του ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΑΥΡΑΚΑ
ΛΙΓΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Βρε Θανάση τελευταία , σε βλέπω λίγο σκεπτικό
έχεις γίνει σα γριούλα ,συμβαίνει τίποτα κακό ;
Μήπως είσαι ερωτευμένος με καμιά αλλοδαπή ;
-Πάψε πια να με δουλεύεις ,δεν το επιτρέπω Περικλή!
-Στα εξήντα μου τα χρόνια πού έχω γκρίζα τα μαλλιά
δεν το θέλω στην Παγώνα να της κάνω μπαμπεσιά .
-Άλλο είναι το σεκλέτι ,που με τρώει Περικλή .
Πες το τζόγια μου σ’ εμένα ,ίσως εύρω το κλειδί .
-Στα εξήντα μου τα χρόνια μου έχει μπει μες ’το μυαλό,
να αποκτήσω λίγη εξουσία , το έχω άχτι από καιρό .
Πως θα αποκτήσεις εξουσία με τα μυαλά όπου φορείς,;
ψάξε ν’ άβρεις άλλο κόμμα ,αν θέλεις εξουσία να γευτείς.
-Τι είναι αυτά που μ’ αραδιάζεις ,με δουλεύεις Περικλή,
τώρα που είμαι εξηντάρης να γίνω σαν τον Ανδρουλή ;
-Αποστάτη θα με πούνε ,θα γίνω ρεζίλη Περικλή ,
τι θα πω εις τους συντρόφους που είμαστε τότε φυλακή;
Η εξουσία Θανασάκη είναι σαν κεφαλιακό κρασί ,
όταν είσαι μεθυσμένος ,δε σε νοιάζ’ ο κόσμος τι θα πει.
-Μ’ έχεις σίγουρα μπερδέψει ,μ’ αυτά τα λόγια Περικλή,
να σαλτίσω το χαντάκι και ότι ήθελ’ ας συμβεί ;
Δεν σε παροτρύνω Θανασάκη ,το εγχείρημα είναι σοβαρό,
απ’ τη μια η εξουσία , απ’ την άλλη στη μούρη το σκ—τό.
-Τι να κάνω τι να κάνω ,είναι στη μέση και το οικονομικό,
θα έχω και πιρούνι και μαχαίρι να το χώνω στο ψητό .
Άντε άντε Θανασάκη ένα –ένα μου τα λες ,
δεν θέλεις μόνο εξουσία ,θέλεις και γαστρικές απολαβές .
-Όταν είναι να ρισκάρω την υπόληψη μου Περικλή ,
να κάνω λίγο ντόλτσε βήτα ,να χαρώ λιγάκι τη ζωή !
Στις παρελάσεις να πηγαίνω μπροστά η μουσική πίσω εγώ
Σαν γύφτικο σκεπάρνι να ποζάρω αν με κοιτάνε να κοιτώ
Οι χαρές ετούτες Θανασάκη έχουν πίκρες αρκετές
απ’ τους φίλους οι παρόλες θα σε κάνουνε να κλαις .
Δεν κοιτάς το Δεμονάκη ,δεν κοιτάς τον Μπηστική ,
που έχουν γίνει γυρολόγοι στην πολιτική .
Και αυτό ’νε το λεβέντη ,που έχει λουμπάγκο στο λαιμό ,
που γυρνάει στα κανάλια και έχει στα χείλη θυμιατό .
-Μη το λες μη το λες έχουν τον τρόπο τους αυτοί ,
βρίσκουν τρύπες και τρυπώνουν σε ότι δη’ ποτέ βρεθεί .
-Όπως σε βλέπω και με βλέπεις ,με έχεις πείσει Περικλή ,
γι’ αυτό θ’ άρχομαι στα κυπαρίσσια να σου ανάβω το κερί
Τώρα θέλεις να σε βρίσω ,αυτό είναι το ευχαριστώ ;
-Το είπα αστεία Περικλή μου, δεν το ξέρεις σ’ αγαπώ .
-Τόσα χρόνια σαν αδέρφια ,δε μ’ έχεις μάθει Περικλή ;
το έρμο αυτό το καλαμπούρι μου ομορφαίνει τη ζωή .
Είσαι Θανάση μαλαγάνα ,είσαι βιβλίο σφαλιστό ,
βγαίνεις μπονόρα στο παζάρι ,για να βρεις κάνα κουτό .
Βρήκες σήμερα εμένα να μου πετάξεις τη λαδιά ,
γιατί κάποτε ο ξάδερφος μου έκανε τη μπαμπεσιά .
-Δεν το σκέφτηκα ποτέ μου ,στα παιδιά μου Περικλή,
πάμε να πιούμε δυο ουζάκια να πάει κάτω η χολή .
-Και αύριο μέρα ξημερώνει ,κάποιον άλωνε θα βρω
να του κάνω μία φάρσα , είναι το χόμπι μου αυτό .
-Μέσα σε τούτη τη θολούρα ,της ζωής τον οχετό,
ψάχνω σαν τον Διογένη λιγουλάκι να χαρώ .
Έχεις δίκιο βρε Θανάση ,σε θαυμάζω ειλικρινά ,
με το χάρισμα που έχεις να δίνεις σε όλους μας χαρά .
Και αν σε βρίζω πότε πότε γιατί με φέρνεις ως εδώ ,
την άλλη μέρα σε αποζητάω και γυρεύω να σε βρω .
Είσαι αλήθεια περιβόλι με λουλούδια αγκαλιές ,
βγάζουν άρωμα τα αστεία με τον τρόπο που τα λες .
Λευκάδα 2005