Ένας κόσμος που χάνεται στο άπειρο του χρόνου

Ένας κόσμος που χάνεται στο άπειρο του χρόνου

του ΗΛΙΑ ΤΣΑΚΑΛΟΥ

 

μνημόσυνο υπέρ της  μνήμης

 Λάκη Μαλακάση  ( Μπακόγιαννου ή Μαντέκα ή Τσελεμεντέ),

Νίκου Μεσσήνη  (Μελένιου),

Πάνου Φίλιππα  (Κοτσώλου),

και Λία Παπουτσόπουλου  ( Σπρομήλιου)

 

Έτυχε να μπω και εγώ στο άπειρο λεωφορείο του χρόνου (μπορούσε να ήταν το διπλανό σπερματοζωάριο, οπότε θα ανέβαινε άλλος στο μοιραίο λεωφορείο). Άγνωστος μεταξύ αγνώστων γεννήθηκα μια μέρα του Μάρτη απέναντι από την τούφα της Γύρας. Γυμνός, λιποβαρής, άρρωστος, άτυχος και υποχρεωμένος να σπρώχνω αθέλητα όσους βρίσκονταν μπροστά μου μέχρι να τους πετάξει έξω ο Οδηγός απ΄ την πισινή πόρτα του Λεωφορείου που, χωρίς πολλά και λίγα, άνοιγε την πόρτα της εξόδου και φλάπ η κάσα από κάτω και δρόμο για  «την γη εξ ης ελήφθης».

Γεννήθηκα  σε ένα κόσμο δικό μου με τους ανθρώπους του, με τα στενοσόκακα των συναισθημάτων της γειτονιάς, με τα μυξιάρικα παιδιά φτωχοντυμένα και νηστικά, με τις  μανάδες που όλο φώναζαν κι όλο κοιτούσαν να μην μας χάσουν απ΄ τα μάτια τους, μη πνιγούμε στο Μώλο, μη βρεθεί καμιά χειροβομβίδα Ιταλική και την ανοίξουμε, μην με τα αναγκαία και βάρβαρα τότε παιχνίδια μας χάσουμε  την ζωή μας ή τα μάτια μας, μ΄ ένα Κράτος αμφίβολο, ανύπαρκτο και υπόδουλο σε αυτούς που έφευγαν και σε αυτούς που έρχονταν σιδερόφρακτοι, με μια κοινωνία διχασμένη, ιδεολογικά ανώριμη, πνευματικά υπανάπτυκτη και συναισθηματικά και οικονομικά υπόδουλη στον κάθε ένα που ήταν ή  έγινε καμπόσος  μέσα στις συνθήκες της κατοχής και του μετακατοχικού κράτους.

 

Γεννήθηκα ανάμεσα σε ανθρώπους με κοντά μπαλωμένα βρακιά που δεν είχαν αριθμήτηρια, δεν γνώριζαν τις πράξεις της αριθμητικής, δεν είχαν δούναι και λαβείν με τις λίρες, σκοτάδι το αύριο, λες και δεν υπήρχε αύριο, πικρή η γεύση της γης, πικρές οι μέρες, ένα τίποτε οι στιγμές και η αναζήτηση του ψωμιού της επιβίωσης από την κοιλιά της μάνα τους μέσα στην γενική δυστυχία των μαύρων χρόνων της κατοχής, του εμφυλίου, του τρόμου του μεγάλου σεισμού που ισοπέδωσε τα φτωχά ισόγεια σπιτάκια.

Κι όμως τότε υπήρχε αυτή η μεγάλη λογική των φτωχών ανθρώπων που τους συντηρεί, όπως το  αλάτι, η ανθρωπιά των μικρών καθημερινών αμφίβολων και εφήμερων συναισθημάτων, ο άλλος ‘άνθρωπος που ήταν αντικαθρέφτισμα του εαυτού του, ο γείτονας, ο συγγενής , ο φίλος που έπασχαν μαζύ από αιτίες ανεξήγητες,  σταλμένες λες απ΄ την φύση ή την Υπεράνθρωπη Δύναμη ή τον Θεό κι έτσι γονατιστοί και συντριμμένοι κατάφευγαν προσκυνητές στην κυρά Φανερωμένη ζητώντας βοήθεια και θαλπωρή κι ελπίδα απ΄ την Χάρη της.

Κι εκείνα τα κολυβογράμματα που προνόμιο ήταν των λίγων και γι αυτούς υπήρχε η άδικη  βέργα του ανόητου δασκάλου που δεν καταλάβαινε πως από δειλία και ανάγκη πήγαιναν σκολειό και από ανάγκη έφευγαν απ΄ την Τρίτη τάξη μια και έμαθαν (τους ήταν αρκετά!) να διαβάζουν, να γράφουν πέντε λέξεις, να ξέρουν για τα κατορθώματα του Εικοσιένα και τον Πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας, να λένε τον εθνικό ύμνο απέξω, το Πατερημών, να κάνουν τον σταυρό τους, να στέκονται προσοχή όταν περνάει η Σημαία και παίζει η Μουζική , να είναι έτοιμοι να χύσουν το αίμα τους γι΄ αυτό που οι  δάσκαλοι ονόμαζαν πατρίδα, να μπορούν να μετρούν ως το χίλια και να κάνουν πρόσθεση  και  αφαίρεση  και σπανίως τις άλλες δύο πράξεις της πρακτικής αριθμητικής. Πέραν αυτών ουδέν. Τα υπόλοιπα ήταν για κείνους που είχαν τον τρόπο, τα μέσα και τον μπάρμπα στην Kορώνη και το συμφέρον.

Κι έφευγαν  οι περισσότεροι να πάνε μαθητές  να μάθουν μια τέχνη για να ζήσουν, να γίνουν ρεμερσιέρηδες, να γίνουν κουρείς, να γίνουν μαστόροι οικοδόμοι, να αμπώχνουν τα κουπιά του πριαριού του πατέρα τους για να μην  μοιράζεται το μεροκάματο, να κάνουν θελήματα για ένα κομμάτι ψωμί που αν το κονόμαγαν το φιλούσαν και το πήγαιναν σπίτι να το μοιραστούν με τους δικούς τους.

Ω τι γλυκό ψωμί που ήταν ζυμωμένο με την αγωνία, το δάκρυ και ικανοποίηση πως κάτι είχαν να δώσουν στο σπίτι τους, στην Μάνα τους, στον πατέρα τους στα μικρότερα αδέρφια τους. Ω τι γλυκό το ψωμί της φτώχειας που δεν έχει τα μπουρδουκλωμένα  προβλήματα των εχόντων και κατεχόντων αντάμα με τα περίεργα συναισθήματα, πονηριές, μηχανορραφίες, συμφέροντα και μάταιες επιδιώξεις. Ω τι γλυκό ψωμί λίγο μα με χείλια που χαμογελούσαν κι ευτυχία τους ήταν που και σήμερα υπήρχε αυτό το λίγο  κατάμαυρο ψωμί ( η φαρίνα ήταν για τους λίγους),  μια πιρουνιά λαχανάκια, ένα καρτεζίνι λαδάκι τσαγκό και η φασουλάδα  στην λουμίνια π΄νιάτα. Η Γνώση. Η κοινωνική, οικονομική δύναμη, η πέραση στην κοινωνία και τα σιδερωμένα  φανταχτερά σκουτιά…… Πφ!! Τι να τα κάνεις  αυτά σα δεν χαράζεται στα χείλια σου η ευτυχία της στιγμής , της κάθε στιγμής και η αγωνία και η πίστη πως κι αύριο θα βρει το ξερομπούκουνο. Η Γνώση πως όσο παρουσιάζεται ο Ήλιος απ΄την Λάμια και πέφτει στον  Αηγιάνη  Υπάρχει Ελπίδα. Υπάρχει  Ζωή για όλη την Οικουμένη που κι ας  μην την γνώριζαν έκαναν προσευχή για όλους.

 

Το Λεωφορείο του χρόνου….

Πίσω από μένα ακριβώς ο Κοτσώλος. Στην ίδια φτωχογειτονιά-απέναντι τα σπίτια μας- από το πενήντα, παίξαμε τον μπόμπολα, τις φιγούρες, τα ξυλάκια, το κρυφτό, μπάλα. Και κάποτε χάθηκε. «Πού είναι ο Πάνος Θειά Τασία για να παίξουμε;»  «Πάει να μάθει γύφτος  στο γύφτικο  (σιδηρουργείο) του Βεργίνη». Σιδηρουργός. Γύφτος. Ο Πάνος.

Δίπλα μου ακριβώς ο Μαντέκας. Μαζύ σκολειό. Μαζύ παιδιά στου Πάλλα και ξαφνικά  πάει ο Μαντέκας. Πού πάει; Να γίνει χασάπης και γδάρτης στα σφαγεία. Τον χάσαμε από τις μικρές τάξεις του σκολειού. Άλλως θα έπαιζε δεξιό μπακ στην ομάδα  του Μαυρόγαλου, της κάτω γειτονιάς της Νεάπολης.

Μπροστά μου ακριβώς ο Σπρομήλιος. Μια τάξη μπροστά στο παλιό σκολειό του Μαρκά.  Ήσυχος , αδιάβαστος. Πάει κι αυτός. Τον πήρε ο πολυφαμελίτης πατέρας του, ψαράς κι αυτός απ΄ την γέννα του, να αμπώνει κουπιά καθισμένος στην αλασά με τα άγουρα χεράκια του γεμάτα ρόζους για να τραφεί μια  θερία οικογένεια.

Ίσα που διακρίνονταν ο Μελένιος.  Προχωρούσε μπροστά χρόνια. Ίσα που τον διέκρινα. Μεγάλος αυτός  στην γειτονιά μας. Τον είδα θυμάμαι στρατιώτη. Γύρισε μπήκε στην βιοπάλη  κάνοντας ότι δουλειά μπορούσε για να  καταλήξει  επαγγελματίας ψαράς.

 

Η γειτονιά μου με τους περισσότερους ψαράδες της μικρής μας πόλης. Αντρέας Κοτσώλος, Αποστόλης Κοτσώλος, Νιόνιος Καρακανάς, Στεφανής Μπαμπάνης, Στέλιος Αμαργιανός. Βρεγμένοι ως το κόκαλο και  ποτισμένοι ως το μεδούλι απ΄ τα κρασά του Κόκκινου, του Πεντελή του Αμαργιανού και του Μπελεμέ. Αυτοί ήταν στις τελευταίες θέσεις του Λεωφορείου και  ίσα που τους έπιανε το αθώο μάτι μας τότε.

 

Κι ύστερα άρχισαν να κυλούν οι δεκαετίες. Πενήντα. Εξήντα. Εβδομήντα. Στοπ. Κάπου εδώ γύριζε ο κόσμος. Ογδόντα. Ενενήντα. Δυο χιλιάδες. Δυό χιλιάδες δέκα Κάπου εδώ άρχιζαν να αλλάζουν τα πάντα. Αυτοκίνητο και μεζονέτα απόχτησε και η κουτσή Μαρία άκοπα με δάνεια και κουρσάρες που τρέχανε στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους με ταχύτητες συντριβής. Ο Κόσμος στο μεταξύ έφυγε και χάθηκε στις μεγαλουπόλεις. Κόσμος έφυγε και χάθηκε στα σκλαβοπάζαρα της γης. Και λιγόστευε ο κόσμος γύρω μας . Κι όσο λιγόστευε τόσο γίνονταν οι μέρες μας καλύτερες. Έτσι φαίνονταν, καλύτερες, μια και υπήρχαν χίλια δυό που πριν ήταν αδιανόητα. Ένα σπίτι, σκολειό, περίθαλψη, ασφάλιση, σύνταξη, υγεία. Όλα άλλαξαν κι όσο άλλαζαν τόσο έφερναν την απομόνωση των τριώροφων σπιτιών, στην συντριβή της ταχύτητας πρόσκρουσης με την πραγματικότητα και την δυστυχία της τηλεόρασης. Έτσι το σχεδίασαν αρρωστημένοι νόες πέρα απ΄τους ορίζοντες της ζωής μας. Κι έτσι. Χάθηκε η γειτονιά, χάθηκε ο άλλος, χάθηκε η κοινωνία, χάθηκε το φιλότιμο, χάθηκε η ίδια η ζωή της μικρής μας πόλης. Τα πάντα έγιναν επίδειξη, υπολογισμός και συμφέρον. Που και που υπήρχαν κάποιες οάσεις χαράς. Ήταν ότι είχε απομείνει από τον κόσμο που αφήσαμε πίσω μας. Σε αυτές τις οάσεις υπήρχε ο κόσμος που έφευγε πίσω μας. Εκεί και μόνο εκεί ένοιωθες  άνθρωπος μεταξύ ανθρώπων.

Χάθηκε ο Μελένιος. Χάθηκε ο παπάς της γειτονιάς μου όπως τον έλεγα για τα βλαστήμια του, πάει όμως το μάτι που τους έβλεπε όλους, τους καλημέριζε όλους, ενδιαφέρονταν για όλους και πονούσε τους πάντες. Πάει.

Χάθηκε ο Μαντέκας με την μαχαιροπούλα του, το αθώο του βλέμμα και χαμόγελο και  τους  τουφεκιστούς προσφορίτους και τους Πετροπαγούρους της λιθιάς του Αυλαιμόνου.

Χάθηκε ο Κοτσώλος με το λιπόσαρκο κορμί του και την μεγάλη υπομονή και ταπεινότητά του (πες κρασί Πάνο να μετρήσω πόσο έπιες. Κασί ο Πάνος . Μια κούπα Πάνο!).

Χάθηκε ο Σπρομήλιος με το μόνιμο χαμόγελό του και την διαπίστωσή του «είσαι μπρανέλος. Είσαι δικός μας» έλεγε και το χαίρονταν κι εγώ του έλεγα να μετρήσει τους Λίηδες στην Λευκάδα κι άρχιζε «Λιας ο Φρούφαλος, Λιας Ντεκλάνης, Λιας ο Προσφυγας, Λίας ο Μούλος, Λίας ο κορωφύλακας, Λιας….» κι όταν τελείωνε του έλεγα «και Λιας ο Τσάκαλος και Λιας ο Σπρομήλιος»  και γέλαγε με την ψυχή του.

 

Αν γνώριζαν κάποιοι απ΄ τους σπουδαιοφανείς και κορδωμένους πόσα έχασαν που έφυγαν απ΄τις οάσεις της ευτυχίας για να μπουν στο κολαριστά πουκάμισα και τα ψηλά καπέλα…. Αλλά «το μυρμήγκι όταν είναι να χαθεί κάνει φτερά». Πήγαν σε άλλη ξενιτιά, μέσα στην ίδια πόλη που μεγάλωσαν και δεν το καταλαβαίνουν κι αυτό είναι το μεγαλύτερο  δράμα τους. Δεν το καταλαβαίνουν και δεν είναι μακριά η μέρα του γηροκομείου και του αλλοδαπού θεράποντος.

 

Μέσα σ΄ αυτόν τον κόσμο, μέσα σε τέτοιες οάσεις  μου έτυχε να αρχίσω και να περάσω το ταξίδι της ζωής μου. Γνώρισα σ΄αυτή την ζωή μεγάλους και τρανούς, γνώρισα ένα σωρό επίσημους και ανεπίσημους , γνώρισα (αυτό ήταν το τυχερό μου) κουστουμάτους και γραβατοφορεμένους, ψηλά, πολύ ψηλά, πάρα πολύ ψηλά καπέλα της κοινωνίας, της πολιτικής, του πνεύματος και της επιστήμης. Όλοι αυτοί κρατούσαν από ένα στιλέτο στην πλάτη και μ΄αυτό πορεύονταν την ζωή τους. Δεν ήξεραν από πού να φυλαχτούν, ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός, ποιος χρήσιμος και ποιος άχρηστος, ποιος άνθρωπος και ποιος κτήνος. Ζώα ανάμεσα σε ζώα. «homo hominis lupus» έλεγαν, μια και γνώριζαν λίγα λατινικά βλέπεις σα «μορφωμένοι» ανθρώποι.

Όμως αυτοί οι απλοί άνθρωποι γεμάτοι ανθρωπιά , αισθήματα, εγκαρτέρηση, ελπίδα, γήϊνη δύναμη εκτός από μια φτηνή και εφήμερη  ζήλια (πολύ ανθρώπινη) άδολη γεμάτη ερωτηματικά και περιέργεια και θαυμασμό και αμφισβήτηση  για την άγνωστη ζωή που δεν έζησαν δεν είχαν άλλη  «κακία» μέσα τους.

 

Σε παρακαλώ Θεέ μου όταν θα έρθει η ώρα να περάσω  στην πόρτα της άλλης ζωής να με πας με αυτούς τους ανθρώπους. Θέλω στην παρέα μου να βρίσκονται ο Μαντέκας, ο Μελένιος, ο Πάνος ο Κοτσώλος, ο Σπρομήλιος κι όλα τα άλλα παιδιά που χάθηκαν στα πέρατα του κόσμου ή θα έρθουν αργότερα να μας συναντήσουν. Το πολύ-πολύ εκεί κάτω όλους να τους πειράζω άδολα όπως έκανα και στην ζωή μας. (Τους άλλους δεν τους χρειάζομαι). Αν όμως κάνεις λάθος και με πας με τα ψηλά καπέλα να ξέρεις Θεέ μου πως δεν θα αφήσω κανέναν ήσυχο και θα είμαι επαναστάτης στους αιώνες των αιώνων. Εγώ στα λέω κι Εσύ κανόνισε το συμφέρον Σου. Είπαμε: Μαντέκας, Μελένιος, Κοτσώλος, Σπρομήλιος. Μην ξεχάσεις να είναι κι αυτοί στην παρέα μου.

Εξ άλλου τους χρειάζεσαι κι Εσύ για  την απλότητα και την αγιοσύνη τους…

 

Σχολιάστε

  1. Lamprini Kaklamani

    ένα υπέροχο κείμενο,με αλήθεια,αξιοπρέπεια ,περηφάνια,αναμνήσεις ,που δεν μ’ έκαναν να ντραπώ για το ό,τιδήποτε…μέσα στην φτώχεια μας ζήσαμε με μια αρχή..είμαστε όλοι ίσοι… κάτω από τον ίδιο ήλιο,που έβγαινε από την Λάμια κι έπεφτε,στον ΄Αη Γιάννη…το ίδιο δρομολόγιο κάνει και σήμερα,εμείς όμως ,είμαστε ίσοι με όλους…είμαστε ακόμα μαζί, ή μας πήρε το τριανέμι και μας σκόρπισε σαν φύλλα του φθινοπώρου ?..ο καθένας μας βλέπει πια, από διαφορετικό τόπο να βγαίνει ο ήλιος και σε διαφορετικό να δύει,γίναμε ξένοι,ριζώσαμε αλλού…είπαμε ,όπου γη και Πατρίς και φκειάξαμε μια φωλιά…και ίσως η εντολή που αφήνουμε για την τελευταία κατοικία, να μην εισακουστεί..και ο Τάφος με θέα στην θάλασσα,κοντά στο κυπαρίσσι ,που φύτεψα για τον παππού και την γιαγιά μου,να μην με ξεκουράσει ποτέ,…βλέπεις η ζωή σήμερα έχει όρια και περιορισμούς για τα παιδιά μας…και ότι έγινε ,έγινε… ζωή στους εναπομείναντες…. άπειρα συγχαρητήρια…φιλάκια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *