Η παγίδα της (νέας) δραχμής

δραχμή

(Σημείωση σύνταξης: Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο ΦΟΡΤΣΑ ΛΕΥΚΑΔΑ σε ανύποπτο χρόνο (στις 23 Μαρτίου 2015), δηλαδή περίπου τρεις μήνες πριν μας προκύψει το δημοψήφισμα της Κυριακής. Επειδή λοιπόν τώρα με τους προβληματισμούς του δημοψηφίσματος αποδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρο, θεωρούμε πως ίσως ενδιαφέρει μερικούς και το επαναδημοσιεύουμε.)

 

του ΝΙΚΟΥ ΓΑΖΗ

Ομολογώ πως μου προκαλεί ανατριχίλα η ευκολία με την οποία αναφέρονται πολλοί συμπατριώτες μας στο ενδεχόμενο να επιστρέψει η χώρα μας στη δραχμή! «Ε, και τι έγινε, ίσως να είναι καλύτερα να επιστρέψουμε στη δραχμή» είναι μια απ΄ τις πιο συνηθισμένες επωδούς σε συζητήσεις για το τι πρόκειται να (μας) συμβεί, μετά τις δυσκολίες συνεννόησης και συμφωνίας που έχουν ανακύψει με τους «θεσμούς» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους δανειστές μας.
Είναι φανερό πως όσοι μιλούν περίπου …νοσταλγικά για τη νέα δραχμή, έχουν κατά νου τους την παλιά δραχμή κατά την έσχατη περίοδό της, λίγο πριν και λίγο μετά την αλλαγή της χιλιετίας και λίγο πριν αυτή αντικατασταθεί απ΄ το επάρατο για πολλούς ευρώ! Τότε δηλαδή που ο πληθωρισμός μας έπαιζε με το 3% ετησίως ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας ξεπερνούσε το 4%! Αγνοούν όμως πως η νέα δραχμή, όπως κι η οικονομία μας γενικότερα -έτσι κι επανέλθουμε υπό τις παρούσες συνθήκες- δεν θα έχει καμιά απολύτως σχέση μ΄ εκείνη τη δραχμή (κι εκείνη την οικονομία), αφού όλα πλέον έχουν αλλάξει δραματικά.
Οι μεγαλύτεροι θυμόμαστε πως κατά τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80 είχαμε πληθωρισμό σταθερά πάνω από 20% ετησίως, με αποτέλεσμα τα τραπεζικά δάνεια να είναι απλησίαστα αλλά κι εντελώς ασύμφορα για μισθωτούς, συνταξιούχους και τους εργαζόμενους γενικότερα, αφού τα επιτόκια χορηγήσεων εκτός που ήταν δύσκολα, ήταν τόσο υψηλά (πάνω από 30%), ώστε πολλαπλασίαζαν και ανέβαζαν το τελικό ποσόν εξόφλησης σε ύψη δυσθεώρητα! Αυτό βέβαια καθιστούσε άπιαστο όνειρο για τους μισθωτούς την απόκτηση κάποιου αξιόλογου περιουσιαστικού στοιχείου (π.χ. σπιτιού, καταστήματος, άλλου ακινήτου, οχήματος κ.λ.π.)
Παράλληλα η αγοραστική αξία των μισθωτών έβαινε συνεχώς μειούμενη, αφού το ποσοστό των ετήσιων αυξήσεων των μισθωτών κατά κανόνα υπολείπονταν (συνήθως ήταν περίπου στο μισό) από το ποσοστό του ετήσιου πληθωρισμού. Έτσι η απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης ήταν δεδομένη αλλά και η δυνατότητα αποταμίευσης που είχαν οι εργαζόμενοι ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, αφού εκ των πραγμάτων ήταν αναγκασμένοι να «κυνηγούν» συνεχώς κάποιο αγαθό και σχεδόν ποτέ να μην το φτάνουν. Γιατί μέχρι ο μισθωτός να καταφέρει να μαζέψει τα χρήματα που κόστιζε αρχικά το αγαθό, ιδιαίτερα το εισαγόμενο, η τιμή του (λόγω του πληθωρισμού) είχε ανέβει κατά πολύ…
Δεν είναι απαραίτητο να έχει κανείς εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις για ν΄ αντιληφθεί πως μια από τις χειρότερες μεθόδους άγριας φορολογίας είναι η κοπή πληθωριστικού χρήματος. Που σημαίνει πως μια κυβέρνηση καλύπτει τα δημοσιονομικά της ελλείμματα κόβοντας άφθονο χρήμα, χωρίς αντίκρισμα βέβαια… Και αυτό είναι που με μαθηματική ακρίβεια θα μας συμβεί αν επιστρέψουμε στη δραχμή. Μόνο που τα χαρακτηριστικά αυτής της επιστροφής δεν θα μοιάζουν καθόλου με την εικόνα και τα μεγέθη των δεκαετιών του ΄70 και του ΄80 που αναφέραμε, αλλά με τα χαρακτηριστικά χωρών που ήταν περίπου στην ίδια μοίρα με μας και απειλούνταν με ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, όπως ήταν παλιότερα η Αργεντινή, η Βραζιλία και άλλες χώρες.
Τον χειμώνα του 1988 προς 1989 έτυχε να επισκεφθώ κατ΄ επανάληψη μ΄ένα κρουαζιερόπλοιο την Βραζιλία (μια τεράστια χώρα 64 φορές μεγαλύτερη σε έκταση από την Ελλάδα και με 17 φορές περισσότερο πληθυσμό) και την Αργεντινή (μια επίσης πολύ μεγάλη χώρα με 21 φορές την έκταση της Ελλάδας και 3,7 φορές περισσότερο πληθυσμό). Επειδή μάλιστα το πρόγραμμα εκείνων των ταξιδιών ήταν εξαιρετικά “χαλαρό” και κάθε προσέγγιση προέβλεπε τέσσερις συνεχόμενες διανυκτερεύσεις στο Ρίο ντε Τζανέιρο (μεγαλούπολη της Βραζιλίας) και πέντε στο Μπουένες Άϊρες (την μεγαλούπολη – πρωτεύουσα της Αργεντινής), δεν ήμουν απλά ένας βιστικός περαστικός, αλλά είχα την ευκαιρία να κυκλοφορήσω αρκετά σ΄ αυτές τις πόλεις (όπως -έστω και για λιγότερο χρόνο- και σε άλλες πόλεις λιμάνια αυτών των χωρών) κι έτσι να δω από κοντά τα εξής πολύ ενδιαφέροντα πράγματα:

Και οι δυο αυτές χώρες είχαν τότε έντονα προβληματικές οικονομίες κι εμφάνιζαν υψηλότατο πληθωρισμό. Η μεν Βραζιλία, έχοντας αντικαταστήσει πρόσφατα το προηγούμενο πληθωριστικό της νόμισμα»κρουσέϊρος» με τα νέα (τότε) «κρουσάντος», είχε ετήσιο πληθωρισμό της τάξης του 900% (που αργότερα μάλιστα ξεπέρασε το 7.000%)! Η δε Αργεντινή, έχοντας επίσης αντικαταστήσει το προηγούμενο πληθωριστικό νόμισμά της «πέσο» με νέο, τις «αουστράλες», είχε τότε ετήσιο πληθωρισμό περίπου 250% (που στην συνέχεια όμως άγγιξε τις 4.000%)! Σαν αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής κατάστασης οι κάτοικοι βίωναν μεγάλη οικονομική δυσπραγία και φτώχεια, ενώ ανθούσε και μάλιστα έντονα η μαύρη αγορά και οι παράνομες δραστηριότητες που κύριο σκοπό τους είχαν να μαζεύουν σκληρό συνάλλαγμα. Εμείς δε οι επισκέπτες, με έκπληξη βλέπαμε ν΄ αλλάζουν οι τιμές στα σούπερ μάρκετ (ιδίως της Βραζιλίας, εκείνη την περίοδο) τρείς και τέσσερις φορές την ίδια μέρα και κάθε μέρα! Ήταν μάλιστα κάτι που μας ανάγκαζε να πηγαίνουμε πρωί-πρωί να κάνουμε τα όποια ψώνια χρειαζόμαστε, ώστε έτσι να προλαβαίνουμε τις ημερήσιες ανατιμήσεις…
Σε τέτοια οικονομικά περιβάλλοντα όμως, όπως εύκολα κανείς αντιλαμβάνεται, δεν μπορούσε να γίνει λόγος ούτε για αποταμίευση ούτε πολύ περισσότερο για δυνατότητα αγοράς αγαθών (ιδιαίτερα των πανάκριβων εισαγόμενων) για τους μισθωτούς και για τα λαϊκά στρώματα γενικότερα, ενώ κι η κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών διαβίωσής τους ήταν απίστευτα δύσκολη.
Παρόμοια φαινόμενα είναι βέβαιο πως θα αντιμετωπίσουμε κι εμείς αν -με οποιονδήποτε τρόπο- βγούμε απ΄ την ομπρέλα του ευρώ και βαδίσουμε στον δικό μας μοναχικό δρόμο. Γι αυτό και καταθέτω την δική μου αυτή εμπειρία ώστε να μην έχουμε ψευδαισθήσεις για το τι θα μας συμβεί και να μην θεωρούμε μ΄ ευκολία κι ασυλλόγιστα την επιστροφή στη δραχμή όχι μόνο σαν πανάκεια, αλλά ούτε καν σαν θετική εξέλιξη…

(Σημείωση: Όσοι φίλοι αναγνώστες επιθυμούν να μάθουν τεκμηριωμένα ποια ήταν η εξέλιξη στις συμπαθείς αυτές χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες εκτός απ΄τους κορυφαίους παγκοσμίως ποδοσφαιριστές που εξάγουν, έχουν και τεράστιες εξαγωγές σε προϊόντα ή πρώτες ύλες, γιατί διαθέτουν ανεξάντλητες πλουτοπαραγωγικές φυσικές πηγές, μπορεί να να βρεί στην συνέχεια του παραπάνω άρθρου,  στην στήλη “ΑΡΘΡΑ” του ΦΟΡΤΣΑ ΛΕΥΚΑΔΑ και να την διαβάσει εκεί.)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *