Ο δικαστής κύριος Πέρκας και η κότα

Ο δικαστής κύριος Πέρκας και η κότα

                      του Ηλία Τσάκαλου

Απ΄ την αλάθητο έδρα του Δικαστηρίου ίσαμε που περίσσευε ένα ημιφαλακρό γυαλιστερό, υπό το φως των λαμπτήρων της οροφής, κεφάλι μ΄ ένα μούτρο προς το σχήμα και χρώμα καλαγλισμένου χαλκωματένιου ταψιού και δυό μάτια, πίσω απ΄ τα χρυσίζοντα μυωπικά γυαλιά, κομμένα απ΄ τα ξενύχτια, μουρλά απ΄ την στείρα εφαρμογή του δικανικού συλλογισμού, με πολύ άσπρο γύρω από κατάμαυρες κόρες.

Ήταν ο μεσιέ Πέρκας, ο δικαστής με την μισθολογική προαγωγή στον βαθμό προέδρου πρωτοδικών που δίκαζε απλές υποθέσεις του κατηγορητηρίου, όπως εξυβρισούλες, τάχα μου-τάχα μου απειλές, αυτοδικιούλες, μεταθέσεις ορίων, τροχαία παραπτώματα, μηχανάκια, καθυστέρηση εργατικών αποδοχών κ.λπ. Υποθέσεις και αδικήματα της πλάκας μιας κοινωνίας που ζούσε αμέριμνα  σε ένα σχεδόν τεμπέλικο παρόν, μακριά απ΄ την τύρβη των μεγαλουπόλεων και των μπερδεμένων εγκλημάτων τους.

Ο Χριστός φορώντας το ακάνθινο στεφάνι, περίλυπος, εντός της κορνίζας της εικόνος Του κοιτούσε περίνους τον μύωπα και ψιθύριζε κάτι ακατανόητα λόγια στο ανθρωπάκι που περιεβλήθη την τήβεννο του δικαστή που, όπως εφαίνετο, δεν άκουγε λέξη εκτελών μετά προσηλώσεως την προς το Σύνταγμα πίστη του γιατί ποτέ δεν έστρεφε το πρόσωπό του προς τον όπισθεν αυτού τοίχον για να μην επηρεασθεί και εκδώσει απόφαση διάφορο των πεποιθήσεων του περί του καθήκοντος έναντι του Νόμου, του Θεού και των Ανθρώπων.

Ο μεσιέ ήταν, όπως καταλάβατε, ένας σοβαρότατος δικαστής που είχε εξαχθεί από την πατέντα της σχολής των δικαστών με βαθμό λίαν καλώς και είχε εισαχθεί εις την στοάν των τεκτόνων ως φέρελπις νέος έχων λαμπράν σταδιοδρομίαν ήτις εξικνείτο  έως και του βαθμού τουλάχιστον του αρεοπαγίτου. Ήταν πα να πει από κείνους που είχαν την μουρλή έμμονη σκέψη ότι διορθώνουν μια γερασμένη, φοβισμένη και βαριεστημένη κοινωνία ρίχνοντας φυλακές σαν στραγάλια σε ένα κοσμάκη που η μεγαλύτερη αμαρτία του ήταν να καπνίζει κανένα τσιγάρο χασίς στα μουλωχτά, να καβαλάει μηχανάκια χωρίς δίπλωμα, ασφάλεια και άδεια, να ερωτεύεται κάτι εισαγόμενες πουτανίτσες στα μπαρ και να πλακώνεται εν πλήρει μέθη με τους μπάτσους.

Τα ομματογυάλια που κοσμούσαν την φάτσα του ήσαν εξαιρετικής ποιότητος από γερμανικόν κρύσταλλον και συγκρατούνταν στα αυτιά με συρμάτινο σκελετό επιχρυσωμένον, ως έχω υπαινιχθεί.

Διεπίστωσε ο εν λόγω ευθύς εξ αρχής, εξ άλλου δεν ήταν απληροφόρητος, ότι αυτή η αισχρά πόλη που επρόκειτο να ζήσει ως ιθύνων νους για τουλάχιστον τρία χρόνια  κατοικείτο από πλήθος που δεν τόχε τίποτε να σε κεράσει ένα τσίπουρο και να σε φέρει σε δύσκολη θέση λέγοντας ότι «μωρέ με δίκασε εκείνος που τον κέρασα ένα τσίπουρο που να του γίνει κόμπος στο λαιμό» ή «αυτός ο πούστης από πού τα ξέρει όλα αυτά; Σίγουρα είναι πιασμένος από την σπιτονοικοκυρά του την πουτάνα, την ξεκωλιάρα, την αρχικουτσομπόλα» ή «ο μαλάκας χαλβαδιάζει τα κοριτσάκια, αν έπαιρνα εκείνο το πουτανάκι δικηγόρο που κουνάει τον κώλο του, θα είχα κερδίσει μισό μέτρο πέρα-πέρα στο σύνορο».

Έτσι, και μια και η Ελλάς είναι μια χώρα που οι πολιτείες και τα χωριά της απέχουν το πολύ τρεις τέσσαρες ώρες με το αυτοκίνητο το ένα από το άλλο απεφάσισε να διαμένει σε τόπο που τον γνώριζαν αλλά δεν γνώριζαν πώς ήταν ο δικαστής μεσιέ Πέρκας.

Αυτό το υποκείμενο ανθρώπου που άλλοτε πλησίαζε το άκρον της γελοιότητος του σοβαροφανούς και άλλοτε το παρόν του οικείου δράματος του γελοίου τον είχες, Θεέ μου, μπροστά σου στην αίθουσα του επαρχιακού δικαστηρίου και θα τον έχεις πιθανόν δεξιά σου στην μέλλουσα κρίση ως εισηγητή – βοηθόν γιατί μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων καθεκάστην επίσημον εορτήν. Θεέ μου. Έ Θεέ μου, δεν μου λες γιατί να κάνεις κι εσύ τον δικαστή στην μέλλουσα κρίση και δεν εύρισκες καμιά άλλη δουλειά να κάμεις πιο καθαρή και λιγότερο βιτσιόζα απ΄το να χωρίζεις το δίκιο απ΄το άδικο λες και χωρίζεις την φακή απ΄τα λιθαράκια του αλωνιού.

Άκου, ο Νόμος προβλέπει … . Τι προβλέπει, μεσιέ Πέρκα; Για ποιον προβλέπει παρακαλώ; Για πόσο προβλέπει; … . Τα ανθρωπάκια που είχαν δικαίωμα να τον παραβούν αλλά δεν είχαν δικαίωμα να δικαιολογηθούν όταν εμφανίζονταν ενώπιον του αντιπροσώπου σου μεσιέ Πέρκα, ήταν τόσο λίγα για να καταλάβουν την αξία του.

Του μεσιέ ο απίθανος δικηγοράκος κρυφίως σημείωνε στην μνήμη του τα συμβάντα και ομίλει μετά θρασύτητος ενώπιον των μαρτύρων κατηγορίας προσπαθώντας να ανατρέψει το «κατηγορώ» της εννόμου τάξεως και, το απρεπέστερον όλων,  απευθύνονταν στους μάρτυρας και στον  μεσιέ Πέρκα στον ενικό.

Η επισημότης του δικαστού επιβάλλει την καθωσπρέπει συμπεριφορά στην οποία περιλαμβάνονταν και η χρήση του πληθυντικού αριθμού. «Δεν υπάρχει “λέγε μάρτυρα”» αλλά επιβάλλεται το «Kύριε μάρτυρα, δύνασθε … », δηλαδή ο μάρτυρας εν μέσω πληθυντικού και ευγενείας μπορούσε άνετα να αναφέρεται σε χίλιες δυό κουταμάρες και να λέει χίλια δυό ψέματα χωρίς να προσβάλει το ήθος του μεσιέ Πέρκα και της Δικαιοσύνης στο σύνολό της.

Ως είναι αντιληπτόν, ο απίθανος δικηγοράκος σημείωνε, σημείωνε, σημείωνε και έλεγε ότι θα έρθει η ώρα και η στιγμή να αναστήσει εκ του τάφου της μνήμης του τον μεσιέ Πέρκα, άτομον γένους αρσενικού μεγαλωμένο δια του λιπάσματος των νόμων, έχοντος πρώτο συνθετικό την υπεροψία και την ύβρη έναντι των διπόδων συνανθρώπων του, να του δώσει σάρκα και οστά και να τον καταστήσει ήρωα, πρωταγωνιστή και μάγκα σε κάποιο μελλοντικό διήγημα του (θα λάβει πά να πει την ακριβεστάτη θέση του στην μνήμη των επιγόνων), πράμα που το κάνει τώρα άνευ ουδεμιάς κακότητος ή μνησικακίας που δεν αρμόζει σε καλλιτέχνη, ακόμη κι αν χρημάτισε δικηγόρος της νομικής σε ένα ρημαγμένο επαρχιακό πρωτοδικείο με πελάτες ένα σωρό βιτσιόζους που ζητούσαν δικαιοσύνη από  ανθρωπάκια που ενίοτε κινούνταν πέριξ ενός μηνιαίου μισθού.

 

 

Ήταν μια μέρα που οι σπουργίτες φορώντας στολή εργασίας ξύπνησαν νωρίς  πάνω στους ευκαλύπτους της παρακειμένης πλατείας, καθάρισαν τις φτερούγες τους από τις νυχτερινές αμαρτίες τους και άρχισαν με τα τσίου-τσίου να ειρωνεύονται τους δικηγόρους που έπιναν τον καφέ τους εν επισήμω περιβολή μετά γραβάτας, πίλου και υποδήματος με ποντίνα στο μπαρακοειδές καφενείο της πλατείας.

Όταν ενεφανίσθη ο μεσιέ Πέρκας κρατώντας ανά χείρας δερμάτινη τσάντα παραφουσκωμένη και περιέχουσα τις δικογραφίες των κακούργων του Μονομελούς της ημέρας, οι δικηγόροι της νομικής άπαξ άπαντες σηκώθηκαν από την θέση τους και υπεκλίθησαν στον μεγαλόπρεπο δικαστή ο οποίος αντιχαιρέτισε δια νεύματος  παραγγέλνοντας ταυτόχρονα και ένα τέϊον μετά παξιμαδίου στην μαυροφόρα κοντούλα γυναικούλα που στέκονταν πίσω από τον άθλιο μπεζαχτά. Ακολούθως εχάθη στην ανοιχτή πόρτα του δικαστηρίου.

Ο κλητήρ, ένα ανθρωπάκι λιπόσαρκο με ρουφηγμένα μάγουλα, αφού καρφίτσωσε το έκθεμα της συνεδριάσεως στον πίνακα των ανακοινώσεων, ήχησε χαρμοσύνως  το κουδούνι προειδοποιών άπαντες τους παράγοντες ότι του άρεσε να βλέπει τους δικαστές να ρίχνουν φυλακές με το τσουβάλι και να οδηγεί τους κακούργους τεντωμένος κάργα  να καταβάλουν τα νενομισμένα για την εξαγορά των ποινών τους.

Η μέρα ήταν χαρούμενη είπαμε και ο ουρανός γελούσε, τα πουλιά πετούσαν από κλαρί σε κλαρί, τα τζάμια του δικαστηρίου πεντακάθαρα, η καθαρίστρια τρισευτυχισμένη μια και την προηγούμενη είχε λάβει επί τέλους μετά δίμηνο τον μισθό της και  έτυχε των ευαρεσκειών του κυρίου προέδρου, οι πειναλέοι επαρχιώται δικηγόροι ευτυχείς που θα ελάμβαναν τα παραστατικά εκ πεντήκοντα δραχμών καθ΄ υπόθεσιν, οι πελάτες και μόνον δεν ήταν ευτυχείς γιατί η μέρα εκείνη ήταν μαύρη, κατάμαυρη ως και τα αγάλματα των ηρώων του έθνους της παρακειμένης πλατείας  είχαν μουντώσει τα μάρμαρά τους εκ της πολυκαιρίας.

-Κύριε δικηγόρε έχω κακό προαίστημα, είπε ο πελάτης του δικηγοράκου. Σα και μου φάνηκε ο δικαστής λίγο … .

Ο δικηγοράκος ταράχτηκε. Ο δικαστής λίγο έτσι; Το μουστάκι του κόντεψε να αλλάξει χρώμα και τα μάτια του θόλωσαν. «Έχει πλάκα να είναι λίγο τέτοιος» σκέφτηκε, αλλά το απέρριψε ασκαρδαμυκτί  έχοντας εμπιστοσύνη στους ρουφιάνους του έθνους που τα προλαβαίνουν όλα αυτά στον Άρειο Πάγο με εμπεριστατωμένη αναφορά  και ακολουθεί απόλυσις  του οπισθογεμούς δικαστού για να μην μολυνθεί η Δικαιοσύνη και από το αμάρτημα της ομοφυλοφιλίας.

-Τι θέλεις να πεις;

-Σαν άρρωστος μου φαίνεται ο τύπος. Θα πλακωθούμε.

Ο πελάτης ήταν ένας τύπος κοντός, δυνατός, σβέλτος, κοντά στα σαράντα πέντε χρόνια, με λυκίσια μάτια βαθειά μπηγμένα σε δυό κόγχες  που στηρίζονταν σε ένα κούτελο οστεώδες, κοντό, σκεπασμένο με μαύρα σγουρά μαλλιά ανάκατα, με μύτη πλακουτσή κι απαίσια, με το πάνω χείλος πλούσιο και το κάτω λειψό που  χρημάτιζαν ένα στόμα σαν εκείνο του μούρμουρα, με πηγούνι κοντό, με απαίσια γενειάδα που φύτρωνε τυχαία στο πρόσωπό του. Δεν χαμογελούσε ποτέ, λες και το χαμόγελο χάθηκε δια παντός στην ζωή του. Μιλούσε με σφιχτά τα δόντια και δύσκολα ξεχώριζες τα φωνήεντα, τα σύμφωνα βαριά, σκληρά, απαίσια. Το λεξιλόγιο ντυμένο με τα απαραίτητα και μόνο λέξεις. Λίγες και περιεκτικές, λες και ήταν τηλεγραφήματα τα μηνύματά του στον έξω κόσμο. Τσοπάνος κάποτε. Τσοπάνος που πέρασε κάτι χρόνια στην φυλακή για φόνο του αδερφού του πατέρα του. Μια μαχαιριά στην κοιλιά του πανύψηλου υβριστή Γολιάθ, μια μαχαιριά σίγουρη και κατάλληλη να του χυθούν τα άντερα και να μην μαζεύονται με τίποτε. Κοντός και σβέλτος είπαμε με χέρι μαχαιροβγάλτη κοντό, μεγάλη παλάμη, κοντά δάχτυλα σαρκώδη κι απίθανα σβέλτο. Να γιατί  ανέλαβε αυτός τη δουλειά με τον αδερφό του πατέρα του που δεν του έφτανε που έκλεβε τα ζώα τους, που έπαιρνε τα σύνορα,  τελευταία τους είχε αγκαστρώσει και την αδερφή τους ο αιμομίχτης.  Μια μαχαιριά με κάμα άκοπη, γερή, πορσάνικη, και κάτω. Κι αυτός στην φυλακή απ΄ όπου βγήκε ελαττωματικός στο ένα μάτι που κάπου – κάπου έπεφτε από μόνο του και περιόριζε την όρασή του στο μισό.

Λοιπόν αυτός δεν γούσταρε τον μεσιέ  Πέρκα, το δικαστή οπού ΄χε μέλλον είπαμε, μια κι ήταν διοπτροφόρος, έριχνε καμπάνες και ήταν σπουδαίος στην τάξη των ευγενών τεκτόνων της μεγάλης επαρχιακής πόλης της περιοχής ένθα η έδρα του Εφετείου.

 

-Δικηγόρε, να σου πω. Θέλω να σου πω. Δεν θέλω να μας ακούσει κανένας. Πάμε ως την άλλη γωνία, είπε στον κοντοστούπη  δικηγοράκο.

Ξέχασα να σας πω ότι ο δικηγοράκος ήταν ένας κεφαλάς, κοντοστούπης, χοντρούλης, με μουστάκι ποντικοουρά και βραχνή φωνή ανθρωπάκος. Έμοιαζε με βλάκα αλλά, όπως συμβαίνει πάντα με τους βλάκες, ήταν παμπόνηρος. Λόγω της απαίσιας και γαυγιστής φωνής του απέφευγε τα ποινικά, αλλά ετούτο τον πελάτη που τον κονόμησε με κάτι ασφαλιστικά μέτρα στα οποία ήταν πραγματικά άσσος και είχε διασυνδέσεις με εκείνη την γεροντοκόρη ειρηνοδίκη που λέγονταν ότι την πλάκωνε κανονικά (την πασάριζε βέβαια και  ως μέλλουσα σύζυγό του στο περίγυρο του).

Έτσι μια και τα ταιριάξανε δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί ο χωριάτης  με την παλάμη μαχαιροβγάλτη. «Εσένα θέλω δικηγόρο, ό,τι και να μου συμβεί»,  του είπε και το κράτησε. Και σήμερα που τον είχαν κατηγορούμενο γιατί φύγανε οι κότες του και μπήκαν στην αυλή του γείτονα και φάγανε έναν ντρουβά βρώμη που έκανε πενήντα δραχμές και από κοντά πλάκωσε την γυναίκα του γείτονα στις κατακεφαλιές και την έκανε άγιατρη και ο χωριάτης απάντησε με δική του μήνυση γιατί η γυναίκα του γείτονα πέταξε το παπούτσι της και έλαβε μια κότα στο κεφάλι, πάει η κότα και την μάδησε και την έκανε και σούπα αυγολέμονο αποπάνω (γι’ αυτό την έκανε μαύρη στο ξύλο), ήθελε δικηγόρο υπεράσπισης γι΄αυτά που κατηγορούνταν αλλά και  πολιτικής αγωγής  για την κότα τον δικό μας.

 

-Έλα πάμε, είπε ο χοντρούλης μυστακοφόρος δικηγοράκος  και έπιασαν τον δρόμο κατά τις Φυλακές.

Ξεκίνησαν. Σε όλο τον δρόμο μέχρι να φτάσουν απέναντι από το ανατολικό φυλάκιο της φρουράς της φυλακής, απόσταση καμιά διακοσαριά βήματα από το δικαστήριο, είπε δέκα φορές το ανθρωπάκι που είχε διαπράξει ήδη έναν φόνο «τόκαμα αυτό που με κατηγοράει ο Εισαγγελέας, αλλά πρέπει να βγω αθώος. Δεν ξέρω τι θα κάμεις. Με φούρκισε που είδα σκοτωμένη την κότα μου και να μου σπάνε τα ρουθούνια οι μυρουδιές της στην παδέλα της  φόνισσας. Μου φάνηκε σα να με είχε βράσει εμένα, το φιλότιμό μου, τα πάντα μου. Είπα να την καθαρίσω εδεκεί, αλλά το μετάνιωσα γιατί ήταν γυναίκα κι έτσι την πλάκωσα στις κατακεφαλιές να μάθει. Αν κουτήσουν να με ξαναπειράξουν θα τους ξαπλώσω. Εγώ δεν κάνω τον ψόφιο κοριό κι ούτε καταλαβαίνω από δικαστήρια. Κατάλαβες;»

-Κατάλαβα, του απάντησε. Πώς δεν κατάλαβα. Σε συμφέρει όμως να βγεις αθώος;

-Τι λες ορέ; του απάντησε, θα τους βάλλουμε το κατηγορητήριο στον κώλο μη με κάνουν και κάνω τα ίδια κι έχω παιδιά.

Το κοίταξε καλά καλά και του είπε να πάνε μια βόλτα ακόμα.

-Πάμε και λέγε δικηγόρε.

-Άκου να δεις, θα κάτσουμε να τη φάμε, του είπε ήρεμα.

Σηκώθηκε στα τέσσαρα.

-Τι λες ωρέ;

Ψύχραιμα αυτός.

-Αυτό που σου λέω. Θα κάτσουμε να τη φάμε. Αυτό είναι το συμφέρον μας.

Τον κοίταξε σαν  παραπονιάρικος σκύλος.

-Το ξέρεις πως σκότωσα άνθρωπο για μια τσίπα στα μούτρα μου, είπε απότομα και θυμωμένα.

-Το ξέρω. Και μ΄ αυτό; Άκου με, είπε ο χοντρούλης με απόλυτη ηρεμία

Άρχισε να του αναλύει ότι οι κοινωνίες είναι περίεργες κι ότι σαν σκοτώσεις σε θέλουν δολοφόνο κι έρχεται όποιος βαρέθηκε την ζωή του και σε σταυρώνει να τον σκοτώσεις μέχρι να βρεθεί κάποτε κάποιος να φάει κι εσένα. «Αν δεν το κατάλαβες, να σου το πω με παραδείγματα. Θα κάτσεις ήσυχα. Κατάλαβες; Θα τους ικανοποιήσουμε όλους πως σε τιμωρήσανε και θα ηρεμήσουν» επέμενε.

Τον κοίταξε καχύποπτα.

-Λες; είπε κι έχω και παιδιά συμπλήρωσε. Τι τα ήθελα αυτά τα παιδιά. Καλά ορέ δικηγόρε κανόνισέ τα εσύ αυτά.

Μπήκαν στην αίθουσα. Ο Ζαβός κάθισε στο ακροατήριο και ο δικηγόρος στα έδρανα που ήταν κατά τα παράθυρα της πλατείας των Ζαμπελίων.

Ο Πέρκας πάνω στην έδρα μοίραζε φυλακή. Δεκαπεντάρες, τριαντάρες για ψύλλου πήδημα. Δεν ίδρωνε τ΄ αυτί του με τα κουρέλια που ήταν ντυμένος ένας κόσμος μόλις που βγήκε από μια κατοχή κι έναν εμφύλιο και ζούσε σε μια φτώχεια διαρκή.

Ο Ζαβός καθόντανε και δεν καθόντανε στα σκαμνιά των ακροατών. Άλλαζε συνέχεια τα σταυρωμένα πόδια του που ίσια ακουμπούσαν στο φθαρμένο πάτωμα της αίθουσας. Κάθε τόσο δάγκαγε τ΄ αχείλι του και έπεφτε το βλέφαρο και σκέπαζε το δεξί του μάτι. Κοίταζε με μια αναίδεια τον Πέρκα  σαν έλεγε «επιεικώς τριάντα μέρες φυλάκισης. Επί της μετατροπής, κύριε εισαγγελεύ …».  Αισθανόνταν μια αηδία κι ένα κόμπο μες το στέρνο του. Αυτός αυτού θα τον δίκαζε; Δεν τον γουστάριζε. Σε μια στιγμή έκανε τον σταυρό του και ψιθύρισε «Θεέ μου σχώρα με». Ε και να τον είχε στα χέρια του με μισή ώρα θα τον έκανε σουβλιστό. Σε μια στιγμή ακούστηκε  από τα χείλια του Πέρκα «Σιωπή. Παρακαλώ σιωπή στο ακροατήριον. Θα σας αποβάλλω». «Εμένα λέει; Μπα. Κοιτάει αλλού». Τέλος πάντων ήρθε η ώρα του .

-Άλφα Ζαβός.

-Παρών. Ο Ζαβός.

-Κάθισε, κατηγορούμενε, ακούστηκε στην αίθουσα από τον μεσιέ που έτρωγε το ρο και έβγαινε ένα περίεργο δικό του σύμφωνο.

Κάθεται στο σκαμνί και κοιτάζει κατά τον γραμματέα ο Ζαβός. Ο γραμματέας του φάνηκε λίγο γελοίος με την γραβάτα του και το σκούρο κοστούμι, αυτός ο λούμπεν απ΄ την πολιτεία, γείτονας της αδερφής του που είπαμε παραπάνω για τον φόνο, η οποία πήρε λιγάτο μια χαμοκέλα και είχε παντρευτεί έναν καροτσέρη που έμενε στην συνοικία των Μαύρων. Χαμογελά. Ο δικηγοράκος ήδη έδωσε τα παραστατικά του και ο Πρόεδρος μεσιέ Πέρκας λέει:

-Κατηγορούμενε, τι έχεις να πεις;

-Τίποτε, κύριε πρόεδρε, δεν έχω.

Σταματάει, παίρνει βαθειά ανάσα και συμπληρώνει

-Για να πει έχω πληρωμένο τον δικηγόρο. Λέγε, δικηγόρε, τι λέω.

-Κύριε πρόεδρε, δεν έχω να πω τίποτε, είπε ο πληρωμένος δικηγόρος.

-Εγώ σε πλήρωσα να πεις, γιατί δεν λες; Πες του να με δικάσει όπως συμφωνήσαμε, είπε ο Ζαβός και κάθισε στο εδώλιο.

Ο μεσιέ Πέρκας υπομειδιά. Το ακροατήριο καγχάζει. Ο Χριστός σοβαρός γέρνει το κεφάλι του. Ο κλητήρας χάνει το χρώμα του. Η κουδούνα βαράει.

-Σιωπή. Σιωπή. Θα σας βγάλω όλους έξω, είπε με επίσημη φωνή ο πρόεδρος και συμπλήρωσε απευθυνόμενος στον Ζαβό.

-Κύριε κατηγορούμενε, ξέρεις γιατί κατηγορείσαι;

-Λες να μην ξέρω; Έμπηξα κάτι κατακεφαλιές της γειτόνισσας για να μην την σκοτώσω.  Δικηγόρε, εξήγησε στον άνθρωπο τι είπαμε. Πες του πως ήρθαμε να μας ρίξει όση φυλακή θέλει να ησυχάσουμε και εμείς και η κοινωνία.

Πάγωσαν όλοι. Η μηνύτρια. Ο πονηρούλης, το γίδι, ο αμόρφωτος, ο αδιάβαστος, το βλαχαδερό με τα μπερδεμένα Ελληνικά με βλαχοειδή προφορά δικηγόρος της μηνύτριας που νόμιζε πως η δικαιοσύνη είναι φρούτο ξεκομμένο απ΄ την κοινωνία και τον χρόνο και υπάρχει για να βγάζει το αμαρτωλό ψωμί του. Ο Μεσιέ άρχισε να χτυπάει το κουδούνι μετά μανίας και να φωνάζει  «κατηγορούμενε,  να σέβεσαι το δικαστήριο. Θα με αναγκάσεις να σε τιμωρήσω».

-Κάμε ό,τι θέλεις, κυρ πρόεδρα, έκαμα τόσα χρόνια φυλακή σα κάμω και τριάντα μέρες …, είπε και κάθισε κάτω.

Βλέποντας ότι η φαιδρότητα  δεν αντιμετωπίζεται από το δικονομικό δίκαιο των Ελλήνων, ο Μεσιέ καλεί την γειτόνισσα να πει. Αυτή λέει τρεις κουβέντες και κάθεται κάτω.

-Δεν τον άκουσε το δικαστήριο τον κακούργο, με πλάκωσε στις κατακεφαλιές και με συκοφαντάει και  λέει πως του έφαγα την κότα.

-Έχεις μάρτυρα;

-Δεν έχω. Τι να τον κάμει το δικαστήριο; Tα λέω μοναχός μου. Ναι, την πελέκησα στο ξύλο για να μην την σκοτώσω που μου σκότωσε την κότα γιατί λέει έφαγε λίγο βρώμι  μέσα απ΄τον ντρουβά του αλογού της.  Δεν γινόντανε αλλιώς ή θα την βάραγα ή θα την σκότωνα. Δεν υπήρχε άλλο. Προτίμησα να την βαρέσω. Τώρα δικάστε με.

Είπε ο καθένας τα δικά του για να δικαιολογήσει το παράβολο και τον μισθό του. Ο δικηγόρος του Ζαβού πάλευε να φάει φυλακή και όλοι οι άλλοι να εφαρμοστεί η δικαιοσύνη και οι νόμοι του κράτους. Ο μεσιέ Πέρκας δεν μιλούσε καθόλου. Κοίταζε τον κατηγορούμενο, κουνούσε το κεφάλι του και χαμογέλαγε. « Ω! θα μου πάρει το κεφάλι αυτός ο πούστης. Γι’ αυτό χαμογελάει και με κοροϊδεύει» σκέφτηκε ο Ζαβός.

Στο τέλος ένας χτικιάρης εισαγγελέας πρότεινε ένοχος κατά το κατηγορητήριο. Η πολιτική αγωγή την κεφαλή του επί πίνακι. Η υπεράσπιση ελαφρυντικά.

Ο πρόεδρος ανακάτευε τα χαρτιά που είχε μπροστά του συνέχεια, διάβασε μετά προσοχής το ποινικό του μητρώο που έγραφε «δεκαπενταετής κάθειρξις, ανθρωποκτονία εκ προθέσεως με ελαφρυντικά» και τους άκουγε όλους αδιάφορα. Και σε μια στιγμή αποφαίνεται:

-Αθώος!

Στον τόπο όλοι. Οι πάντες. Κοίταζε ο ένας τον άλλο και δεν έβγαζε λέξη απ΄ το στόμα του. Ένας φόβος κυκλοφορούσε ανάμεσα στα μάτια τους. Δεν άντεξαν. Κάρφωσαν τα μάτια τους στο πάτωμα. Δεν κοίταζε πλέον ο ένας τον άλλον. Ο Ζαβός κοίταξε με απορία τον δικηγόρο του. Αυτός σήκωνε τους ώμους του. Ο αχρείτης δικηγόρος της πολιτικής αγωγής μάζευε τα χαρτιά του απορημένος και τα μουστάκια του κόντευαν να φτάσουν στο πάτωμα. Ο μεσιέ Πέρκας βλέποντας τον  Ζαβό να σηκώνεται απ΄ το σκαμνί σταματάει την πλάκα και του λέει σε τόνο άγριο και επιτακτικό

-Για άκου να δεις. Σε κήρυξα αθώο γιατί η μηνύτρια σε προκάλεσε. Αυτό δεν σημαίνει ότι είσαι αθώος. Να ξέρεις ότι σε έσωσε η κότα που η μηνύτρια την έφκιαξε σούπα αυγολέμονο και δεν την έκανε μακαρονάδα, είπε και έβαλε τα γέλια.

Ο μεσιέ Πέρκας μη μπορώντας να κρατήσει τα γέλια του χτύπησε το κουδούνι και είπε το κλασσικό

-Διακόπτουμε για δέκα λεπτά.

Ο Ζαβός τα έχασε, γύρισε κοίταξε τον Χριστό, κοίταξε τον Δικηγόρο του. Κοίταξε τον αποχωρούντα δικαστή μεσιέ Πέρκα και ψιθύρισε: «Γιατί δεν με δίκασες; Δικαιοσύνη είναι αυτή; Ποιος νομίζεις πως είσαι και ξέρεις να χωρίσεις το δίκιο απ΄ το άδικο; Αν μου ξαναφάνε κότα, θα τους σκοτώσω και τότε θα σου πω εγώ».

Ο μεσιέ Πέρκας εφάρμοσε τον νόμο του. Οι άνθρωποι γέλασαν με το πνεύμα του Δικαστού. Ο δικαστής ήταν απών απ΄ την δικαιοσύνη του Ζαβού. Αθώος ο Ζαβός απ΄ τον δικαστή της Έννομης Τάξης. Η κότα η λαθύρω του Ζαβού ξαναμπήκε στην αυλή, ξανάφαγε το βρώμι. Οι γείτονες  έπιασαν και έκαναν την κότα  την λαθύρω του Ζαβού  μακαρονάδα και ο Ζαβός ετήρησε τον λόγο του, τους σκότωσε.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *