Του Πάσχου Μανδραβέλη
Όλοι έχουμε δει -τουλάχιστον σε ταινίες- τα πρώτα βήματα που κάνουν άνθρωποι που έμειναν επί μακρόν καθηλωμένοι έπειτα από κάποιο ατύχημα. Με αβέβαιες πρώτες κινήσεις, ο παθών στηρίζεται με τα χέρια του σε δύο μεταλλικές μπάρες, σφίγγει τα δόντια και προχωρά όσο επιτρέπει η θέλησή του. Κάπως έτσι θα είναι και η μικρή έξοδος της Ελλάδας στις αγορές μετά τη σφοδρή σύγκρουση που βίωσε η ελληνική οικονομία με την πραγματικότητα το 2009. Θα κάνει τα πρώτα της αβέβαια βήματα στηριζόμενη στα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά όργανα, τα οποία θα εξασφαλίσουν ότι δεν θα πέσει. Κι αυτό είναι μια σημαντική και επιπλέον παράμετρος που αγνοούν (ηθελημένα;) όσοι ασπάζονται τη θεωρία ότι με καουμποϊλίκια και μονομερείς ενέργειες θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία.
Η έξοδος όμως στις αγορές -ακόμη κι αν μπορούσε να καλύψει όλες τις δανειακές μας ανάγκες, ακόμη και αν γινόταν χωρίς τη βοήθεια των εταίρων- δεν σημαίνει ότι τελειώνει η επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας. Αντιθέτως, θα είναι πιο ενδελεχής και καθημερινή, σε αντίθεση με τους τριμηνιαίους ελέγχους που έκανε η τρόικα. Όσοι σκεφθούν να επενδύσουν τα λεφτά τους στην Ελλάδα θα παρατηρούν κάθε μεταβολή στη χώρα μας, κι αναλόγως θα διαμορφώνονται οι προσδοκίες. Τα πισωγυρίσματα δεν θα είναι υπό διαπραγμάτευση, όπως γίνεται τώρα με τους γραφειοκράτες των δανειστών μας. Θα τιμωρούνται άμα τη εμφανίσει διά των διαβόητων spreads, τα οποία τώρα τα έχουμε ξεχάσει.
Με άλλα λόγια, η επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας θα γίνει πολύ πιο ασφυκτική, διότι στις αγορές αυτοί που δανείζουν βάζουν τα δικά τους λεφτά κι όχι των φορολογουμένων τους, όπως κάνουν οι Ευρωπαίοι της τρόικας. Η διαπραγμάτευση με πολιτικούς όρους -δηλαδή, «ξέρετε, δεν αντέχει η ελληνική κοινωνία το κλείσιμο του τάδε δημόσιου οργανισμού»- δεν μπορεί να υπάρξει διότι δεν θα υπάρχουν οι μισητοί τροϊκανοί να τις κάνουν. Στο τραπέζι θα είναι τα λεφτά τους και η δική μας πειθώ ότι δεν θα τα χάσουν.
Πολλοί φαντάζονται ότι η έξοδος στις αγορές θα μας γυρίσει στην εποχή των παχιών δανεικών χωρίς κανένα έλεγχο, όπως γινόταν την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα. Η αλήθεια είναι ότι πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση η Ελλάδα απολάμβανε ανεμπόδιστο δανεισμό και με χαμηλά επιτόκια, ακριβώς εξαιτίας της «αφροσύνης των αγορών» την οποία τώρα τόσο ελεεινολογούμε. Μας δάνειζαν σαν Γερμανούς, παρά το γεγονός ότι κάθε χρόνο η παραγωγικότητά μας μειωνόταν και οι δαπάνες του κράτους αυξάνονταν. Αυτό δεν πρόκειται να επαναληφθεί και διότι όλοι -συμπεριλαμβανομένων ημών των Ελλήνων- προσέχουν πια πού βάζουν τα λεφτά τους. Η «αφροσύνη των αγορών» είναι ένας κακός εφιάλτης για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και επιπλέον: όλοι κατανόησαν ότι τα ελλείμματα του ευρωπαϊκού Νότου δεν θα καλυφθούν από τα πλεονάσματα των Βορρά. Όσοι έχασαν το μισό τους κεφάλαιο (υπάρχουν κι Ελληνες μικροομολογιούχοι) δεν πρόκειται να βάλουν πάλι τα λεφτά τους εάν δεν πεισθούν ότι αυτά θα πιάσουν τόπο· ότι, δηλαδή, θα επενδυθούν σωστά για να πολλαπλασιαστεί το παραγωγικό αποτέλεσμα, ώστε να πάρουν πίσω το κεφάλαιό τους συν τους τόκους που τους αναλογούν. Όσοι νομίζουν ότι θα βγούμε στις αγορές για να σκορπάμε λεφτά σε εξωτικά επιδόματα και να παράγουμε συνταξιούχους κάτω των πενήντα ετών, καλά είναι να το ξανασκεφτούν…
Πηγή: Η Καθημερινή