“ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΞΕΧΑΣΤΑ”: Ο κόκορας της Πελαγίας

%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%b5%ce%b1%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%8d%cf%81%ce%b1%ce%ba%ce%b1%cf%82

του Ανδρέα Σταύρακα

Στην Καρυά, στην ωραία αυτή κωμόπολη με της τρεις χιλιάδες κατοίκους, όλες οι  οικογένειες είχαν κάμποσα κατοικίδια ζώα, μία δύο  γίδες η προβατίνες, κάμποσες κότες, ορισμένοι είχαν και κουνέλια.

Πολλές οικογένειες που είχαν χώρο έβαζαν κι ένα γουρουνάκι, που το μεγάλωναν το έσφαζαν τα Χριστούγεννα και το πουλούσαν, αφού κρατούσαν το κεφάλι και λίγο σβέρκο.

Ήταν μια σημαντική πηγή εσόδων στα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Στο επάνω χωριό ήταν μια γειτονιά με έξι σπίτια ολόγυρα, που οι αυλές τους ήταν μικρές και είχαν καμιά δεκαριά κότες η κάθε γειτόνισσα, γιατί δεν χωρούσαν περισσότερες.

Της κυρίας Πελαγίας η αυλή όμως ήταν μεγάλη, γιατί δύο αδέλφια που είχε, είχαν φύγει στην Αμερική και της είχε μείνει ολόκληρο το σπίτι. Έτσι μπορούσε να κρατάει πιο πολλές κότες και έναν κόκορα, που τον καμάρωναν όσοι τον έβλεπαν, φυσικά και η Πελαγία .

Αφού λοιπόν υπήρχε στη γειτονιά ο κόκορας της Πελαγίας, οι άλλες γειτόνισσες δεν κρατούσαν κόκορα, αφού βολεύονταν οι κότες με τον κόκορα της Πελαγίας .

Εκτός από τη γονιμοποίηση που έκανε ο κόκορας στις κότες, τον χρησιμοποιούσε όλη η γειτονιά και για ρολόι, έπρεπε να λαλήσει ο κόκορας της Πελαγίας για να σηκωθούν και να πάνε στις δουλειές τους.

Η Πελαγία είχε παντρευτεί από έρωτα  τον Θεμιστοκλή, ένα ωραίο παλικάρι. Ήταν ψηλός με  μαύρα κατσαρά μαλλιά και ωραίο μουστάκι, που τα περιποιούνταν καθημερινά,γιατί δεν του άρεσε η δουλειά και ασχολούνταν τις πιο πολλές ώρες με τον εαυτό του .

Φόραγε πάντα μια ριγέ σκούφια, λοξά προς το αριστερό μέρος του κεφαλιού κι από δεξιά περίσσευαν τα μαλλιά, που έκαναν κύκλο και κάλυπταν το κάτω μέρος της σκούφιας .

Στο δεξί του αυτί έβαζε πάντα ένα κόκκινο γαρύφαλλο που ήταν δείγμα λεβεντιάς την εποχή εκείνη, αλλά ήταν και δείγμα της κομματικής του προτιμήσεως, αφού δεν μπορούσε να την εκφράσει αλλιώς, την ταραγμένη εκείνη εποχή με τα «κοινωνικά φρονήματα»

Τις πιο πολλές ώρες κάθονταν στην πέτρινη σκάλα και γυάλιζε με ένα πανί το δίκανο όπλο του, ή περιποιούνταν τα λαγωνικά του. Έκανε και κηρύγματα, χαμηλόφωνα βέβαια, για την καταπίεση του εργαζόμενου λαού, αν και αυτός δεν εργάζονταν ποτέ, «από κάποιους τέτοιους υποφέρει η κοινωνία δυστυχώς»…

Τα αδέλφια της Πελαγίας  έστελναν από την Αμερική ρούχα και δολάρια, και παρότι ο Θεμιστοκλής θα προτιμούσε ρούβλια, βολεύονταν και με τα δολάρια.

Έλεγε χαριτολογώντας μάλιστα, πως  άλλο η  ιδεολογία  κι άλλο το στομάχι.

Η Πελαγία δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, αλλά λόγω που είχε κάποια οικονομική άνεση, δεν έκανε αγροτικές δουλειές, όπως οι άλλες γυναίκες στο χωριό που πήγαιναν στο θέρο, στον τρύγο, στο λιομάζωμα και από τον ήλιο και τη βροχή και την ανέχεια, δεν φαίνονταν η ομορφιά τους .

Απεναντίας η Πελαγία ήταν στρομπουλή κι αφράτη, ντύνονταν δε και με ωραία ρούχα.

Προπαντός κάθε Κυριακή, έβαζε το πλισέ της φόρεμα, πράσινο σαν τα δολάρια, κεφαλοπάνι μεταξωτό κίτρινο, κρέπι με σπαλέτα ολόχρυση και σκουλαρίκια με κόκκινη πέτρα, επιθυμία του Θεμιστοκλή για να του θυμίζει την κόκκινη πλατεία της Μόσχας.

Έτσι οι γειτόνισσες ζήλευαν την Πελαγία που είχε τόσα καλούδια κι ένα τόσο καλοφτιαγμένο άντρα.

Αλλά και η Πελαγία  παινεύονταν κι έλεγε πως ο κόκορας της έμοιαζε  στον Θεμιστοκλή, τον άντρα της, ενώ οι δικοί τους οι άντρες, από την πολλή δουλειά, ήταν πετσί και κόκαλο.

Έτσι κι οι γειτόνισσες έλεγαν τον κόκορα «Θέμο» και άλλα κουτσομπολιά, κρυφά από την Πελαγία, γιατί αν το μάθαινε δεν θ’ άφηνε τον κόκορα να πηγαίνει στις κότες τους για γονιμοποίηση.

*

 Ο γιος του Θεμιστοκλή και της Πελαγίας, ο Νικολάκης, πήγαινε τότε στο γυμνάσιο στη χώρα και κάθε δύο βδομάδες με κανένα φορτηγό αυτοκίνητο η με τα πόδια, ανέβαινε στο χωριό μαζί με τους άλλους μαθητές .

Εκείνο το Σάββατο που είχαν ανέβει στην Καρυά  κανόνισαν , να κάνουν ένα γλεντάκι. Συμφώνησαν λοιπόν ο ένας να βάλει το κρασί, ο άλλος το τυρί κι ο Νικολάκης να πάρει μια κότα απ΄ το κοτέτσι της Πελαγίας.

Έτσι την Κυριακή όταν σουρούπωσε και οι κότες μπήκαν στο κοτέτσι, πήγε ο Νικολάκης άνοιξε πτίδια -πτίδια την πόρτα, έβαλε το χέρι του και έπιασε από το λαιμό το ζωντανό για να μην κακαρίσει .

Ο άλλος της παρέας, πήδησε από το φωταγωγό στην κουζίνα της γειτόνισσας, πήρε μια λαχανόπιτα και έτρεξαν για το σπίτι  που είχαν κανονίσει να κάνουν το γλέντι.

Έσφαξαν το πουλί, το μάδησαν, το έβαλαν στην κατσαρόλα, στο φως του λυχναριού δεν είδαν πως ήταν ο κόκορας. Έκαναν το γλέντι κι όταν τελείωσαν, πήγαν στα σπίτια τους να κοιμηθούν και το πρωί μπονόρα έφυγαν για τη χώρα κι «ούτε γάτα ούτε ζημιά» που λένε…

Ο  Ξενοφώντας που έμενε στην ίδια γειτονιά, είχε αυζάρει πριν πολλές μέρες, οχτώ εργάτες να πάνε τη Δευτέρα να σκάψουν τα τέσσερα  αμπέλια που είχε σε διάφορες τοποθεσίες. Έτσι έκανε κάθε χρόνο, μετά από του Ευαγγελισμού, αν ο καιρός το επέτρεπε.

Είχε ετοιμάσει από την Κυριακή όλα τα απαραίτητα, η γυναίκα του η Σφαξάνα, έτσι την φώναζαν στη γειτονιά  από τότε που την παντρεύτηκε ο Ξενοφώντας, πριν είκοσι περίπου χρόνια.

Το όνομα της το είχαν ξεχάσει όλοι στη γειτονιά, ούτε ο  Ξενοφώντας ο άνδρας της  δεν θυμόταν πως την έλεγαν Πανάγιω.

Τότε τις γυναίκες που έρχονταν νύφες από άλλο  χωριό , τις φώναζαν με το όνομα του χωριού τους,« Σφαξάνα, Ξαθίτισα, Πιατσανίτισα» κ τ λ  .

 *

Κάποια φορά που κατέβηκε ο Ξενοφώντας στη χώρα και πήγε στο «ΤΑΟΛ »  για να πάρει πατάτα για σπόρο, η ποσότητα ήταν περιορισμένη, του έδιναν μόνο δέκα οκάδες και ο Ξενοφώντας διαμαρτυρήθηκε, πως δεν τον έφτανε για να καλύψει το χωράφι που είχε στην Αλογομάντρα.

Ο υπάλληλος του είπε αν η γυναίκα του είναι γραμμένη στο συνεταιρισμό και  ζήτησε να του πει το όνομα της για να ψάξει να  βρει εάν είχε μερίδα στο «Τ.Α.Ο.Λ» για να του δώσει τη διπλή ποσότητα .

Ο Ξενοφώντας που δεν θυμόνταν το όνομα της γυναίκας του, του είπε «περίμενε και θα γυρίσω» και τρέχει στο παζάρι μήπως έβρισκε κάποιον από το χωριό των Σφακιωτών  να τον ρωτήσει πως λένε τη γυναίκα του.

Μπαίνει στην ταβέρνα του Καραμέτσου και εκεί ήταν ο γραμματέας από την κοινότητα του χωριού, τον χαιρέτησε και αφού άλλαξαν κάποιες φιλοφρονήσεις,του είπε ο γραμματέας.

-Τι κάνουν τα παιδιά Ξενοφώντα, καλά είναι, τι κάνει η Πανάγιω ,τότε ο Ξενοφώντας θυμήθηκε πως τότε που παντρεύτηκε είχε πει ο παπάς «παντρεύεται ο δούλος του Θεού Ξενοφώντας τη δούλη του Θεού Πανάγιω.

Και αφού σιγουρεύτηκε πως τη γυναίκα του την λένε Πανάγιω, λέει αντίο στον κύρ’ Κώστα, έτσι τον έλεγαν το γραμματέα και φεύγει τρέχοντας να προστάσει πριν κλήση το «ΤΑΟΛ» κι έτσι τακτοποίησε την δουλειά του . »

Έτσι το βράδυ της Κυριακής, αφού τα είχαν ετοιμάσει όλα, πήγε ο Ξενοφώντας κι έριξε λίγο σανό στο παχνί του γαϊδάρου, λίγο κλαρί στη γίδα κι ανέβηκε να κοιμηθεί ήσυχος .

Το πρωί θα τον ξυπνούσε ο κόκορας της Πελαγίας πριν να φέξει και θα είχε χρόνο να ετοιμαστεί.

Η Σφαξάνα έριξε ένα μεγάλο μεσάλι στις δύο λαχανόπιτες που είχε ετοιμάσει από νωρίς, έβαλε το πλαστήρι στη μία και την πνακωτή στην άλλη, για να μην πάει καμιά γάτα και τις μαγαρίσει, έβαλε την ταραμοσαλάτα στο καυκί ,τα πίθωσε στο αρμάρ και,αφού τα σιγούρεψε έκλεισε την μεσόπορτα και βγήκε.

Πήρε το κανάτι, το ξέπλυνε με λίγο νερό,ανέβηκε τη σκάλα το έβαλε κάτω από το κρεβάτι, γιατί ο καψερός ο Ξενοφώντας είχε συχνοουρία, του είχε πει ο γιατρός ο Σέρβος πως είχε προστάτη , αλλά η παπαδιά η Σλούμενα που ήταν πρακτικός γιατρός,  έλεγε πως προστάτης είναι ο πρωτότοκο γιος όταν πέθαινε ο πατέρας του.

           *

  Ο  Ξενοφώντας είχε το πρόγραμμα του όπως πάντα, (αυτό το ήξεραν και οι εργάτες), θα κατέβαιναν από του Παλιάμπελου στο δρόμο προς του Κολοφέτιου, στη ποδαριά του Τιμόθεου κι από κει στο Δραγατσούρι .

Εκεί στη δραγάτα του Τβίτσα θα περίμεναν οι εργάτες το Ξενοφώντα, που θα έρχονταν από την καινώρια με το γάιδαρο που θα’χε μαζί του το ψωμί το κρασί και το πρόχειρο κολατσιό.

Τη γίδα θα την έδενε στο κολτσάκι από το σαμάρι του γαϊδάρου ,το μικρό μαρτίνι ακολουθούσε πάντα τη γίδα. Θα κατέβαινε από την Πλατεία στο πλυσταριό ,να ποτίσει στη λύμπα τα ζωντανά , θα κατηφόριζε  στο πόντζο,  στο κόνισμα Του Αι Σπυρίδωνα και από κει  στο Δραγατσούρι να  συναντήσει τους εργάτες .

Μετά θα κατέβαιναν στη Κεραμδιόνα να σκάψουν το αμπέλι που ήταν δύο μεροδούλια και από κει στου Λαφάκη που ήταν το άλλο αμπέλι, αφού πρώτα θα κολάτσιζαν το πρόχειρο φαγητό, ψωμί σταρίσιο σαρδέλες παστές, ελιές κολυμπάδες,  γιδίσιο τυρί και κρασί κεροπάτι.

Το μεσημεριανό φαγητό θα το έτρωγαν στο επόμενο αμπέλι, στην Πρατανέτσα που θα πήγαιναν ύστερα από του Λαφάκη, θα το έφερνε η Σφαξάνα στο κεφάλι της, μπακαλιάρο με πατάτες αυγοκομμένο, ένα ζεστοφούρνι που θα το έπαιρνε διαβατκού από το φούρνο της Σοφρώνος  και τις δύο λαχανόπιτες που είχε ετοιμάσει από την προηγούμενη μέρα.

Για να μην κρυώσει το φαγητό θα κατέβαινε από του Ραυτογιάννη στον Άγιό Γεράσιμο, από κει στην πλαγιά θα περνούσε από του ξυλουργού και πριν φτάσει στην Καραντίνα θα έκοβε αριστερά και με τέσσερα πατήματα θα έφτανε στο αμπέλι.

Θα έστρωνε το υφαντό μεσάλι κοντά στο σταφλοκράτι που ήταν καθαρό και αφού θα έτρωγαν θα συνέχιζαν για να τελειώσουν το αμπέλι στην Πρατανέτσα κι αφού ο ήλιος θα ήθελε καμιά ουργιά να φύγει,θα ανέβαιναν στο Τριόδι να σκάψουν και το τέταρτο λαχίδι ως που να κάτσει ο ήλιος, γιατί τότε οι εργάτες δούλευαν από ήλιο σε ήλιο, αφού δεν είχε γεννηθεί ακόμη η Παπαρήγα για να εφαρμόσει το πεντάωρο…

*

Τα σχέδια του φουκαρά του  Ξενοφώντα ματαιώθηκαν αφού ο κόκορας της Πελαγίας δε λάλησε, και που να λαλήσει ο καψερός ο Θέμος μέσα από τα στομάχια των μαθητών, που είχαν σκαπετήσει στην ψηλή στράτα .

Ξύπνησε ο Ξενοφώντας και βλέπει  την αχτίδα του ήλιου που έμπαινε από την χαραμάδα του παντζουριού, κουνάει την Σφαξάνα , σηκώνονται ανοίγουν το παράθυρο ο ήλιος ήταν μισή οργιά ψηλά, .

Άρχισε τις κατάρες η Σφαξάνα. πως η Πελαγία έκλεισε τον κόκορα σε κάποιο κασόνι για να μην ακουστεί το λάλημα του, κατεβαίνει στην κουζίνα, έλειπε η μία λαχανόπιτα.

Σηκώνεται η Πελαγία, πάει ν΄ ανοίξει το κοτέτσι, βλέπει πως έλειπε ο κόκορας. Ποιος είδε το σατανά και δεν τον φοβήθηκε, άρχισε η Πελαγία τις φωνές, ξεσηκώνετε η γειτονιά στο ποδάρι.

Σηκώθηκε κι ο Θεμιστοκλής, κάθισε σε ένα σκαλοπάτι και χασμουριόντα, μέχρι την ώρα που η Πελαγία είπε πως θα πάει στην Αστυνομίας.

Τότε επενέβη ο Θεμιστοκλής που δεν τα είχε καλά με τους χωροφύλακες, τον είχαν γραμμένο στα χαρτιά τους γιατί έκανε παρέα με κάποιον που διάβαζε Ριζοσπάστη. Αλλά είχε και κάπως υποψιαστεί πως τη δουλειά  την είχε κάνει ο γιος του ο Νικολάκης.

Έτσι το λαχείδι στο Τριόδι του  Ξενοφώντα έμεινε άσκαφτο , αφού οι εργάτες δεν πρόφταναν να πάνε, καθότι τους πήρε η νύχτα. Ο κόκορας της Πελαγίας πάει στον άλλο κόσμο, αλλά της έμεινε ο Θεμιστοκλής να την παρηγοράει,  μόνο οι δόλιες οι κότες πλήρωσαν τα «σπασμένα», που έμειναν χωρίς συντροφιά και όχι μόνο…

 

 

Α .   Ι .   Σ .  Κόκορος  .

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *