Γιατί αυτοκτόνησε ο Ιούδας (του Ηλία Τσάκαλου)

Του Ηλία Τσάκαλου

Καραβάτζιο

Για μένα ο πρώτος. Αυτός που αποκαλύπτει την ανθρώπινη μοίρα μέσα από την λειτουργία του φωτός και του σκότους στο θέμα του και στην ψυχή , ανθρώπων, αγίων αμαρτωλών και την ενότητά τους στο απόλυτο χάος του μαύρου της μοίρας μας.

(…ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. Οι δε είπον : τι προς ημάς; Συ όψει. Και ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ ανεχώρησε και απελθών απήγξατο….)  Ματθαίος 27,4.5

(απόσπασμα )

«…………Προχώρησε η ώρα . O ξένος  όσο έπινε τόσο έχανε το χρώμα του, τόσο θλίβονταν, τόσο κλείνονταν σε μαύρες σκέψεις. Πετούσε  μια .δύο λέξεις και σιωπούσε. Κι ακολουθούσε κλάμα. Και σιωπή και κλάμα, και κλάμα. Και σιωπή. Ήμουν και εγώ εκεί. Ήμουν που να πάρει ο διάβολος. Ήμουν εκεί. Έλεγε και ξανάλεγε. Και κλάμα.

O   Φρειδερίκος  ο Φραγκολεβαντίνος βλέποντας  πως απ΄  την  θλίψη δεν κερδίζεται τίποτε  σηκώθηκε ολόρτος και με φωνή σταθερή , αποφασιστική  λέει  κοφτά στον ξένο.

– Ή μολόγα  την θλίψη σου ή ξεκουμπίσου από ΄δω. Οι άνθρωποι με την θλίψη του κόσμου μαθαίνουν και τέρπονται. Η θλίψη  ποτίζει το μέλλον με γνώση!

Ο Ξένος  έβαλε το χέρι στο μέτωπο λες και   καίγονταν απ΄ τον πυρετό  κι ύστερα  έκανε νόημα να  δουν  αν άκουγε ο  ταβερνιάρης.

– Τι  κι  αν ακούει, βροντοφώναξε ο  Νάσος , τι σε μέλει  τέτοια μέρα που χαλάει ο Θεός τον κόσμο!!

Έσκυψε  ο Ξένος. Έβγαλε ένα δάκρυ απ΄ τα μάτια  του κι άρχισε  να λέει:

 

Μέρα  σαν ετούτη  πιάσανε  και σταυρώσανε  Αυτόν εκεί ψηλά στον ξύλινο σταυρό βάρβαροι φαντάροι  του αυτοκράτορα υπό τας διαταγάς του επιλοχία τους. Τον κρέμασαν  σαν κακούργο ,ανάμεσα στις αμαρτίες του Κόσμου. Κι εκεί  τετέλεσται  σαν πουλάκι του Ουρανού. Αθώος για ότι κατηγορούνταν από το Πλήθος και τους σκοτεινούς  κομπιναδόρους  και αργυραμοιβούς της  αγοράς. Οι  Αρχιερείς του Ναού ανέλαβαν  έναντι αδράς αμοιβής, διασυνδέσεων και εξυπηρετήσεων να συντάξουν το κατηγορητήριο σύμφωνα με το οποίο   αιτιώνταν Αυτόν στον Πραίτορα ότι τάχα μου τους  χαλούσε την πιάτσα  διδάσκοντας για  Θεό που συγχωρούσε τις αμαρτίες των ταπεινών και δεν είχε χρεία χρημάτων.  Χρειάζονταν θεσμικός κατήγορος κατά την τάξη και κατάλληλοι τέτοιοι μπορούσαν να είναι μόνο οι  επί της γης εκπρόσωποι του Θεού.

Ο Πραίτορας,  καταπώς δεν ενδιαφέρονταν για την αλήθεια,  χρειάζονταν τυχαίο τέταρτο  κακούργο για να  δείξει στο πλήθος  πως  είχε το δικαίωμα να διαλέξει  απαλλάσσοντας έναν  από τον δια σταυρώσεως  θάνατο και να αποδείξει με αυτό τον τρόπο την μεγαλοψυχία της αυτοκρατορίας του.

Ο  όχλος τυφλωμένος από το πες-πες των παπαγάλων των  κομπιναδόρων και αργυραμοιβών της αγοράς  ψήφισε δια βοής την απαλλαγή του Βαραββά καταδικάζοντας έτσι  Εκείνον.

Ποσοστό ποσοστού από τα χρήματα με τα οποία  δωροδοκήθηκαν οι κληρικοί  δόθηκε  στον απονήρευτο Ιούδα. Ο Ιούδας , κατά τας Γραφάς ήταν  επιλεγμένος από Εκείνον  σαν ο κατάλληλος καταδότης  γιατί η αφέλειά του ήταν πασίγνωστη μια και πίστευε ότι Εκείνος ήρθε για την επί γης βασιλεία των εκλεκτών κι έτσι Τον ακολούθησε. Ήταν ο μόνος μαθητής Του που είχε το δικαίωμα και το ανάστημα να κάνει παρατηρήσεις στον Διδάσκαλο. Πιθανόν για το λόγο αυτό επιλέχτηκε. Πιθανόν αφού επιλέχτηκε είχε και το δικαίωμα να κάνει παρατηρήσεις. Στο πρόγραμμα πάντως υπήρχε η προδοσία Του από την ώρα που έπεσε από την κοιλιά της μάνας Του και το μόνο που απέμενε ήταν να βρεθεί το κατάλληλο πρόσωπο.

Το πώς θα δίνονταν  χρήματα για την προδοσία εκ μέρους των αργυραμοιβών που κυβερνούσαν από το σκότος  τον κόσμο  ήταν απρόβλεπτο και τυχαίο γεγονός  που δεν ήταν δυνατόν να ελεγχθεί από κανέναν.

Ο Ιούδας  βλέποντας ότι  Αυτός  που οδηγήθηκε στο Πραιτόριο , και σταυρώθηκε  δεν ήταν Εκείνος που  έδωσε  στον  κλήρο και μαθαίνοντας ότι  ο Κλήρος  σταύρωσε  Αυτόν  που  εμπόδιζε  την  τάξη των αργυραμοιβών και γι αυτό  πληρώθηκε αδρά,  οδηγήθηκαν τα βήματά του  ενώπιον  της Ιεραρχίας  ζητώντας να δει τον Αρχιερέα.

Ήταν  σούρουπο. Βλέποντας τον αρχιερέα  λέγει:

-Σας έδωσα λάθος άνθρωπο. Δεν ήταν ούτε δικός σας, ούτε δικός μου. Ζούσε στον  κόσμο των ταπεινών ανθρώπων. Ήταν αθώος.

Ο Αρχιερέας  χαμογελώντας  αδιάφορα του  απάντησε κυνικά

– Αυτά  τα σκέφτονται  από πριν. Εμείς  Αυτόν  ψάχναμε. Ας τα ΄βλεπες !

Ακούγοντας αυτά ζήτησε από τους παριστάμενους ιερείς να τιμωρηθεί  αμέσως με θάνατο ίδιο με Κείνον. Παρακαλούσε .Έκλαιγε. Θρηνούσε.

-Σταυρώστε με ,έλεγε. Σταυρώστε με.

Αυτοί  του απάντησαν

-Δεν σταυρώνουμε αυτούς που παραδέχονται  την ενοχή τους. Ρόλος μας είναι η σταύρωση των αθώων. Δεν  απαιτείται λόγος ή αιτία. Δεν απαιτείται Δικαιοσύνη και Δίκη. Αυτά  είναι αδυναμίες  του Όχλου.  Εμείς  περαιώνουμε  μια αποστολή. Αρκεί να  πληρωθούμε για το έργο μας.

-Σταυρώστε  με ,έλεγε. Σταυρώστε με. Δεν με λυπάστε;

– Εδώ δεν χωράει η λύπηση. Αυτά είναι αισθήματα για  τους  καθημερινούς ανθρώπους . Δεν είναι για μας  που ρόλο έχουμε να συγχωρούμε!! Για να δεχτούμε την προδοσία σημαίνει ότι  για  μας έχει συγχωρηθεί και ο  προδότης!! Δεν μας  νοιάζει το μέλλον. Με το μέλλον λογαριάσου μόνος  σου !!!!

-Σταυρώστε  με, είπε  βουβά και σωριάστηκε  κουρέλι στο δάπεδο. Στα χέρια του  κρατούσε σφιχτά τα ασημένια  αργύρια  της προδοσίας.

-Σταυρώστε με. Πάρτε  τα χρήματά σας  και σταυρώστε με.

-Εμείς  δεν  σε σταυρώνουμε γιατί η σταύρωση περιέχει και την λύτρωσή σου. Δεν είμαστε Δικαστές. Στην Δίκη περιέχεται και η λύτρωση. Δεν επιλέχτηκες να λυτρωθείς του απάντησε σκληρά  χαϊδεύοντας τα γένια του ο Αρχιερέας.

– Σταυρώστε με ,επανέλαβε χάνοντας τις αισθήσεις του. Με ρωτάτε αν αντέχω;

-Τα ερωτηματικά δεν είναι σε βάρος του προδότη μόνο αλλά και του προδομένου. Κανένας δεν προδίδει αναίτια, μουρμούρισε ο Αρχιερέας.

Κάλεσε αμέσως τους υπηρέτες  και τους διέταξε να τον πάνε σηκωτό και να τον απιθώσουν έξω απ΄ την αυλόπορτα. Πράγμα που έγινε.

 

 

Πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα σαν ξύπνησε από τον λήθαργο. Η νύχτα  ήταν συννεφιασμένη  με ένα φεγγάρι θολό και παιχνιδιάρικο.  Έκαιγε  το πρόσωπό του. Το μυαλό του δούλευε τρεκλίζοντας στην μέση του μονοπατιού που κύλαγε ανάμεσα στις γαζίες, τις πικροδάφνες και τις πασχαλιές και οδηγούσε στο τέλος του. Γιατί  να σταυρωθεί; Γιατί να μην σταυρωθώ; Γιατί Εκείνος να διαλέξει το ρόλο του Σωτήρα  και σε μένα να αφήσει το ρόλο  του Ιούδα; Πως θα τιμωρήσω τον εαυτό μου και Εκείνον; Γιατί να μην πάω συγχωρεμένος;  Μήπως  το ρόλο μου δεν τον διάλεξε ούτε Εκείνος ; Μήπως  τα πράγματα  οδηγούνται  από μόνα τους  και οι ρόλοι είναι τυχαίοι; Τι σημασία έχουν επί τέλους οι ρόλοι; Ο γέγραπται , γέγραπται.

Βγαίνοντας  στο μεγάλο στρατί  αντικρύ από την είσοδο  του κήπου του  Ναού και της κατοικίας του Αρχιερέως  συνάντησε ένα σκοτεινό ,βαρύ και αλλοπαρμένο πρόσωπο. Τον ρώτησε  ποιος είσαι . εκείνος του απάντησε  ότι είναι ο Βαραββάς .

-Ποιος Βαραββάς;

– Αυτός  που δεν κρεμάσανε  οι Ρωμαίοι της Εξουσίας!

-Ξέρεις  ποιοι  σε χαρίσανε και γιατί;

-Όχι και δεν με γνοιάζει.

-Δεν σε χάρισε ο Όχλος αλλά  οι αργυραμοιβοί  και οι  κομπιναδόροι.

– Αυτό  είναι δικό σου πρόβλημα και όχι δικό μου. Εσύ με έσωσες και σε ευχαριστώ.

-Εγώ. Πώς;

-Κατέδωσες  Εκείνον!!!!

Έβαλε το χέρι του ο Ιούδας στην τσέπη κι έβγαλε τα αργύρια και τα πέταξε στα πόδια του Βαραββά .

-Πάρτα , του είπε, άχρηστα είναι πλέον σε μένα. Αρκεί να μου πάρεις τη ζωή.

Ο Βαραββάς χαμογέλασε σαν δαίμονας

-Δεν ξεπλένονται με τα λεφτά των αργυραμοιβών οι αμαρτίες του κόσμου. Ο θάνατος δεν πληρώνεται . Εξ άλλου εγώ ληστής είμαι δεν είμαι  φονιάς. Λάθος πρόσωπο διάλεξες πάλι. Καθήκον , όπως τα έκανες τα πράματα, στον θάνατό σου έχεις εσύ ο ίδιος.

Ο Ιούδας έβαλε τα κλάματα και πέφτοντας στα γόνατα παρακαλούσε

-Πάρε μου τα ζωή. Πάρε μου τη ζωή. Δεν μπορώ να προδώσω την φύση μου.

-Η φύση σου ήταν η προδοσία. Εσύ θα  αφαιρέσεις την ζωή σου δεν κατάλαβες πως αυτήν την αμαρτία δεν μπορεί να την φορτωθεί κανένας;

Μάλιστα λέγοντάς του αυτά τον κλώτσησε περιφρονητικά και τον έφτυσε κατάμουτρα

-Ιούδα! του είπε. Θα μείνεις Ιούδας στους αιώνες των αιώνων για να διδάσκονται οι άνθρωποι την προδοσία.

 

Μάζεψε τα αργύρια ο Ιούδας  και οδήγησε τα βήματά του στο μέγαρο των Ιερέων. Ζήτησε να δει τον Αρχιερέα . Μετά από χίλιους κόπους κι αφού ξόδεψε κάτι λίγα ψιλά δωροδοκώντας γνωστούς και αγνώστους  καθ΄ οδόν για να ανοίγουν οι πόρτες έφτασε επιτέλους στην πόρτα του Αρχιερέα ο οποίος μόλις τον αντίκρισε  του είπε ξερά

-Πάλι εσύ εδώ; Τι ζητάς;

Ο Ιούδας  πιάστηκε απ΄ τον τοίχο. Ακούμπησε την πλάτη του και έβγαλε απ΄την τσέπη  του τα  αργύρια, τα πέταξε στο δάπεδο και είπε

– Πάρτε τα πίσω μ΄ αυτά δεν μπορώ να βρω άνθρωπο να μου αφαιρέσει τη ζωή. Άχρηστα είναι. Μου δώσατε κάλπικα που δεν αξίζουν  να δοθούν κι ούτε τα παίρνει κανένας  πληρωμένος δολοφόνος για να μου πάρει τη ζωή, μια και είναι άχρηστη πια, γιατί , λέει δεν μπορεί να με κοιτάξει στα μάτια  όταν θα  μου αφαιρεί τη ζωή.

Ο Αρχιερέας του είπε να περιμένει κι αμέσως διέταξε να ανοίξουν την πόρτα για να μπουν μέσα  ιερείς και κοσμικοί ντυμένοι με τα επίσημα φορέματα της Εξουσίας.  Τους έδειξε τον Ιούδα και χαμογελώντας φώναξε :

-Δέστε τον  μας περνάει για  φονιάδες.  Τέτοιο δικαίωμα έχει μόνο ο Ρωμαίος  Πραίτωρ της κοσμικής εξουσίας. Ο Θεός  έχει αφαιρέσει αυτό το δικαίωμα από μας και πλέον δεν βάφομε οι ίδιοι τα χέρια μας με αίμα!!

Το πλήθος καγχάζοντας  τον έσπρωχνε στην έξοδο λέγοντας του πως η μοίρα του ήταν να αφαιρέσει αυτό που δεν μπόρεσε ποτέ να δώσει σε κανέναν και πετώντας τον έξω του έδειχνε την συκιά του κήπου με το δάχτυλο και του φώναξε:

-Να  εκεί . Εκεί θα πας. Εκεί να κρεμαστείς. Μόνος σου  και τα αργύρια να γράψεις να επιστραφούν στους αργυραμοιβούς που τους ανήκουν και τα χρειάζονται για τους επόμενους Ιούδες.

Ο Αρχιερέας βλέποντας το μίσος του πλήθους  που δεν είχε και κανένα προσωπικό όφελος αλλά που ως συνήθως πετάγεται για να πει μια κουταμάρα ακαταλαβίστικη εκείνη την ώρα  με στεντόρεια φωνή τενόρου κραύγασε

-Αφήστε τον. Κάνετε πίσω όλοι. Δεν μπορείτε να του στερήσετε την ψευδαίσθηση πως έχει δικαίωμα επιλογής  του τέλους  του. Την ζωή την αφαιρεί η τύχη που του έλαχε και αυτός  που σε δημιούργησε.

Ο Ιούδας τρεκλίζοντας έφτασε κάτω απ΄την συκιά έβγαλε απ΄ την τσέπη του χαρτί κι έγραψε « Δεν θα πεθάνω γιατί είμαι προδότης. Θα πεθάνω γιατί ήταν γραφτό το γίνω προδότης. Τα αργύρια της προδοσίας να δοθούν σε εκείνους που τα εξέδωσαν και θα τα εκδίδουν ως την συντέλεια του κόσμου. Τον Διδάσκαλο τον σκότωσε η Ιεραρχία γιατί  έγινε ένα με το πλήθος που δεν κατάλαβε ποτέ κι ούτε θα καταλάβει το ρόλο του. Γειά σας προς το παρόν θα συναντιόμαστε πλέον στον καθημερινό βίο των αιώνων»

Ύστερα απ΄ αυτό πέταξε το σκοινί στην συκιά και κρεμάστηκε υπό τας ιαχάς του πλήθους  που ποτέ δεν κατάλαβε ούτε την Θυσία του Ιησού, ούτε την δική του.

Οι συνδαιτυμόνες κοίταζαν τον μουρλό με γουρλωμένα μάτια κι αναρωτιούνταν από ποιο Ευαγγέλιο ή από ποιο σατανικό νου τα βρήκε όλα αυτά κι αυτός απάντησε πως όλα αυτά του τα έλεγε η γιαγιά του  και να ψάξει να βρει τον προδότη. «Μόλις γίνεις δέκα οχτώ χρονών να γυρίσεις τον κόσμο για να μάθεις ποιος μας πρόδωσε παιδί μου. Πήγαινε να τον βρεις  και να του πεις να κρεμαστεί σαν τον Ιούδα, αυτή είναι η μοίρα του» του είπε κλείνοντας τα μάτια της. ……..»

Χρόνια πολλά και  καλή Ανάσταση  και  στους Ιούδες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *