε ο μπάρμπας μου ο Τάκης του λέει αυθόρμητα, «φέρε μου ένα πιάτο ζουμί και μια μερίδα ψωμί».

Το γκαρσόνι γέλασε και είπε: «Το ζουμί σερβίρετε μαζί με το ψάρι κύριε».

Ο μπάρμπας μου κάθισε λίγη ώρα να μαζέψει τις σκέψεις του, που ήταν πολλές οι έρμες . Ύστερα με το κεφάλι σκυφτό βγήκε στο δρόμο και στρατάρισε ίσα για το κατάλυμα, όπου βρήκε τους άλλους χωριανούς να λένε αστεία και να γελάνε.

Δεν τόλμησε να τους πει το ατόπημα που έκανε, που πήγε στο εστιατόριο και έφαγε το ψάρι, που του στοίχισε έξι ολόκληρες δραχμές .

 

 

Α . Ι . Σταύρακας   Κόκορος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *