Τέταρτη επιστολή (του Ηλία Τσάκαλου)

Τέταρτη επιστολή (του Ηλία Τσάκαλου)

του ΗΛΙΑ ΤΣΑΚΑΛΟΥ

 

Αγαπημένε μου ανιψούλη  ζιζάνιο –καπετάν φασαρία

 

Αναγκάζομαι να απευθύνω σε σένα αυτή την προσωπική επιστολή και μάλιστα ότι έχω να σου πω θα το πω μέσα από ένα παραμύθι που μου είπε η πάππους μου η Μ΄χάλης που είχε θερίες μ΄στάκες κι ήταν καροτσέρης, πουτανιάρης, και γκεζεριστής  και είχε διαβεί το ποτάμι της Άρτας σφυρίζοντας  «του Κίτσου η μάνα κάθουνταν», όταν από το ποτάμι προς την Άρτα ήταν Ελληνικό και από το ποτάμι κι εδώθε ήταν Τούρκικο, μάλιστα, μου είχε πει, πως το παραμύθι αυτό το έλεγε ο πατέρας του η πάππος Γωγούλας Τσάκαλος  που ήταν κι αυτός καροτσέρης και κοσμογυρισμένος. (να με συμπαθάς ανιψούλη μου όμως που θα στο διηγηθώ στη Λευκαδίτικη ιδιωματική διάλεκτο γιατί είχα την τύχη  να γεννηθώ από μάνα χωριάτισσα Λευκαδίτισσα και να ζήσω στην Λευκάδα και επομένως γνωρίζω μόνο την διάλεκτο που έχουμε εμείς οι Φράγκοι)

Άνοιξε τα αυτιά σου κι άκου ανιψούλη μου.

 

«Κάποτα στα μέρη μας ζούσανε μπέηδες Τούρκοι. Οι έλληνοι τότε ήτανε ραγιάδες, όπως είναι καλή ώρα και σήμερα. Οι μπέηδες ανάλογα με το μυαλό που κουβάλαγαν στο τσερβέλο τους και τη φάρα που προσκηνάγανε (δεν υπάρχανε  τότενες κόμματα και τέτοια μαραφέτια) φοράγανε γελέκα και σαρίκια και είχανε στα  τσαρούχια τους φούντες με ένα σωρό χρώματα. Φέρει ειπείν οι άνθρωποι του Πασιά που ήταν γνωστός σαν τσογλάν πασιάς Αρπάχτρας φοράγανε γαλάζα, οι άνθρωποι του άλλου Πασιά που ήταν γνωστός σαν τσογλάν πασιάς Ρουφήχτρας φοράγανε πράσινα, οι άνθρωποι του άλλου Πασιά που ήταν γνωστός σαν τσογλάν πασιάς Παπάρας ρόζ-δαμασκηνιά  και οι άνθρωποι του πιο κατήβου που ήταν γνωστός σαν τζογλάν Μπουνταλά πασιάς  κόκκινα της φωτιάς. Ανάλογα ήτανε ντυμένες και οι κυράδες τους για να βρίσκει άκρη ο κόσμος.

Κάποτα φανίστηκε στο τόπο τους ένας ντελάλης που φόραγε όλα τα σκουτιά και τα σουρτούκα απάνω του, έλεγε πως δεν προσκηνάει κανένα πασιά και έβγαινε στις ρούγες και διαλαλούσε τις μπομπές του κάθε μιανού πασιά. Κι έλεγε. Κι έλεγε. Κι έλεγε. Κι ανέβαινε σα τον μουεζίνη απάν΄ ψηλά στον μιναρέ και βάραε τις καμπάνες κι άρχιζε και μαρτύραγε αυτά που έβλεπαν τα μάτια του κι άκουγαν τ΄ αυτιά του. «Ακούσατε-ακούσατε» αρχίναγε και συνέχισε αποκοντά και τα ξέρναγε όλα για να τα μάθει ο λαός που κοιμόντανε τον ύπνο του δικαίου, μπας και ξυπνήσει και τους ξεβρακώσει όλους. Κι έτσι όποιος πασιάς έπιανε την κουτάλα, εύρισκε τον μπελιά του. Άφηνε την κουτάλα; Έπιανε τον άλλο που την κράταγε. Κι έτσι τους πήρε με την  αράδα όλους.

Ανάμεσα στους μπέηδες όμως ήταν και κάποιοι ζαβοί που σκέφτηκαν και είπαν:

Το δικαστήριο είναι δικό μας. Οι νόμοι οι είναι φκιασμένοι στα μέτρα μας. Δικαιόρους στρεψόδικους και κατεργάρηδες έχουμε. Μαρτύρους θα βρούμε κι αν δεν βρούμε θα πάμε οι ίδιοι ο ένας μάρτυρας του αλλουνού. Θα του βουλώσουμε το στόμα του κερατά του μπετζεβέγκη μια για πάντα.

Αυτό και κάμανε που λέτε.

Πήγανε στον κατή του δόκανε γράμμα και γραφή με τα παράπονά τους κι εκειός τους ζήτησε να βρούνε μαρτύρους να τα μαρτυρήσουνε για να μπορέσει να στείλει στα μουντρούμια τον μπετζεβέγκη το ντελάλη και να τον βάλει να πλερώσει παράδες για την τιμή που ξετιμιέται με παράδες .

Κι εκάτσανε και αντιγράψανε ο ένας τ΄αλλουνού, που λέτε, τα γράμματα και μολογήσανε πως αυτοί σαν άνθρωποι της Κενωνίας και της Εξουσίας βεβαιώνουνε πως ο ντελάλης λέει ένα σωρό ψευτιές και τους κατηγοράει , τίμιους και καθαρούς ανθρώπους και περβατάει στις ρούγες και διαλαλάει τα ψέματά του και χαλάει την αράδα της κοινωνίας και γι αυτό πρέπει να πάει στα μουντρούμια κατευθείαν.

Ο κατής  πήρε τις ανάκρισες τις διάβασε κάλεσε το ντελάλη να εμφανισθεί ενώπιόν του να  απολογηθεί. Ο ντελάλης κατάλαβε πως ο κατής κατ΄ απ΄ την αυστηρή τήρηση των νόμων και τα χαμογελάκια του έκρυβε την αυστηρή τιμωρία του, έτσι δεν έδωκε εξηγήσεις παρά είπε πως αυτά τα είδε με τα μάτια του κι ότι βλέπεις με τα μάτια σου δεν είναι αμάρτημα να το πεις.

Ο κατής όμως αφού αμόλησε μια πορδή ( είχε φάει φασόλια ο μαγκούφης) που τράνταξε τον κόσμο  διάταξε να τον στείλουν στα μουντρούμια και να πλερώσει τόσα για την τιμή.

Κι έτσι που λέτε  νόμισαν πως ξεντρεγάρησαν απ΄το ζιζάνιο.

Όμως όπως σε όλα τα παραμύθια πάντα υπάρχει ένας βασιλιάς και μια βασιλοπούλα που ανασταίνονται ή  γίνονται καλά για να τελειώσει το παραμύθι και τα παιδάκια να μην κλαίνε, έτσι και σε τούτο κάθε αυτού κι αυτού παρουσιάζονται ζιζάνια που δεν κάθονται καλά και μπέηδες διαφόρων χρωμάτων που νομίζουν πως κρατάνε το Θέο απ΄τα ποδάρια και κάνουν του κεφαλιού τους, χωρίς να λογαριάζουν πως υπάρχει και Σουλτάνος που δεν καταλαβαίνει απ΄αυτά που λένε  τα μπεόπουλα!

Έτσι για να είσαστε όλοι καλά και εμείς καλύτερα το παραμύθι θα τελειώσει στις επόμενες εκλογές που θα βγούνε νέοι μπέηδες και το ζιζάνιο, αν δεν τον βουλώσει ,πάλε θα έχουμε τα ίδια για να μπορούμε να λέμε το παραμύθι από ξαρχής. Πρόσεξε όμως ανιψούλη το δίκιο πάντα το έχει ο χαζούλης ο λαός που κοιμάται κι όταν ξυπνήσει γελάει τελευταίος ……..

 

Εδώ τελειώνει το παραμύθι ανιψούλη κι αρχίζει η πραγματικότητα και κανόνισε τη θέση σου.

Χρόνια πολλά ανιψούλη τέτοιες μέρες που είναι.

Σου εύχομαι απ΄τα Χριστούγεννα Καλή  Ανάσταση…

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *