ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΚΙ ΑΞΕΧΑΣΤΑ: “Η ελπίδα κι η ολοκλήρωση”

Του Ανδρέα Σταύρακα

Η στέρηση είναι η μάνα της ελπίδας της ολοκλήρωσης και της απόλαυσης .

Μια Γάλλο-Ισπανίδα λογοτέχνης, δεν θυμάμαι το όνομά της, γράφει σε κάποιο της βιβλίο, πως η ελπίδα είναι πιο γλυκιά από την ολοκλήρωση και την απόλαυση.

Οι γενιές της δεκαετίας του τριάντα, γευτήκαμε κατά κόρον την ελπίδα, την ημιολοκλήρωση, την ολοκλήρωση και την απόλαυση.

Την ελπίδα τη ζήσαμε όταν περιμέναμε πότε θα ‘ρθούνε Χριστούγεννα ή Λαμπρή, για να μας φτιάξουν κανένα ρουχαλάκι και να φάμε λίγο κρέας. Έτσι γίνονταν η ημιολοκλήρωση, γιατί μας έφτιαναν ένα παντελονάκι αλλά έλειπαν τα παπούτσια η το πουκάμισο. Καθώς επίσης και το κρέας ήταν τόσο λίγο τα Χριστούγεννα και το  Πάσχα, που ολοκλήρωση δεν γίνονταν…

Την ολοκλήρωση την απολαμβάναμε κατά κόρον όταν πηγαίναμε να αποπατήσουμε, αφού την ημέρα ρίχναμε στο άδειο μας στομάχι ότι βρίσκαμε.

Βατόμουρα, σκάμνα, μλιώκοκα κι ότι άλλο έμενε από τις σφίγγες και της μύγες, η πίναμε νερό στην εξοχή όταν  βόσκαμε της γίδες, μέσα από της πατημασιές των αλόγων. Μεριάζαμε της βδέλλες και με τη χούφτα μας πίναμε νερό.

Έτσι το στομάχι βρίσκονταν σε μόνιμη διαμαρτυρία, όπως εκείνοι που την Κυριακή ψηφίζουν την κυβέρνηση και τη Δευτέρα διαμαρτύρονται.

Έτσι και το στομάχι μας. Αφού τη μέρα του ρίχναμε μέσα ότι βρίσκαμε, τη νύχτα που προσπαθούσε να επεξεργαστεί το περιεχόμενο δυσκολεύονταν και μουρμούριζε…

Πέφταμε στη στρωματσάδα να πλαγιάσουμε, άρχιζαν οι πόνοι κι ελπίζαμε πως θα ξημερώσει να τρέξουμε σε κάποιο λαγκάδι η σε χωράφι να αποπατήσομε. Έπρεπε δε να προφτάνουμε πριν ξυπνήσουν οι κότες, γιατί έτρεχαν με φούρια να φάνε τα εξερχόμενα και μας τσιμπούσαν και μάτωναν το πισινό μας,

Κάποια μέρα ο Βενιαμίν που ήταν πιο μικρός, δεν πρόφτασε να σηκωθεί μπονόρα κι όταν κατέβηκε στην αυλή δεν κρατιόνταν. Άνοιξε την πορτέλα από το βρακί του, (τότε τα παντελονάκια τα έφτιαχναν με πορτέλα πίσω, όπως τα ανατρεπόμενα αυτοκίνητα, για να την κατεβάζουμε δελόγκου και να μην τα κάνουμε στο βρακί μας.

Δεν πρόφτασε ο Βενιαμίν να κάνει τη πρώτη εξαγωγή και τρέχει ένας κόκορας και του τραβάει μια λεβίθα ίσα με ένα μακαρόνι έξι νούμερο, γιατί οι βδέλλες μέσα στο στομαχάκι μας γίνονταν λεβίθες!

Βλέπει ο Βενιαμίν τον κόκορα με το περιεχόμενο στο στόμα και τρέχει κλαίγοντας και  φωνάζοντας, μάνα τρέχα, ο κόκορας μου πήρε το έντερο .

H θειά Καλλιόπη που ήταν πιο πέρα και είχε δει τη σκηνή του φώναξε, δεν είναι το έντερο παιδί μου, είναι λεβίθα κι έτσι ο Βενιαμίν ησύχασε.

Τι έλεγα και το ξέχασα; αφήνω τη μια κουβέντα και πιάνω την άλλη, σαν τη θειά μου τη Διονυσούλα ,

Α ,ναι! Τρέχαμε μπονόρα πέρα στα χωράφια, βαστάζοντας τη κοιλιά μας που πονούσε, ανεβαίναμε με φούρια σε μια πέτρα για να προστατευτούμε από τα μικρά ερπετά, ανοίγαμε την πορτέλα και έτσι γίνονταν η ολοκλήρωση και φυσικά η απόλαυση. Η ολοκλήρωση και η απόλαυση αυτή βέβαια, δεν περιγράφεται με λόγια,  πρέπει να τη ζήσει κάποιος για να αισθανθεί το μεγαλείο της. Την ώρα που  ξυπνάει η γη και ετοιμάζεται η μέρα να υποδεχτεί τον ήλιο. Απλώνονται τριγύρω τα ολόχρυσα σκηνικά κι αρχίζει η πρωινή συναυλία με τη θεϊκή μελωδία από όλα τα ζωντανά της φύσης, έτσι που μαγεύονται όλες τις αισθήσεις! Και με το απαλό πρωινό αεράκι να θωπεύει τον πισινό, τότε η απόλαυση αυτή έχει πολλαπλό μεγαλείο…

Ο μπάρμπα Μάρκος, καλός οικογενειάρχης και καλός αγρότης ,περιποιούνταν τη γη και αυτή του έδινε απλόχερα τα αγαθά της. Όπως περιποιούνταν τη « γη του», όπως την έλεγε, έτσι περιποιούνταν και το μουστάκι του. Είχε μεγάλο μουστάκι, σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και σαν τον περιβόητο Βαλυράκη, που όταν έγινε υπουργός παιδείας, η πρώτη του δουλειά ήταν να καταργήσει τις γαλάζιες ποδιές απ΄ τις μαθήτριες.

 

Όταν γύριζε από τη δουλειά του το Σάββατο, έστελνε τη γυναίκα του στη γειτόνισσα τη Γλένω , που ασχολούνταν με τη μοδιστρική και είχε το μοναδικό ψαλίδι στη γειτονιά, να του το φέρει για να φτιάξει το μουστάκι του ,

Αν και η Γλένω με δυσκολία το έδινε, γιατί το μουστάκι του μπάρμπα Μάρκου από τον ήλιο και τη σκόνη ήταν σαν ατσαλόβουρτσα και το ψαλίδι όπως νάναι στόμωνε, αλλά τι να κάνει η καψερή του το έδινε ,γιατί της έδινε κι’ αυτός το γάιδαρο και κουβαλούσε κάνα αποκλάδι.

Ο μπάρμπα Μάρκος και η θειά Καλλιόπη, είχαν τέσσαρες κοπέλες και τρία αγόρια. Το τρίτο αγόρι το γέννησε η θειά Καλλιόπη αφού τα άλλα έξι ήταν ξεβγαλμένα.

Δεν το ήθελε η καψερή, έκανε τόσα να το ρίξει, με τα βότανα που της έδινε η «μαμή »η παπαζλούμαινα και με άλλα ξόρκια που έκαναν τότε, αλλά δεν τα κατάφερε.

Όταν το γέννησε, είπαν πως αφού το έστειλε ο Θεός τι να κάνουν, να ‘ναι γερό και να έχει καλή τύχη. Ο μπάρμπα Μάρκος βέβαια είπε χαριτολογώντας πως ο Θεός το έστειλε αλλά εγώ θα το ταΐζω.

Σε κάμποσο καιρό ,αποφάσισαν να βαφτίσουν το μωρό και είπαν να το ονομάσουν Βενιαμίν, αφού ήταν το στερνοπαίδι.

Ο παπάς όμως έφερε αντίρρηση: Τους είπε πως έπρεπε να του δώσουν όνομα που να γιορτάζει. Είχαν δίκιο κι’ αυτοί  οι καψεροί,  γιατί τότε δεν έπαιρναν μισθό οι παπάδες , από κάνα πανηγύρι, από κανένα γάμο η από καμιά κηδεία  περίμεναν να ζήσουν.

Έτσι το έβγαλαν Αποστόλη αλλά το φώναζαν Βενιαμίν.

Αφού πέρασε κάμποσος καιρός, το παιδά άρχισε να παίζει και τα μεγαλύτερα παιδιά μάλωναν ποιο θα το πρωτοπάρει. Αλλά  κι ο μπάρμπα Μάρκος όταν γύριζε κουρασμένος από τη δουλειά του πήγαινε κατευθείαν στη σκάφη που το έβαζαν, γιατί κούνιες δεν υπήρχαν τότε, το έπαιρνε στην αγκαλιά του και το χόρευε, δεν το φιλούσε, γιατί όταν το άγγιζε με τα μουστάκια του έκανε πληγές στο προσωπάκι του.

Έτσι όλη η οικογένεια ασχολούνταν με το Βενιαμίν, του έκαναν όλα τα χατίρια και μεγαλώνοντας έγινε ο καπετάν φασαρίας. Αν κάποιος πήγαινε να του αντιμιλήσει, σήκωνε τη μαγκούρα ο παππούς του και αλλοίμονο του.

Ήταν τέλη Μαρτίου, ο μπάρμπα Μάρκος είχε κανονίσει να σκάψει το αμπέλι που είχε στην Κεραμδιόνα, ήταν μεγάλο αμπέλι, δώδεκα νοματαίοι το έσωναν μια μέρα κι έμεναν δεν έμεναν καμιά τριανταριά κλούμια.

Ετοίμασαν από τη προηγουμένη μέρα όλα τα σγύργια κι η θειά Καλλιόπη ετοίμασε το κολατσιό που θα το έπαιρνε ο μπάρμπα Μάρκος μαζί του την αυγή. Ταραμοσαλάτα, σαρδέλες παστές,  γιδίσιο τυρί, κάμποσα τηγανοψώματα ζυμωμένα με λάδι, ένα κολοκύθι κρασί μαύρο μπρούσκο,   τα τύλιξε σε μια μπόλια και τα έβαλε με προσοχή στο καλάθι .

Το κωφήσι το είχε βάλει στο μόσκιο πριν μια βδομάδα,  θα το μαγείρευε με πατάτες αυγολέμονο και ένα καρβέλι ψωμί με σταρίσιο αλεύρι που το είχε ζυμώσει από την προηγουμένη μέρα και θα τα πήγαινε η ίδια το μεσημέρι. Ο μπάρμπα Μάρκος  ετοίμασε τα εργαλεία του, έβαλε το τσαπί στο νερό να μουσκέψει το στειλιάρι και τρόχισε  την ψαλίδα και το κλαδευτήρι με ένα κομμάτι στουρνάρι .

Τα έβαλε στο σακούλι, γέμισε το ντορβά με βρώμη και το κρέμασε στο καδνάτσο της πόρτας, να ταΐσει μπονόρα το γαϊδούρι.

Αφού τελείωσε όλες τις δουλειές του, ανέβηκε από τη μέσα σκάλα στο πόρτγο, ρώτησε την Καλλιόπη αν είναι όλα έτοιμα, αυτή του έγνεψε πως ναι και τότε χάιδεψε το μουστάκι του ,ένδειξη πως ήταν ικανοποιημένος .

Η θειά Καλλιόπη που λάτρευε τον άντρα της και τον παίνευε παντού για το νοικοκυριό του, χαμογέλασε ευχαριστημένη.

Πέρασε πτήδια από τη στρωματσάδα των παιδιών που πλάαιναν του καλού καιρού για να μη τα ξυπνήσει και πήγε στο κρεβάτι και ξάπλωσε νιώθοντας μια απέραντη ευχαρίστηση.

Πριν τον πάρει ο ύπνος και τον περπατήσει σε γνωστά και σε άγνωστα μέρη, έκανε την προσευχή του κι ευχαρίστησε το Θεό που του χάρισε τόσα καλούδια. Μια καλή οικογένεια, εφτά χαριτωμένα υγιέστατα παιδιά και τη γυναίκα του που ήταν νοικοκυρά, καθαρή κι ευχάριστη.

 

Έτσι χαλάρωνε κάθε φορά που ξάπλωνε στο μαλακό κρεβάτι, ήταν το παγερίτσο γεμάτο ροκόφυλλα και από πάνω το στρώμα με προβατίσια μαλλιά, που κάθε βδομάδα η θειά Καλλιόπη τα χτυπούσε με ένα βαρύ ξύλο για να μαλακώνουν τα ροκόφυλλα κι έτσι να ευχαριστήσει τον άντρα της.

Αφού είχαν αποκοιμηθεί όλοι , του Βενιαμίν άρχισε να του πονάει η κοιλιά. Ξύπνησε λοιπόν και στριφογύριζε στη στρωματσάδα. Καμιά φορά θέλησε να κάνει τα κακά του, που να βγει έξω που ήταν σκοτάδι, ούτε έβλεπε αλλά φοβόνταν κιόλας.

Σκέφτηκε τη γωνία, που είχε σαπίσει το πάτωμα και είχαν βάλει επάνω τη πλύστρα για να σκεπάσουν τη τρύπα ,μην πέσει κάνα παιδί ή ο γέροντας που δεν έβλεπε καλά ο καψερός.

Σηκώθηκε ο Βενιαμίν, ψαχουλευτά πήγε έβγαλε τη πλύστρα από την τρύπα και έκανε τα κακά του.

Έβαλε τη πλύστρα ξανά και ξάπλωσε στη στρωματσάδα, ξαλαφρωμένος όπως ήταν αποκοιμήθηκε αμέσως . Το περιεχόμενο όμως το άτιμο, είχε πέσει όλο στα αυτιά του γαϊδάρου, που ήταν στο κατώι, κάτω ακριβώς από τη τρύπα.

Όταν λάλησε ο κόκορας, η θειά Καλλιόπη σηκώθηκε δελόγκου, πήγε στη κουζίνα άναψε το λυχνάρι που το είχε χαζίρι από βραδύς. Αναμέρησε τη στάχτη στη γωνιά, έβγαλε το δαυλί που ήταν μισό αναμμένο, έβαλε απάνω προσανάμματα το φύσησε δυο- τρεις φορές, άναψε τη φωτιά και έφτιασε το ρόφημα του άντρα της.

Πήγε στην κάμαρη σκούντησε το μπάρμπα Μάρκο που πετάχτηκε δελόκγου, πήγε στη κουζίνα ήπιε με φούρια το ρόφημα του, σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα μουστάκια του, όπως το συνήθιζε, πήρε το λυχνάρι και κατέβηκε στο κατώι .

Κρέμασε το λυχνάρι στο καρφί που είχε στο τοίχο και πήγε να πάρει το γάιδαρο. Ο γάιδαρος από τη χαρά του που αγροίκησε το αφεντικό του, τίναξε το κεφάλι του όπως το συνήθιζε κι έφυγαν τα φρέσκα σκατά από τα αφτιά του γαϊδάρου και κάμποσα από δαύτα επήγανε στα μουστάκια του μπάρμπα Μάρκου.

Γυρίζει προς το λυχνάρι,παίρνει δείγμα με το δάχτυλο του, αν και είχε νιώσει λίγο τη μυρουδιά κι ας ήταν συναχωμένος, είδε πως ήταν το μίγμα σαν σαλάτα του σεφ. Δεν είχε χρόνο να αναλύσει τι είχε συμβεί, γιατί βιαζόντανε να μην καθυστερήσει και περιμένουν οι εργάτες.

Φώναξε την Καλλιόπη να του φέρει λίγο νερό. Κατέβηκε η καψερή με το μαστραπά τρομαγμένη που πρώτη φορά άκουσε τον άντρα της να έχει τόσα νεύρα.

Βγήκαν στην αυλή κι είδε η καψερή, αν και ήταν ακόμα θαμπά, τα μούτρα του άντρα της που ήταν σε κακά χάλια και στις άκρες από τα μουστάκια του κρέμονταν τα σκατά σαν μικρά σουτζούκια .

Πήρε η δόλια μια μπόλια, την έβρεξε με λίγο νερό, του σκούπισε λίγο τα μάτια, αλλά που τον κρατούσες τον μπάρμπα Μάρκο που τον είχαν ζώσει τα φίδια γιατί θα καθυστερούσαν οι εργάτες και δε θα πρόφταναν να σκάψουν όλο το αμπέλι.

Έβγαλε το γαϊδούρι έξω και το σαμάρωσε. Η θειά Καλλιόπη κρέμασε το σακκούλι στο κολτσάκι από το σαμάρι κι έδεσε το καλάθι με το κολατσό  στο σαμάρι .

Ο μπάρμπα Μάρκος έβγαλε τη γίδα με προσοχή γιατί ήταν τμόγεννη ,την έδεσε κι ‘αυτή από το πίσω κολτσάκι κι έβαλε τις δυο σακούλες κοπριά, όπως το συνήθιζε, για να φιλέψει με ένα πλοχέρι κοπριά το κάθε κλήμα .

Έλεγε πάντα πως τα φυτά είναι σαν τα μικρά παιδιά, όταν τους δίνεις κάποιο ρεγάλο, νιώθουν πως τα αγαπάς έτσι κι αυτά προσπαθούν να στο ανταποδώσουν. Τα φυτά δεν είναι αχάριστα σαν πολλούς ανθρώπους, όπως έλεγε χαριτολογώντας ο μπάρμπα Μάρκος .

Ξεκίνησε ανέβηκε το καλντερίμι ,πήγε στη λίμπα να ποτίσει τα ζωντανά, πήρε νερό με τη χούφτα του και έριξε στο πρόσωπο του. Τότε είδε να πέφτουν στη λίμπα φλούδες από κουκιά.

Γέλασε με ευχαρίστηση, γιατί κατάλαβε πως ο Βενιαμίν την είχε κάνει τη δουλειά, που είχε φάει την προηγούμενη μέρα πολλά χλωρά κουκιά.

Ξεκινώντας μονολογούσε χαμογελώντας,  «είναι πολύ έξυπνο αυτό το παιδί, ο Θεός να του δίνει υγεία και χαρά. Για μια στιγμή, ένιωσε την ενοχή που τότε παρότρυνε τη γυναίκα του να «ρίξει»  αυτό το υπέροχο αγγελούδι. Φτάνοντας στο κόνισμα του Αγίου Σπυρίδωνα, σταυροκοπήθηκε και ευχαρίστησε για άλλη μια φορά το Θεό .

 

 

Α  Ι  Σ  Κόκορος

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *