Γιατί ξουρίσανε τον παπά για ένα απίδι;

Γιατί ξουρίσανε τον παπά για ένα απίδι;

του ΗΛΙΑ ΤΣΑΚΑΛΟΥ

Οι πάντες γνωρίζετε τον ανιψιό μου. Ο ανιψιός μου είναι ένας άσχετος καπετανοδημοσιογράφος  από το χωριό  του Κωλοσίμου, είναι δε μάλιστα κι αυτός απόγονος εκείνου του μεγάλου που έκτισε τον Ιερό Ναό της Ευαγγελίστριας σε βυζαντινό ρυθμό και έχει πολλά απ΄τα προσόντα των Κωλοσίμων. Ο Κωλοσίμος που λέτε, ο ανιψιός μου, ο άσχετος, με παρακάλεσε να θυσιάσω μια ώρα της ζωής μου να γράψω, άνευ ανταλλάγματος βέβαια, κάτι  να το διαβάζει την ώρα που θα κάνει μπανάκι με τα μπρατσάκια  του (χωριάτης γαρ) στο Κάστρο για να περνάει η ώρα του.

Είπα να του γράψω ένα χρονογράφημα για τον τουρισμό, τους τουρίστες και τους μαγαζάτορες που όλο γκρινιάζουν κι όλο υπάρχουν και μεγαλώνουν απ΄ τον τουρισμό. Όμως αυτό θα χαλάσει την εικόνα που έχουμε για τον κοσμάκη που έρχεται και αφήνει τα λεπτάκια του στον τόπο μας.

Είπα μετά να του γράψω ένα παραμύθι για τους κακούς ανθρώπους που η κακία τους μεγαλώνει με τον Χρόνο, με τον Πόνο, με την Εξουσία και με την Ανημπόρια. (Ναι. Ναι. Αυτά τα τέσσαρα ξεβρακώνουν τους ανθρώπους και φανερώνουν στην κοινωνία τα σπλάχνα τους!) Αυτό, είπα, θα κάνει τους αναγνώστες μου να συσχετίσουν κακώς και απ΄ το μυαλό τους θα περάσουν χίλιοι δυό κακοί και δίδαγμα δεν θα βγει γιατί  ο πολύς ο κόσμος θα καταλάβει πως για να γίνεις μέγας και τρανός πρέπει να είσαι εκ γενετής κακός.

Κι εκεί που κούτραγε το κεφάλι μου στο παρόν, στο παρελθόν και στο μέλλον αναφώνησα ως νέος Αρχιμήδης «Εύρηκα! Εύρηκα!», θα γράψω μια ιστοριούλα που άλλος θα την εκλάβει ως χρονογράφημα, άλλος ως παραμύθι, άλλος ως  ένα πράμα που παραμύθι δεν είναι, μα δεν είναι και χρονογράφημα, αλλά ένα παιχνίδι με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Έχουμε και λέμε. Ευρισκόμεθα εις το παρελθόν. Ο καιρός είναι καλός και πλησιάζει ο Αύγουστος με τους οπώρες του , το σταφύλι, το απίδι, το πεπόνι, το καρπούζι, το αγγούρι, το βερύκοκο, τα βατόμουρα. Ο Αύγουστος είναι ο μήνας των θαλασσίων λουτρών, του μπανίζειν και της ξάπλας στην αμμουδιά. Τα τζιτζίκια βράζουν τα μεσημέρια και τα βράδια τραγουδάνε οι γρύλοι μονότονα και εκνευριστικά. Ω τι ωραία εποχή του έτους. Τότε, παρακαλώ, γορμάζουν και οι ονάδες (απίδια , ντόπια, αποδώθενε).

Μια μέρα του Αυγούστου λοιπόν κατεβαίνοντας απ΄την Εξάθεια στην Λευκάδα είδα που σε ένα αμπέλι ήταν μια απιδιά ονάδα που σιόντανε και κουνιόντανε στην πνοή του μαΐστρου και τα απίδια της κρεμόντανε κι είχανε ένα χρώμα πράσινο προς το κίτρινο. Σα παλιός γαβριάς που  είμαι είπα «χέσε το δικηγόρο και κατέβα να γιομίσεις τον κόρφο σου απίδια κι αστα πέντε-έξη μέρες να σκοτιδιάσουν, βάλ΄τα στο ψυγείο μετά και παίρνε και τρώγε να δεις πράμα». Αφού αυτά έλεγε ο διάολος που έχω μέσα μου εγώ ο μαύρος τι να κάμω; Κατέβηκα. Μπήκα στο αμπέλι. Πήγα στην απιδιά. Άπλωσα το χέρι να κόψω απίδι. Η απιδιά μου φώναξε : « στάκα. Μην απλώσεις. Θα χάσεις τις γραβάντες σου και θα σε πάνε στο γκριτσιονάλε. Ακούς;» «τι λες μωρή, της είπα, εγώ κλέβω απίδια απ΄τα γεννοφάσκια μου εσύ θα με σταματήσεις; Κάμε στην άκρη!». Απ΄ την απιδιά έσταξε ένα δάκρυ. Με κοίταξε και μου είπε: « Δικηγόρε εσύ δεν είσαι τζιτζιφιόγκος  και εκείος που έχει την απιδιά σε έχει ανάγκη. Μη το κάμεις γιατί εγώ έχω στην φύση μου να τα μαρτυράω όλα και να κυνηγάω τους καλούς και χρήσιμους ανθρώπους και να τους στέλνω γκριτσιονάλε για πλερώσουν και να μάθουν». Κοντοστάθηκα. Κατέβασα τα χέρια και ψιθύρισα « καταλαβαίνω τι μου λες, αλλά δεν καταλαβαίνω που το πας. Από πιο χωριό είσαι και πως δικαιολογείσαι για να μην σε ΄γγίξω και να φύγω.».  Η απιδιά με κοίταξε γεμάτη μίσος και  γούρλωσε τα θερία μάτια της  φανερώνοντας την κακία που είχε μέσα της  και μου είπε : « Άκου. Είμαι από δω. Απ΄ το Σπανοχώρι  και είμαι αυτή η απιδιά που ξούρισε τον παπά για ένα απίδι. Άμα θέλεις να πάθεις τα ίδια συνέχισε». Εκεί παραιτήθηκα κι εγώ και το οπλοπολυβόλο μου. Της γύρισα τον κώλο μου και κατάλαβα πως αφού είναι κακούργα τα δέντρα εγώ ένας αθώος άνθρωπος έπρεπε να φύγω τραγουδώντας την αγράμπελη.

Ο ήλιος χανόντανε πίσω απ΄ το  Καβαλισάνικο και το δάκρυ έτρεχε κομπί απ΄τα μάτια των ζώων και πτηνών της ανθρωπότητας. «Γιατί καλέ μου ήλιε κλαις;» Τον ρώτησα κι αυτός φορώντας τα κόκκινα πέπλα του μου είπε: « Άνθρωπε, άνθρωπε η κακία θα τελειώσει στη γη μετά  την έλευση του σοσιαλισμού»

ΔΙΔΑΓΜΑ:  Τα φρούτα γουρμάσουν δεν γουρμάσουν και σαπούν δε σαπούν  είναι γιομάτα κακία και εκδίκηση.

Αυτά. Σας άρεσε  η ιστοριούλα μου που δεν είναι ιστορία, μα δεν είναι και παραμύθι καλοί μου άνθρωποι. Καληνύχτα σας.

***

(Σημείωση Σύνταξης: Το συγκεκριμένο παρατσούκλι “Κολοσίμος” βέβαια γράφεται με “όμικρον” -σε όλα του τα “ο”- αλλά ο συγγραφέας επιμένει ανορθόγραφα στο “ωμέγα”! Τι να του κάνουμε…)

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *