Του λαγού τα παιδιά

Του λαγού τα παιδιά

του Ηλία Τσάκαλου

Σκορπίσαμε στα πέρατα του κόσμου σαν του λαγού τα παιδιά. Ο Γιάννης ο Βουκελάτος στην Δανία. Ο Νίκος ο Ρεκατσίνας στον Καναδά. Ο Στάθης ο Ορφανός της Αυστραλία. Η αφεντιά μου εδώ στον τόπο που γεννηθήκαμε και ξεκίνησε ο κόσμος για μας.

Μέσα μας ο καθένας κράτησε εκείνο το κουρεμένο πιτσιρίκι με τα φτωχά ρουχαλάκια της αρχής της δεκαετίας του πενήντα που πρωτοσυναντηθήκαμε στο Δημοτικό Σχολείο του Μαρκά με τα κάγκελα, την βαριά σιδερένια πόρτα, τους σκληρούς και τραγικά ευατούληδες, κοντόφθαλμους  και  άγρια τσαλακωμένους  δασκάλους μας, το πρωϊνό γάλα σκόνη που πίναμε στα κυπελάκια μας  και τις  αμπούλες του μουρινέλαιου για την υγεία μας.

Τότε που πήγαμε αθώοι με φοβισμένα ματάκια στο σκολειό και μείναμε μόνοι μας να προσπαθήσουμε να προστατευτούμε από ένα άγριο κόσμο που μόλις βγήκε από ένα παγκόσμιο πόλεμο, έναν εμφύλιο και την τεράστια φονική φυσική καταστροφή του σεισμού του 1948 που διέλυσε το νησί μας. Συμμαθητές με τα προσωπικά παρατσούκλια μας  ήδη φερμένα στην τάξη μας, Κολωνάκης. Μερμήγκης. Μερατζίνης. Τσάκαλος.(δεν χρειάστηκα παρατσούκλι μια και είχα το διάολο μέσα μου και ήμουνα όνομα και πράμα).

Έτσι εκεί, στο σκολειό αυτό του Μαρκά που η μεγάλη εξυπνάδα ορισμένων-ορισμένων πονηρών με φτηνή δικαιολογία το κατεδάφισαν αργότερα για να το κάνουν πλατεία και για να μην ακούγονται τα χελιδονίσματα των φωνών των παιδιών μας, που τους ήταν φαίνεται ενοχλητικά, προσπάθησαν να μας μάθουν οι δάσκαλοι το 1, το 2, το 3 , το α, το βου, το ψου, το ωμέγα, τις ψιλές , τις δασείες, τις οξείες, τις περισπωμένες, τα κόμματα, τις τελείες  με εκείνες τις βέργες και τους χάρακες που σκοπό είχαν να τιμωρήσουν, να έχουν οι δάσκαλοι την ησυχία τους κι όχι να μας μάθουν πέντε κολυβογράμματα.

Εκεί που μάθαμε από μόνοι μας την αξία του άλλου ανθρώπου που ζούσε έξω απ΄το σπίτι μας και που μ΄ αυτόν θα περνούσαμε μια ζωή μαζύ πάνω στο διαστημόπλοιο της γης. Εκεί ήρθαμε φάτσα με φάτσα με την πονηριά, την πουστιά, την παλιανθρωπιά, την αξία της ζωής, την κοινή τύχη με τον διπλανό μας και τις διακρίσεις απ΄ αυτούς που αποφασίζουν ανάλογα με τον πατέρα που είχε ο καθένας και την θέση του σε αυτό το πράμα που το έλεγαν κοινωνία. Κι εμείς αθώα με εκείνα τα ματάκια που συχνά ήταν κλαμένα και τα στομάχια των περισσοτέρων πεινασμένα μαθαίναμε αυτά τα γράμματα που μ΄ αυτά θα φτάναμε στο τέλος αυτής της περιπέτειας της ζωής μας.

Κι είχαμε μεταξύ μας ένα περίεργο συναίσθημα αγάπης. Είχαμε κάτι σαν εκείνο που νοιώθαμε στο σπίτι μας. Κι όχι με όλους. Αλλά με τους περισσότερους κι ανάλογα με την ψυχούλα του καθενός και πόσους χωρούσε μέσα της.

Κι ύστερα ήρθε η καταιγίδα της ζωής. Σκορπίσαμε σαν του λαγού τα παιδιά αμέσως μόλις τελειώσαμε το σκολειό. Χάσαμε τον Μερμήγκη που πήγε να γίνει τεχνίτης. Οι άλλοι πήγαμε στο γυμνάσιο προσωρινά. Χάσαμε στον Μερτζίνη που πήγε στα παπόρια. Χάσαμε τον Κολωνάκη που έφυγε για το εξωτερικό. Έμεινα μόνος εδώ με τις αναμνήσεις και τα παρατσούκλια μας.

Ξέμεινα εδώ με τις αναμνήσεις μου σκλαβωμένος και δεμένος με τον κόσμο μου, αλλά το μυαλό μου ελεύθερο να υπολογίζει την ζωή του σύμπαντος από τα διαβάσματα που πέρασαν από τα μάτια μου, από τα κάθε λογίς ντοκυμαντέρ, από τις διηγήσεις των ανθρώπων που βρέθηκαν κυνηγημένοι απ΄την μοίρα τους στα πέρατα του ορίζοντα, από την πείρα που απόκτησα με τις συναλλαγές μου με το φρούτο της δικαιοσύνης και τον κόσμο που περιφέρονταν γύρω από βλακείες που τις είχαν ονομάσει οι πονηροί δικαιοσύνη, δικαστής, δικηγόρος, απόφαση και όχι έτσι θέλω αυτών που καθόριζαν τις τύχες μας.  Αλλά λέω, δεν μπορεί, η ζωή παντού είναι  ίδια. Ο ίδιος αγώνας  χρειάζεται να μερέψεις και να περπατήσεις τα βουνά και λαγκάδια αυτού του μικρού φτωχού νησιού και να επιβιώσεις ανάμεσα στο πολυποίκιλο πλήθος της Νέας Υόρκης ή να περπατήσεις στις λεωφόρους και τα γεφύρια του Λονδίνου. Η ζωή είναι μια, ο αγώνας για την επιβίωση είναι ένας. Πρέπει πάση θυσία να υπάρχουμε και να διατηρηθούμε στον γλόμπο της γης. Αυτό παλεύουμε όλα τα παιδιά του λαγού.

Κι έτσι μπήκαμε και στο τρυπάκι της παντρειάς. Ο Νίκος παντρεύτηκε Καναδέζα και ζει στον Καναδά. Ο Γιάννης  άραξε στην Δανία με Δανέζα. Ο Μερατζίνης Παντρεύτηκε Εγγλέζα και βρίσκεται στην Αυστράλια. Η αφεντιά μου πήρα παπούτσι από τον τόπο μου.

Ο Νίκος και ο Γιάννης έρχονται  πάντα κάθε καλοκαίρι και ζουν τρεις-τέσσαρες μήνες. Ο Μερατζίνης έρχεται σπάνια. Φέτος ήταν η χρονιά του Μερατζίνη. Κάτι μισόλογα απ΄τον χειμώνα. Κάποια πειράγματα . κάποιες υποσχέσεις «το καλοκαίρι θα τα πούμε» και στο τέλος αναγγελία : έρχομαι τον Αύγουστο. Πέρασε κι ο Αύγουστος και πουθενά ο Μερατζίνης. Παίρνω πληκτρολόγιο και βάζω το πειραχτήρι που έχω μέσα μου να γράψει: «επιτέλους έλα να προλάβεις τα τζίτζιφα, να φας ρόϊδα και μελίκοκκα απ΄ του μπάρμπα Θοδωρή του Κατσ΄νά. Σε περιμένουμε μίστερ Μερατζίνη.(πάρε και τα καρτούτσα σου μαζύ και γάϊδαρο θα βρούμε)»

Κι ήρθε ο Μερατζίνης, συναντηθήκαμε στο καφενείο, είπαμε τις κουβέντες μας, τους πείραζα συνέχεια όπως πάντα και βγάλαμε φωτογραφία

Του λαγού τα παιδιά

και  έγραψα :

« στο καφενείο μαζύ με τα ξενιτεμένα εγγόνια μου. (συνομήλικοι, συμμαθητές και αγαπημένοι σα παιδάκια ακόμα και τώρα κοντά στα γεράματά μας). Η σειρά από αριστερά: Γιάννης Βουκελάτος (Κολωνάκης), Νίκος Ρεκατσίνας (Μυρμήγκης), Η αφεντιά μου Ηλίας Τσάκαλος (χωρίς παρατσούκλι αρκούσε το Τσάκαλος) και Στάθης Ορφανός (Μερατζίνης). Σκορπίσαμε σαν του λαγού τα παιδιά. Γιάννης Δανία, Νίκος Καναδά, η αφεντιά μου εδώ και Στάθης στην Αυστραλία. Τους πειράζω όπως πάντα. Πόση ευτυχία πλημμύρισε η ψυχή μας…….»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *