Στη μνήμη του αγαπημένου φίλου και συναδέλφου Κώστα Φωτεινού

Στη μνήμη του αγαπημένου φίλου και συναδέλφου Κώστα Φωτεινού
της Δέσποινας Καλέζου
Μια εκλεκτή προσωπικότητα μας έφυγε τούτες τις μέρες και ταξίδεψε στα νερά του Αχέροντα. Και στα Ηλύσια Πεδία τον υποδέχτηκαν χαρούμενα και τον έκαναν μόνιμο συγκάτοικό τους οι αγνές και ευγενικές ψυχές, γιατί ο “οβολός” που προσφέρθηκε για το πέρασμά του ήταν ανεκτίμητος, ανεκτίμητη η προσφορά του.
Δέχτηκαν τον ιδανικό δάσκαλο, τον ακούραστο ερευνητή, τον βαθυστόχαστο ποιητή, τον αξιόλογο συγγραφέα, δέχτηκαν προπάντων τον Άνθρωπο, τον βαθιά κοινωνικοποιημένο, τον έντονα προβληματισμένο για όλα τα τεκταινόμενα στον παράλογο κόσμο μας, τον πάντα και παντού παρόντα σε όλα τα πολιτιστικά και κοινωνικά δρώμενα της αγαπημένης του πόλης. Έναν Άνθρωπο που καταξίωσε με τη ζωή του, τη συμπεριφορά, τη στάση του, την όλη του πολιτεία το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Και πλούτισαν τα Ηλύσια Πεδία, λιγόστεψε όμως και αλάφρυνε παράξενα και δραματικά η δική μας πνευματική ζωή και όχι μόνο.
Τούτες τις ώρες της θλίψης η ψυχή νοσταλγικά ανασκαλεύει και θυμάται, θυμάται και πονάει για τις όμορφες φιλικές συναντήσεις, τις ατέλειωτες συζητήσεις, την συνύπαρξη, τη φιλία στα χρόνια της νιότης. Ο αμείλικτος όμως χρόνος και περισσότερο η ζωή, η γεμάτη απαιτήσεις, ανούσιες και περιττές πολλές φορές, δεν άφησαν περιθώρια γιά τέτοιας ποιότητας στιγμές. Μια τέτοια στιγμή θα μένει ανεξίτηλα γραμμένη στη θύμησή μου όταν συναντηθήκαμε στη Νικιάνα και συζητήσαμε για την ποιητική του συλλογή “ο ρακοσυλλέκτης”. Τον ρωτούσα επίμονα αν συνέλαβα τα μηνύματα του έργου, αν ήταν σωστή η ερμηνευτική μου προσέγγιση. Και χαμογελούσε.
Με το κείμενο που έγραψα τότε αποχαιρετώ τον φίλο μου, “τον στρατιώτη του ονείρου”, “τον αμετανόητο ορειβάτη” , “ιχνευτή των ωραίων”.
«Στην ποιητική συλλογή «Ο ρακοσυλλέκτης» κυριαρχεί ο άνθρωπος ρακοσυλλέκτης που παίρνει καθολική, πανανθρώπινη διάσταση, αφού πανανθρώπινα είναι και τα προβλήματα που θίγονται εδώ. Είναι ο άνθρωπος κάθε κοινωνίας, ο άνθρωπος ο ευαίσθητος, ο προβληματισμένος της σύγχρονης βάνδαλης εποχής, που προσπαθεί να περισώσει τα ράκη της χαμένης ανθρωπιάς, της χαμένης πνευματικής και ηθικής νιότης, ν’ αντισταθεί στη λεηλασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που προσπαθεί να στήσει τον δικό του ιδεατό – συναισθηματικό κόσμο μέσα στη στείρα αντιπνευματική σύγχρονη εποχή, πέρα από κάθε λογική, πέρα από κάθε λογιστική, γιατί ο ρακοσυλλέκτης δεν ξέρει από αριθμούς, δυαδικά συστήματα και λογαριασμούς.
Εδώ, θίγονται όλα τα προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο και το έργο παίρνει μεγάλες κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις.
Η αλλοτροίωση του ανθρώπου, αλλοτροίωση των διαπροσωπικών σχέσεων, η λεηλασία της ανθρώπινης ψυχής, ο θάνατος του κοινωνικού προσώπου και η δυναστεία του ατομικού είναι το πρώτο θέμα που απασχολεί τον ποιητή.
«Πώς λεηλατηθήκαμε μέσα στις φωνές των ανθρώπων,
πώς λεηλατηθήκαμε τόσο μέσα στη σιωπή των ανθρώπων».
Βαθύς πόνος για τον ρακοσυλλέκτη – ποιητή για ό,τι εγκαταλείφθηκε, για ό,τι ασύστολα λερώθηκε, για ό,τι αυθεντικό δεν υπάρχει πια.
«Κάστρα παλιά που ρίζωσαν στη σάρκα μου
και μοναστήρια μελαγχολικά στην εγκατάλειψη
μη μου λερώνετε τις μνήμες μου φωνάζω».
Ανιχνεύει με πόνο τον χρόνο, στοιχειώνουν οι μνήμες, ανασταίνονται οι πράξεις, παρελθόν και παρόν συνυπάρχει, στοιχειώνουν οι σύντροφοι του ονείρου «καθώς όλοι αλάργεψαν» «προσαρμόστηκαν τόσο καλά στη χλεύη των καιρών» «λιποτάχτες του ονείρου», για μια ζωή σερνάμενη σ’ ακύμαντα τενάγη, για το «αμερικάνικο όνειρο».
Καγχάζει την υποκρισία, την ευτέλεια και ιδιοτέλεια των μεγαλοσχημόνων, που αντιστρέφουν τα πάντα, αυτοί οι αργυραμοιβοί και μεταπράτες των ιδεών. Γίνεται καταπέλτης ενάντια στους «κορακοφόρους» έντιμους ταγούς, στους ανηλέητους διαφεντευτές της γης «που σε γυμνές εκτάσεις θ’ απλώσουν τα μίση τους ανηλέητα».
Γίνεται φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στη «δύναμη» των δημοσίων σχέσεων,τις τυπικότητες της ζωής, την έλλειψη ουσίας.
Το πρόβλημα της γλώσσας επίσης απασχολεί πολύ τον ποιητή. Καταφέρεται ενάντια στην περισπούδαστη, εξεζητημένη, ελιτίστικη γραφή που ντύνει υποκριτικά ασήμαντα νοήματα, εκφράζει την πίκρα του για την απουσία της θαλερής γλώσσας, για τη συρρίκνωσή της και συγχρόνως την ενδόμυχη επιθυμία του για την ανάστασή της:
Αχ! Και να ’ρθει μια άνοιξη τρελή
ν’ ανθίσουν τα ωραία ρήματα
να φορέσουν τα καλά τους
οι επιθετικοί προσδιορισμοί
να πάρουν τα οστά πάλι τη σάρκα τους.
Μέσα σ’ αυτόν τον παράλογο κόσμο, τη φρικτή δίνη, ο ρακοσυλλέκτης ταλανίζεται, αμφιβάλλει, αμφιγνωμίες ταράζουν το είναι του. Διαπιστώνει πόσο παράταιρη είναι με το σύστημα η όμορφη ουτοπία του, αφού τα πάντα είναι αλοτριωμένα και συμβιβασμένα, αφού τα πάντα απεμπολήθηκαν για το κατέχειν και φαίνεσθαι.
Αμφιταλαντεύεται, λιποψυχά, επανέρχεται, είναι ερασής του «είναι», της ουσίας. Και όταν έρχεται το απόβραδο, η ώρα του απολογισμού, της περισυλλογής, λυτρωμένη η ψυχή του από την καθημερινή τύρβη, ανασκαλεύει τα πεπραγμένα και τύψεις – περόνια – τη βασανίζουν για οράματα που δεν πραγματοποιήθηκαν, για υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν:
«Το απόβραδο άρχιζε το μαρτύριο
ανέβαιναν στη γη σκιές ασύδοτες
και ρακένδυτα οράματα σάρωναν λεηλατώντας τη σκέψη
ίσως να ’φταιγε που νωρίς νωρίς άφηναν την αγορά
για να μπουν στο καταφύγιο.»
Μετά από εσωτερικό αγώνα παραμένει «στρατιώτης του ονείρου», «ιχνηλάτης των ωραίων στιγμών», «πεισματάρης γρονθοκοπώντας τον καιρό», «αμετανόητος εραστής του ονείρου», «ιχνευτής των ωραίων», «αμετανόητος ονειροβάτης».
Γι’ αυτό και τα ποιήματα δεν αποπνέουν πεσιμισμό. Ήδη από το πρώτο ποίημα φαίνεται η αισιοδοξία για την πραγμάτωση των ωραίων σκοπών καθώς και στη σελίδα 36.
Μη λές ότι γράφεις την ιστορία σου.
Στο γυμνό κρανίο ενός άρρωστου σκοπού
θα ’ρθουν στιγμές ενός χρόνου μακρινού
που όσα ονειρεύτηκες βα βγούν να σεργιανάνε όλο χαρά
όταν θα ζεις σαν αστερόσκονη
στ’ άβατα ρείθρα του ουρανού.
Και απροσδόκητοι φίλοι θα ’ρχονται
να τα προϋπαντήσουν,
απροσγείωτοι και όμως ωραίοι
μέσα στον φθαρμένο χρόνο.
Πάντα ωραίοι, τρελοί και ανέστιοι, απροσγείωτοι, οι ιδεολόγοι όλων των εποχών που πραγματώνουν τα ωραία επιτεύγματα και πραγματοποιούν τις μεγάλες αλλαγές.
Θα ’ταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι μέσα στα ποιήματα περνάνε προσωπικά βιώματα και αγάπες του ποιητή. Η λατρεία της γενέτειρας, η λατρεία του Ιονίου και γενικά ό,τι έχει σχέση με τη φύση και τη θάλασσα.
Εγώ δεν ξέρω τέτοιους τόπους,
ξέρω μόνο ένα νησί,
μέσα σε λιόδεντα ένα σπίτι
κι ένα αλωνάκι στα ψηλά για ν’ αγναντεύω
τους ανοικτούς ορίζοντες, τα ήρεμα πουλιά
που στήνουν έρωτα
καταμεσής του Ιονίου, μες στο μαϊστρο.
Υπάρχουν στίχοι μέσα στα ποιήματα, που μόνο απ’ αυτούς μπορούμε να κατατάξουμε την ποίηση του Κώστα Φωτεινού στην ποίηση της ποιότητας. Στίχοι όπως «αθώες ακροβασίες των ονείρων», «κέντησε τη σιωπή μ’ ένα ψίθυρο», «στο σβησμένο λυχνοστάτη κρέμασα την αιωνιότητα της εφηβείας», «θριαμβευτικά η σιωπή κραυγάζει», «ψίθυροι ματωμένοι στη σιωπή» απογειώνουν την ψυχή και της χαρίζουν στιγμές ξεχωριστές.
Γενικά, μέσα στην ποιητική συλλογή θίγεται ο σημερινός κόσμος και τα προβλήματά του και ο ρακοσυλλέκτης εκφράζει τον πανανθρώπινο πόνο για το παράλογο της ζωής και συγχρόνως την πανανθρώπινη αγωνία για μια ζωή καλύτερη, ουσιαστικότερη.»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *