Ένα ποίημα-σχόλιο για την “Λογοδοσία Δημάρχου”

Το ποίημα σχόλιο της «Λογοδοσίας»

της Ειρήνης Περδικάρη

***

Χτες, σήμερα, αύριο

Δεν ξέρω ποιος φταίει τελικά
δύσκολα τα πράγματα
ή μήπως είναι απλά;

Φταίει ο πλούσιος ή ο φτωχός;
Ο άλλος ή ο δικός μου
Εαυτός;

Μήπως φταίει ο Θεός;
Ποιος είναι ο φίλος
και ποιος ο εχθρός;

Λόγια, λόγια, λόγια.
Ανάκατα και σε σειρά.
Και η ευθύνη να σιωπά.

Και το κόβεις το σχοινί
ή το περπατάς;
Δίνεις, δίνεσαι
ή αρχίζεις να πουλάς;

Κερδίζεις το εδώ
“Έτσι είναι!”,
ή ρισκάρεις ότι έχεις
ευθεία στο σταυρό;

Και αν χαθείς στη λασπη
Και σε θάψει;
Και αν όμως την κάνεις
να λάμψει;

Μα θέλει αστέρια πολλά
δεν φτάνει το φεγγάρι.
Αλλιώς δεν θα φύγει
το σκοτάδι.

Αυτό κατάλαβα από την λογοδοσία του δημάρχου, με τους καλοντυμένους ακροατές.
Συμβαίνει τίποτα και τα πάντα.
Αλλά ποιος να κουνηθεί; Είναι ωραία η ηρεμία. Και δεν κοστίζει παρά ένα χειροκρότημα. Δεν έχει σημασία γιατί. Απλώς χειροκροτάμε. Παντού και για τα πάντα. Αρκεί να μην σκεφτόμαστε.
Και όχι δεν είναι υποκρισία. Είναι η παράκληση για τη λύπηση μας.

Σχολιάστε

  1. ΑΤΤΙΚΗ 23-7-18

    Αδέρφια μου,
    ταχύτερη απ’ τον φτεροσάνταλον Ερμή
    το νέο μάς ήρθε του ξολοθρεμού σας.
    Ένα όνειρο πικρό τα φρένα εξέσχισε των Ολυμπίων
    τον γαληνό ταράζοντάς τους ύπνο.
    Οι Συμπληγάδες της ψυχής μας
    ακίνητες μιας κι άνοιξαν εμείναν
    ακέριο αφήνοντάς το να περάσει το καράβι
    της Θλίψης, της Οργής και των Συγκλονισμών.
    Στην πλώρη του επάνω
    πελιδνός
    χωρίς φωνή και πρόσωπο
    της Τραγωδίας ο άγγελος να διασαλπίζει:
    “ΔΕΚΑΔΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΕΚΡΟΙ!”

    Ο απρόσμενος χαμός σας
    στις πιο ψηλές κορφές του Πόνου μάς ανέβασε.
    Εκεί που κόβεται η ανάσα,
    εκεί που άλαλα τα χείλη μένουν,
    εκεί που δεν μπορεί το δάκρυ ν’ αναβλύσει-
    εκεί στερρό που υψώνεται το κάστρο της Οδύνης
    με τα τριακόσα εξηνταπέντε δίκοπα της Φτώχειας
    ασήμαντα να κείνται τώρα κάτου-ευτελισμένα.

    Οι ώρες μας
    στην Άβυσσο της Λύπης βυθισμένες
    δεν αλλάζουν πια.
    Η υπομονή αδέρφια μου
    έφτασε ξάφνω
    στο ακρόχειλο του πιο βαθιού γκρεμού της
    βλέποντας κάτω
    αθέλητη υποψήφια αυτόχειρ.

    Στο πανηγύρι ετούτο του Χαμού,
    στο χώμα της πατρίδας μας επάνω
    η Φρίκη την πιο πλούσια της πραμμάτια εξεδίπλωσε
    κι απλόχερα τη σκόρπισε εναγύρω.

    Μέσα στων δέντρων τους κριγμούς
    μες στον ορυμαγδό
    μες στο φρικώδες ξάφνιασμα
    φωνές ακούονταν ικετευτικές
    από το κάθε στόμα:
    «Αδέρφια μας μη φεύγετε! Σταθείτε!”

    Όμως η Μοίρα εσάς σας είχε κιόλας ξεχωρίσει.
    Και σας πήρε.
    Και το άρωμα έμεινε χωρίς αγέρα
    το στόλισμα χωρίς γυναίκα
    η αγάπη δίχως αγκαλιά.

    Αδέρφια μας
    τώρα κοιμόσαστε ήρεμα
    γλυκά και αλαφρά.
    Τώρα στο χώμα ανθούν τα όνειρά σας.
    Κι οι αναμνήσεις σας-όσες προλάβατε να φτιάξετε-
    στα φύλλα των τριαντάφυλλων ακούμπησαν θλιμμένες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *