Εκδήλωση του Συνδέσμου Φιλολόγων: Η Ελληνική Ποίηση τον 21ο αιώνα

Φιλόλογοι

O ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ ΛΕΥΚΑΔΑΣ (ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ), ανοίγοντας το κεφάλαιο προβληματισμού πάνω σε θέματα σχετικά με τη λογοτεχνία –ποίηση και πεζογραφία- των ημερών μας, καλεί στη Λευκάδα τον νέο και ήδη αναγνωρισμένο ποιητή Αλέξιο Μάινα, σε μια εκδήλωση με θέμα: «Η Ελληνική Ποίηση τον 21ο αιώνα. Υπάρχει «νέα γενιά»; Η περίπτωση του ποιητή Αλέξιου Μάινα».

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί σε συνεργασία με το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας, την Τετάρτη, 8 Ιουλίου, ώρα 8 μ.μ., στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Πολιτιστικού Κέντρου.
Θα ακολουθήσει προσεχώς αναλυτικό πρόγραμμα.
Μια πρώτη γνωριμία με τον ποιητή Αλέξιο Μάινα

Σύντομο βιογραφικό
Ο Αλέξιος Μάινας γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα, σπούδασε Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στη Βόννη και ασχολείται με τη μετάφραση και την παρουσίαση ποιητών στον γερμανόφωνο χώρο. Έχει επιμεληθεί τη δίγλωσση μετάφραση των ποιημάτων του Καβάφη (Romiosini 2009), ποιήματα του οποίου μεταφράζει εκ νέου για ελβετικό εκδοτικό οίκο. Γράφει ποίηση και διήγημα. Η ποιητική συλλογή του «Το περιεχόμενο του υπόλοιπου» (Γαβριηλίδης, 2011) ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, για το αντίστοιχο βραβείο του περιοδικού Διαβάζω, και βραβεύτηκε στο Συμπόσιο Ποίησης. Προσφάτως κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή «Το ξυράφι του Όκαμ» (Μικρή Άρκτος, 2014).

ΜΙΚΡΟ ΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ
Από την ποιητική συλλογή: Το περιεχόμενο του υπόλοιπου (εκδ. Γαβριηλίδη, 2011)
Το οξυγόνο της αγάπης
Κάποιες στροφές η ελευθερία
συνωμοτεί με τη χρονικότητα.
Ποιος ξέρει πόσα λεωφορεία
τέτοια περάσαν.
Ω ναι, υπήρξαν άνθρωποι αναφαίρετοι
που αγαπήσαμε σαν πατρίδες
όπως οι ήρωες τις κακουχίες και τις εκδορές,
υπήρξαν χωριά με τους γάντζους της νοσταλγίας πιασμένα
στις καρβουνιασμένες πια βουνοσειρές
–βένθος άλλοτε ενός ουράνιου πυθμένα–
υπήρξαν παιδιά που τρέχαν πίσω απ’ τις φωνές τους
σαν πίσω από τόπι, μάλλον άπτερα μα πιο σβέλτα από ακρίδες,
κυνηγώντας την ανάμνηση της τρυφερότητας σαν πουλιά διαβατικά,
υπήρξαν κορίτσια πονόκαρδα και αόρατα
που σταθήκαν μες στα ζαρζαβατικά
και τους ζείδωρους κρόκους ή μες στων λωτών την ομήγυρη
για να μην τα ξεχάσουμε –όπου όντως φαντάζαν θεόρατα–
δήθεν πλέκοντας στεφάνια και θύρσους για την πανήγυρη
ή γνέθοντας και ξοδεύοντας τις ζωές τους.
Τις Κυριακές ακόμα βγαίνοντας έξω
στους πρόποδες της παλίμψηστης φύσης,
σουλατσάροντας ανάμεσα στα νούφαρα των κυκλάμινων,
ανάμεσα στις κουμαριές, τα φαρμακερά βότανα
ή τα πρώτα μαργαριτάρια της κάππαρης,
νομίζουμε πως είμαστε ακόμα εκεί, καλοκαιράκι,
στην Αθωότητα, στο μεσημεριάτικο υποκορισμό της σκιάς
στα μονοπάτια που κατάπινε δασύκορμος ο πευκιάς
ή τις δημοσιές που κατεβαίναν στους μόλους
όπου σκούριαζε και καθόταν το άγαλμα του πορθμέα
–ίσως κάποιος χθόνιος Ερμής που ψυχοπαζάρευε λαθραία,
που όμως όλοι το λέγαμε «ο αράπης»
γιατί από κάποτε κάτασπρο είχε την όψη του μπλάβου–
απ’ όπου τις Δευτέρες ρίχναμε δραχμές ή γυάλινους βόλους
στο πέλαγο του Ποσειδώνα –σαν σε κυκλώπειο φιστικί πηγάδι–
για να πάει καλά η βδομάδα· κι όπως προσμέναμε κάποιο σημάδι
περνούσε η πεταχτούλα Ανδρομέδα αξιοθέατο χωρίς μπαμπάδες και μητριές
ή ήταν δεμένη στ’ άλλα βράχια του κάβου,
μα κάναμε πως είχαμε άλλες δουλειές
πιο σπουδαίες απ’ το λαχάνιασμα μες στο αεράκι,
πιο επείγουσες απ’ τα πνευμόνια της αγάπης.

Από την ποιητική συλλογή: «Το ξυράφι του Όκαμ» (Εκδ. Μικρή Άρκτος, 2014)
(Η απόσβεση της ζωής)
Ο Μάκης της Βίκυς την Τρίτη είχε γενέθλια
και μαζευτήκαμε οι παλιοί των φοιτητικών.
Ό,τι μας άφησε η ωρίμανση, ο μύθος των διατροφικών συμπληρωμάτων.
Νιάτα, ακαθαρσίες.
(Κάποιοι ξέμειναν στις αποβάθρες. Άλλους τους πήρε το τρένο.
Η Γιώτα χάλασε.)
Δόθηκαν δώρα απ’ το πορτμπαγκάζ
και περιτυλίγματα με ευχές και σακούλες
κεριά που δε σβήνουν.
Το σπίτι γέμισε γραβάτες με πτώματα που τρώγαν τούρτα.
Ο Μάκης γελούσε όλο το βράδυ, έκανε προπόσεις
έκανε πλακίτσες, τσιμπούσε στο μάγουλο.
Τον τραβούσε η γωνιά με τις καλλίγραμμες
που αναμόχλευαν τα γόνατα στον καναπέ.
Πλησίαζε για να κορτάρει τα κραγιόν
ψιθύριζε βρομιές κι έσκυβε να τις πνίξει με το γέλιο
στο μανίκι του.
Κάποια στιγμή μού λέει
δες με και φέτος
είμαι η ψυχή της παρέας
θέλω να φέρεις ένα κανόνι και να πετάξω
σαν άνθρωπος-οβίδα.

Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή: «Ο διαμελισμός του Αδάμ»

Ιδανική εκτέλεση ποιητή
Προτιμούσε την πένα και το πινέλο.
Τα κοντόκαννα όπλα.
Ακόμα θυμάμαι τον Τζιάκομο Μπλέτερσταμ
έναν μανιακό φωβιστή που γνώρισα κάποτε στο Τορίνο,
είχε μια βέσπα με διπλή μηχανή
και μια απείθαρχη μαϊμού απ’ το Μαρόκο,
κάναμε εκδρομές σε ορεινές άγριες λίμνες,
ξέφραγα δάση, ασύδοτες πινελιές,
μια μέρα στο πουθενά
στάθηκα μπροστά σε μια μάντρα για να καπνίσω
και ζωγράφισε τον καπνό να βγαίνει πράσινος
απ’ το στόμα της μουγκής μαϊμούς του
όπως ο χειμώνας απ’ τη λαμαρίνα της βέσπας.
Τη ζωγράφισε κίτρινη με μια τουλίπα στο πέτο
για να μου τη χαρίσει,
είναι η σφαίρα που μια μέρα θα φας, είπε,
γιατί εσείς οι ποιητές είστε ωραίοι και αφιλονίκητοι –
γράφετε πιο καλά μες στο φέρετρο.

Μια άλλη φορά τον πέτυχα στα συνθήματα
κάτω απ’ τα τείχη της ένοχης φάμπρικας,
δεν είχε μαζί του τον πίνακα
αλλά πανό με άναρθρες πιτσιλιές από χρώμα,
είσαι φασίστας μου πέταξε εν μέσω διαδήλωσης
γιατί πιστεύεις στον κόσμο που βλέπεις
(έλεος υπάρχει μόνο στο ανέφικτο).

Κάποια τρίτη φορά ένα Πάσχα
με φώναξε σπίτι όπου η κατάκοιτη μάνα του
είχε αναστηθεί για να φτιάξει καμένο κατσίκι,
μιλήσαμε για τους εξπρεσιονιστές
ως απόηχο των φαινομενολόγων,
ήξερε κάμποσα και τ’ ανακάτευε στο κίτρινο χρώμα
όπως το ’βλεπε μπροστά του στο λάδι,
η ευδαιμονία… έλεγε, ο ηδονισμός…
και ζωγράφιζε στον αέρα σταυρούς και μαϊμούδες.
Δεν είχα φέρει ούτε κρασί ούτε άφιλτρα
και ντράπηκα να ρωτήσω.

Τέλη Μάρτη είδα την άτρωτη βέσπα του
σ’ ένα ακαλαίσθητο σοκάκι με χιόνι
(καβάλα ένα γερμανάκι απ’ το Μάιλαντ),

στο κιόσκι που ρώτησα κάποιος μου ’πε πως «έφυγε»
ήταν σίγουρος πως συνάντησε τον πατέρα του στο παρτέρι,
ρώτησα κι αλλού και το δέχεσαι τελικά
ως άχρωμο γεγονός, όχι ως κάτι με νόημα,
–τι άλλο να πω–
πέθανε και χαθήκαμε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *