Γραμματοσοφιστές (του Ηλία Τσάκαλου)

 

Γραμματοσοφιστές (του Ηλία Τσάκαλου) 

                  Του ΗΛΙΑ ΤΣΑΚΑΛΟΥ

Γραμματοσοφιστές

(αυτοί δεν λείπουν ποτέ, αλλάζουν φάτσα..)

Το καφενείο χαμηλοτάβανο. Ο καφετζής όλο παραξενιές και τικ. Τα τραπέζια χυτοσίδηρος πόδια και μάρμαρο Πεντέλης καπάκι περίτεχνα δουλεμένα στο χέρι με μουρέλα στα τελειώματα. Οι πελάτες  με λευκά πουκάμισα, γραβάτες, κοστούμια, παντελόνι με τσάκιση σπαθί, άσπρα μαλλιά σοφίας, ύφος εκατό καρδιναλίων, προφορά Ελληνικών μεταξύ Ιταλικής και Φραντσέζικης με κάμποσες διάσπαρτες λέξεις γεμάτες νοήματα παρμένες από τα Λατινικά, αρχαία Ελληνικά, Γαλλικά και Ιταλικά ενετικής διαλέκτου. Καθεκάστην και περί την δωδεκάτην πρωϊνήν γίνονταν η σύναξη της ιδιοτύπου τοπικής ακαδημίας στο μικρό καφενείο ίσα που τους χωρούσε η οποία αναλόγως του θέματος άλλοτε ήτο σοβαροφανής, άλλοτε εχαχάνιζε  αλόγιστα.

Κι εκεί συζητούσαν τα πάντα. Από την συνήθεια του ιεροδιακόνου να κουτσαίνει και τον λόγο που είχε, έως και τον πόλεμο του Σουέζ και την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων.

Άρχιζε συνήθως η συζήτηση από τα εφήμερα τερπνά της πόλεως  και σε τούτο βοηθούσαν οι γνώσεις του αρχικουτσομπόλη δικηγόρου που είχε γραμματέα προερχόμενη από τις κατώτατες κοινωνικές τάξεις η οποία ήταν ευτυχής με ένα ψωρομεροκάματο των είκοσι δραχμών χωρίς  ΙΚΑ  καθώς και του υπολείμματος παλαιάς αρχοντικής οικογενείας άνευ οικοσήμου και τα λοιπά ανύπανδρου που πάντα φορούσε ρεμπούπλικο και σταυρωτό σκούρο κοστούμι και τον οποίο περιποιούνταν μια υποστάθμης μεσόκοπη γυναίκα που τα πήγαινε και τα έφερνε σε όλη την πόλη και εν συνεχεία εξέδιδε προφορική τοπική εφημερίδα.

Αργότερα εμφανίζονταν  οι δημοσιογράφοι των τοπικών εφημερίδων που φορούσαν στο πέτο γαρύφαλλο ή τριαντάφυλλο , αναλόγως της εποχής και οι οποίοι έφερναν τα διεθνή νέα και εσχολίαζαν τις πολιτικές εξελίξεις.

Εν συνεχεία οι φιλόσοφοι, ποιητές, στιχοπλόκοι, ευθυμογράφοι που στέκονταν αμίλητοι συνήθως και έσπαγαν πλάκα  και σπανίως αμολούσαν και πέντε έξη στίχους ή κάποιο ανέκδοτο για να τους κεράσουν τον καφέ τους οι άρτι αφιχθέντες γιατροί και δικηγόροι που πάντα χαχάνιζαν και έκαναν φασαρία στο βρόντο για να διασκεδάσουν με το χάλι των πάντων.

Ο Καφετζής που ήταν όπως είπαμε γεμάτος παραξενιές φούσκωνε σαν γάλος και σε αυτές τις ώρες προσπαθούσε κι αυτός να λάβει όση μόρφωση δεν τον άφησε η φτώχεια και η τότε κατάσταση να λάβει. Τώρα δια της ακοής μάθαινε πράματα και θάματα και όντως γίνονταν πρύτανης της ιδιοτύπου τοπικής ακαδημίας.

Κάποτε η αδυναμία της ηλικίας τον ανάγκασε να πάρει ένα αγυιόπαιδο βοηθό. Πήγε ο μαθητευόμενος την πρώτη μέρα , πήγε την δεύτερη, πήγε την Τρίτη, πήγε μια βδομάδα, πήγε  ένα μήνα. Μετά τον μήνα σοβαρά-σοβαρά ο αγυιόπαις είπε στον πρύτανη πως βρήκε άλλη δουλειά και θα πάει εκεί.

«πού μωρέ;» είπε ο Πρύτανης. «στην Παραλία. Θα γίνω χαμάλης της Παραλίας μπάρμπα. Δεν θέλω να γίνω με τίποτε γραμματοσοφιστής σαν εσένα και τους πελάτες σου που είναι όλοι νότιες».

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *