ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΚΙ ΑΞΕΧΑΣΤΑ: Ο πατέρας του νομάρχη

ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΚΙ ΑΞΕΧΑΣΤΑ: Ο πατέρας του νομάρχη

του Ανδρέα Σταύρακα

Υπάρχουν στη γη τοποθεσίες που βγάζουν καλά και νόστιμα αγαθά. Όπως η Βραζιλία που βγάζει ωραίο καφέ, η Χίο ωραία μαστίχα. η Μυτιλήνη καλό ούζο, ο  Τύρναβος βγάζει ωραίο τσίπουρο, η Σουηδία παράγει πολύ και καλή ξυλεία  κ,τ,,λ,.

Έτσι και στη Λευκάδα, υπάρχουν πολλές τοποθεσίες που παράγουν διάφορα νόστιμα αγαθά. Ο κάμπος της Βασιλικής για παράδειγμα παράγει ωραία σταφίδα και πολλά και καλά κηπευτικά, τα πιο πίσω χωριά παράγουν αρωματικά λουλούδια όπως πανσέδες και άλλα  πολλά. Τα ορεινά χωριά της Λευκάδας, όπως η Εγκλουβή, βγάζει την πιο νόστιμη και βραστερή φακή, που η φήμη της έχει εξαπλωθεί σε πολλά μέρη. Το παρακάτω κεφαλοχώρι, η Καρυά, πολύ καλό κρασί, μαύρο και κεροπάτι από βαρτζαμή και μοσχάτο σταφύλι, που η γεύση του είναι μοναδική κι ανεπανάληπτη.  Βγάζει όμως και χρυσοχέρες γυναίκες που φτιάχνουν τα ποιο ωραία εργόχειρα, όπως είναι τα υφαντά του αργαλειού και τα μοναδικά κεντήματα με τη σταυροβελονιά και το ψαθάκι. Η Καρυά επίσης βγάζει πολλούς και καλούς «γλωσσοπλάστες», που διηγούνται ωραίες και νόστιμες ιστορίες, που κάνουν τον ακροατή να ξεχνάει όλες τις αρκούσες του.

Το Θείο αυτό δώρο που έδωσε η Φύση σ΄ αυτό το χωριό είναι ανεξήγητο.Κάποιοι λένε πως είναι από τα δροσερά και πλατύφυλλα πλατάνια της ωραίας μας πλατείας.  Άλλοι λένε πως είναι το δροσερό νερό από την πάνω και την κάτω βρύση. Όπως και να’ χει πάντως, οι επισκέπτες που έρχονταν και έρχονται, στο χωριό, ακούνε με βουλιμία τις νόστιμες ιστορίες  που διηγούνται προπαντός οι μεγαλύτεροι.

Θα αναφέρω κάμποσους και όχι όλους, γιατί αν το  επιχειρούσα θα χρειάζονταν πολλά χρόνια και τόνους χαρτιά!  Ένας είναι ο Τάσος ο Αραβανής ο Βασλαρδάς που τον φωνάζουμε Τασέλια. Το επάγγελμα του ήταν σοβατζής, τώρα είναι συνταξιούχος.  Ο Τάσος όλη την ημέρα ανακατεύει πλάθει μαγειρεύει και σερβίρει με μαεστρία τα άυλα αυτά αγαθά, που σπανίζουν  δυστυχώς στην εποχή μας. Έχει τέτοιο ταλέντο, που όταν διηγείται  κάποια ιστορία,  ο ακροατής πρέπει να είναι νηστικός, γιατί από το πολύ γέλιο μπορεί να του φύγουν τα άντερα, μαζί με το περιεχόμενο…

Όταν βρισκόμαστε  στο χωριό, κάτω από τα πλατάνια της πλατείας, ψάχνουμε να τον βρούμε για να μας διηγηθεί κάποια από τις πολλές ιστορίες που ξέρει. Πολλά από αυτά  που μας διηγείται τα έχει μαζέψει από διάφορα περιστατικά που του έτυχαν στη ζωή του από τα χρόνια της κατοχής μέχρι σήμερα. Τα βγάζει  ένα -ένα απ΄ το «μπαούλο» του μυαλού του, τους βάζει αλάτι πιπέρι και διάφορα «μπαχαρικά», τα μαγειρεύει σαν τον Μαμαλάκη και τα σερβίρει στις παρέες. Δεν του λείπουν δε και τα καλοπροαίρετα πειράγματα, με τα οποία πειράζει όλους όσους είναι στην παρέα.

 

Κάποια μέρα που καθόμαστε στο καφενείο της Μπρέτας, ήταν εκεί κι ο Πέτρος που κάποτε ήταν τσαγκάρης κι έφτιαχνε τα πιο ωραία παπούτσια. Μέχρι κι ο εισαγγελέας ήθελε να του φτιάχνει τα παπούτσα ο Πέτρος, ακόμη και του τότε δεσπότη του Δωρόθεου, τις περισσότερες  φορές ο Πέτρος του έφτιαχνε τα παπούτσια.

Την ημέρα εκείνη ο Πέτρος θέλησε να πειράξει τον Τασέλια,  λέγοντάς του πως τα σπίτια που σοφάτιζε, όταν έβγαινε ο ήλιος, έμοιαζαν σαν τσαλακωμένα σεντόνια.  Δεν έχασε καιρό όμως ο Τασέλιας και του λέει με Λαζοπούλειο ύφος:

«Δεν θυμάσαι τότε που έφτιαξες τα παπούτσια του Δεσπότη και στο ένα τακούνι έβαλες ένα πετσί λιγότερο κι όταν ήρθε στην Καρυά στη λιτανεία του Αγίου Σπυρίδωνα κούτσαινε και μετά έτρεχε στους γιατρούς να του μετράνε τα ποδάρια, μήπως κόντυνε το ένα του ποδάρι;»

 

Τα γέλια που κάνουμε με τον τρόπο που τα λέει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ανεπανάληπτα, τόσο που και οι αλλοδαποί που τυχαίνει να βρίσκονται εκεί κοντά γελάνε χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα και τι λέμε!

 

 

Ένας άλλος πνευματώδης παραμυθάς είναι ο Ζώης ο Αρβανίτης ο Τσαγκαριόλος. Τα αστεία του Ζώη είναι ολιγόλογα και εύστοχα, κάθε του κουβέντα έχει τη νοστιμιά της.                                                             Θα αναφέρω ακόμα τον Σταύρο τον Κατωπόδη τον Μαστροσταύρο, που τα διηγήματα του και τα αστεία του ήταν επίσης ανεπανάληπτα! Κάποια φορά θα γράψω μερικές απ΄ τις ιστορίες του. Επίσης ο Χρήστος ο Αραβανής ο Μπαφούνης, όταν διηγούνταν κάποια ιστορία κρεμιόμαστε από τα χείλη του. Και αυτουνού θα πρέπει να γράψω κάποιες από τις πολλές ιστορίες που μας έλεγε τότε.

Για τον μπάρμπα Λία τον Κτσολία τι να πρώτογράψω; Ο μακαρίτης αυτός έκανε πολλές και πετυχημένες φάρσες.

Τα περιστατικά που διηγείται ο Πάνος ο Κατωπόδης ο Μπέλας, περνούν μέσα από πικρόγλυκη σοβαρότητα, αγγίζουν ελαφρά το χιούμορ και καταλήγουν  σε φιλοσοφικά και διδακτικά μηνύματα. Ο Πάνος είναι ο πρωτότοκος γιος του Ντίνου του Μπέλα, ενός εξαιρετικού ανθρώπου.Έτυχενα τον γνωρίσω μικρός τον μπάρμπα Ντίνο, γιατί το δικό μου αμπέλι ήταν δίπλα από το δικό του, πάντα είχε στα χείλι του την καλή κουβέντα.

Ο Πάνος έμαθε την τέχνη του ράφτη από τότε που τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Και όπως όλοι οι ραφτάδες, που λόγω του επαγγέλματος έχουν ως γνώμονα την ακρίβεια και τη μεζούρα, έτσι και ο Πάνος, όπως τα κουστούμια που έφτιαχνε έπρεπε να προσέχει και την πιο μικρή λεπτομέρεια, έτσι και αυτά που διηγείται τα ξεστομίζει αργά και προσεγμένα.

Πολλές φορές όταν σμίγουμε ρίχνει πρώτα μια σύντομη ματιά στο κεφάλι σου, αν φοράς σκούφια σταματάει για λίγο, κατόπιν κατεβάζει το βλέμμα στο γιακά. Το πρόσωπο δεν τον ενδιαφέρει καθόλου, αν οι φαβορίτες είναι στραβές, αν το μουστάκι γέρνει αριστερά η δεξιά, αυτά είναι δουλειά του κουρέα. Σταματάει λοιπόν το βλέμμα στο γιακά, μετά το κατεβάζει στα πέτα και κοιτάζει με προσοχή πότε το ένα πότε το άλλο για να δει αν έχουν το ίδιο μέγεθος.

Ύστερα αλφαδιάζει με το μάτι τους ώμους, για να δει αν είναι και οι δυο στο ίδιο μέγεθος.   Μετά από το  μικρό τσεπάκι αριστερά, κατεβάζει τα μάτια στα κουμπιά του σακακιού κι από κεί στο παντελόνι. Στα ρεβέρ δίνει μεγάλη προσοχή, πρέπει να έχουν ακριβώς το ίδιο πλάτος, να είναι ευθυγραμμισμένα και καλά σιδερωμένα.

Από τα ρεβέρ και κάτω δεν δίνει σημασία, εκεί είναι άλλου «παπά  Ευαγγέλιο», είναι του τσαγκάρη.

Στο ραφείο που μάθαινε την τέχνη, πήγαιναν πολλοί χωριανοί -προπαντός το χειμώνα- και κάθονταν εκεί που έκανε ζέστη κι έλεγαν διάφορες ιστορίες. Ο Πάνος σαν μικρό παιδί, είχε τα μάτια του προσηλωμένα στα χέρια του μάστορα για να μαθαίνει τη δουλειά, τ΄ αυτιά του όμως τα είχε στραμμένα στις κουβέντες των θαμώνων.

Όταν έφτιαξε το δικό του μαγαζί, στο σπίτι του, πήγαιναν πολλοί χωριανοί, τις μέρες που έβρεχε, κάθονταν εκεί και έλεγαν διάφορες ιστορίες. Ο Πάνος πίσω από το μεγάλο πάγκο όρθιος, στο δεξί του  χέρι  κρατούσε το μεγάλο ψαλίδι που με μια κίνηση έκοβε μια πήχη ύφασμα. Δίπλα του το σίδερο στο μέγεθος πριαριού, γεμάτο κάρβουνα, έκαιγε συνέχεια ελκύοντας το χειμώνα πολλούς θαμώνες.

Όλες αυτές τις ιστορίες που άκουγε, όταν μαζευόμαστε στην πλατεία μας τις διηγείται αργά με ακρίβεια και προσεγμένα, όπως αρμόζει στο επάγγελμά του. Εγώ θα προσπαθήσω να μεταφέρω εδώ, δυο περιστατικά που μας διηγήθηκε κάποια φορά ο Πάνος στην ωραία μας πλατεία.

Δεν θα μπορέσω βέβαια να τα μεταφέρω με την ακρίβεια που μας τα διηγήθηκε ο Πάνος.

Γιατί τα παράθυρα που έφτιαχνα εγώ, αν ήταν πέντε εκατοστά μικρότερα τα μπούκωνε ο σοβατζής με λάσπη οπότε ούτε γάτα ούτε ζημιά, ενώ τα πέτα και τα ρεβέρ  του Πάνου δεν χωρούσανε σοβάτισμα…  Έτσι ο Πάνος κόβει, τροπώνει, ράβει και σιδερώνει με ακρίβεια αυτά που διηγείται…

Κάποια μέρα  που βρισκόμαστε στην πλατεία της Καρυάς ,κάτω από τον πλάτανο που είναι απέναντι από το σπίτι του Τσάφη,  θυμήθηκε ο Πάνος κάποιες από τις πολλές ιστορίες που διηγούνταν οι απόμαχοι της βιοπάλης.

 

 

Όλοι τούτοι οι άνθρωποι, οι  περισσότεροι αγράμματοι, γνωρίζονταν μεταξύ τους και ήξερε ο ένας το κουσούρι του άλλου, γι’ αυτό και ζύγιζαν με φάρμακοζυγαριά κάθε κουβέντα που ξεστόμιζαν. Δεν αναφέρονταν ποτέ σε κάποιο ελάττωμα που είχε κάποιος η κάποιο δυσάρεστο οικογενειακό του πρόβλημα .

Αρχίζοντας ο Πάνος ξεκίνησε να λέει πως πριν από πολλά χρόνια στην ίδια μεριά που καθόμαστε εμείς, κάθονταν κάμποσοι χωριανοί και έλεγαν διάφορες ιστορίες.  Στην συντροφιά τους ήταν κι ένας συγχωριανός που είχε ένα μονάκριβο αγόρι, που με δυσκολία αυτός και η γυναίκα του, ύστερα από το δημοτικό, το έστειλαν στη χώρα και τελείωσε το γυμνάσιο. Τελείωσε με άριστα και αποφάσισαν πουλώντας και το εικόνισμα τους που λέει ο λόγος, να το στείλουν στην Αθήνα για ανώτερες σπουδές.

Το παιδί αυτό αφού έγινε ένας αξιόλογος επιστήμονας, για κάποια άγνωστη αιτία σταμάτησε να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με τους γονείς του.  Όσο και αν προσπάθησε ο πατέρας του να μάθει την αιτία, δεν τα κατάφερε κι έτσι η πίκρα ήταν μόνιμα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.

Την μέρα εκείνη λοιπόν που κάποιοι συγχωριανοί έλεγαν διάφορες ιστορίες στην πλατεία, στη συντροφιά τους ήταν και ο πικραμένος πατέρας. Τότε πέρασε απ΄ το δρόμο κάποιος Ηπειρώτης γανωτής. Είχε στον ώμο του ένα χοντρό ξύλο που στην άκρη του κρέμονταν μία μεγάλη καναβάτσα δεμένη στα τέσσερα άκρα, που την είχε γεμάτη με διάφορα χαλκώματα. Κάποιος από την παρέα τον φώναξε να τον κεράσει ένα ούζο και κρύο νερό, αποσκοπώντας να τους διηγηθεί και καμιά ιστορία από τα χωριά της Ηπείρου.

Οι γανωτήδες τότε «καλαϊτζήδες» τους λέγαμε, γύριζαν συχνά στα χωριά μας, γιατί τα πιο πολλά σκεύη ήταν χαλκωματένια,  κατσαρόλες, τσουκάλια, τεντζερέδες, σαχάνια, μαστραπάδες κ.λ.π.

Αφού λοιπόν ο γανωτής ήπιε μονορούφι  δυο ποτήρια κρύο νερό απ΄ το μοναδικό κεφαλόβρυσο και ένα-δυο ούζα, όπως ήταν επόμενο, του ζήτησαν να τους πει καμιά ιστορία από τα μακρινά χωριά της πατρίδας του. Σαν ξένος  που ήταν και που δεν ήξερε πρόσωπα και πράγματα,  κεφάτος όπως ήταν  από τα ούζα που είχε πιει, άρχισε δίχως φράχτη στη γλώσσα του, να διηγείται την παρακάτω ιστορία:

«Στις αρχές του περασμένου αιώνα,  στη δεκαετία του χίλια εννιακόσα,  σε κάποιο απομακρυσμένο ορεινό χωριό της Ηπείρου, ζούσε μια φτωχή οικογένεια,  ένα αντρόγυνο με τους γέρους γονείς τους και τον  μοναχογιό τους. Όλη η οικογένεια ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, αλλά παρά τη μεγάλη τους φτώχεια, αποφάσισαν να σπουδάσουν το γιό τους.

Αφού λοιπόν το παιδί τελείωσε το δημοτικό, μεγάλη πολυτέλεια για την εποχή εκείνη, τον έστειλαν στα Γιάννενα στο γυμνάσιο.

Τον πρώτο χρόνο ο νεαρός πήγε δυο φορές στο χωριό, παρότι ήταν δύσκολο, γιατί δεν υπήρχε δρόμος και συγκοινωνία και με τα πόδια χρειάζονταν μια ολόκληρη μέρα σε μονοπάτια δύσβατα. Το καλοκαίρι που γύρισε στο χωριό ήταν άλλος άνθρωπος,  τον ενοχλούσαν οι πάντες και τα πάντα κι έβριζε χυδαία τον παππού, τη γιαγιά και τους γονείς του.

Το δεύτερο χρόνο που γύρισε στο χωριό, ζήτησε απειλώντας τον πατέρα του να του δώσει το μερίδιο από την περιουσία του άλλωστε θα τους έκανε μεγάλο κακό. Με ένα ανεξήγητο μένος μάλιστα, έφτασε στο σημείο να τους απειλήσει πως αν του αρνιόνταν, θα τους έβαζε φωτιά για να τους κάψει.

Τι να έκανε ο δόλιος ο πατέρας του, ειδοποίησε κάποιον ζωέμπορο, ήρθε αυτός στο χωριό και του πούλησε τα μισά του γίδια. Ο νεαρός πήρε το ποσόν που απαιτούσε κι έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση.

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, χωρίς να μάθουν κάποια είδηση για το παιδί τους.

 

Ο παππούς και η γιαγιά πέθαναν με τον καημό του μοναχογιού, ενώ η δόλια η μάνα του έμεινε πετσί και κόκαλο. Ο δε πατέρας του τον περισσότερο καιρό έμενε στη στάνη στο βουνό. Στο χωριό κατέβαινε σπάνια και μόνο τη νύχτα, γιατί δεν ήθελε να τον βλέπουν οι χωριανοί έτσι που είχε καταντήσει.                                                                                                   Τα γεράματα από τη μια και η στενοχώρια από την άλλη, τον είχαν τσακίσει και είχαν κλονίσει την υγεία του. Η στενοχώρια του ήταν διπλή τόσο για το φέρσιμο του γιου του, όσο  και για τα λόγια που ξεστόμισε στο παιδί του πάνω στο νεύρα του. Τον είπε «μικρό» και «αχαΐρευτο», του είπε πως δεν είναι άνθρωπος και πως δεν θα καταφέρει στη ζωή του να κάνει προκοπή.  Όλα τούτα κλωθογύριζαν στο νου του και από το κλάμα κόντευε να χάσει και το φως του.

Το τριάντα έξι που έκανε τη δικτατορία ο Μεταξάς, ανέβηκε η γυναίκα του στο βουνό και το είπε στον άνδρα της. Του είπε πως οι χωροφύλακες έκαναν έρευνα σε όλα τα σπίτια και πως στο δικό τους σπίτι βρήκαν την φωτογραφία του Βενιζέλου και την έσκισαν, είχε νιτερέσα βλέπετε ο Μεταξάς με τον Βενιζέλο τότε.

Πέρασε κάμποσος καιρός και ένα πρωί εμφανίστηκαν στη στάνη του δυο χωροφύλακες μαζί μ’ έναν χωριανό του, καβάλα σε μουλάρια. Χωρίς καμιά κουβέντα πήραν το γέρο σαν τσουβάλι, τον έβαλαν καβάλα στο ένα μουλάρι και ξεκίνησαν, ενώ το παιδί ακολουθούσε όπως τον διέταξαν οι χωροφύλακες.

Στο δρόμο οι χωροφύλακες είπαν στο γέρο πως έχουν εντολή από τον νομάρχη να τον πάνε στα Γιάννενα. Αυτός δεν είχε καν την αίσθηση να σαστίσει, ούτε καν να ρωτήσει γιατί, αφού η ζωή του ουσιαστικά είχε σταματήσει πριν από πολλά χρόνια.

Όταν έφτασαν στα Γιάννενα πήγαν στην νομαρχία και, ειδοποίησαν τον νομάρχη πως έφεραν το γέροντα από το χωριό.  Ο νομάρχης έδωσε εντολή να τον πάνε στο γραφείο του.

Ανέβασε ο χωροφύλακας το γέρο, χτύπησε την πόρτα και μπήκαν. Πήρε μια καρέκλα ο χωροφύλακας και βοήθησε το γέρο να καθίσει.

Ο νομάρχης του έριξε μια ματιά από την κορυφή έως τα πόδια κι ούτε που συγκινήθηκε ο αθεόφοβος με τα χάλια που είδε στον  γέροντα πατέρα του. Τα ρούχα του ήταν  σκισμένα κι άπλυτα, ενώ τα μπαλωμένα παπούτσια του ήταν λερωμένα  από τις κοπριές των ζώων.

Σηκώθηκε όρθιος ο νομάρχης και με το τουπέ του εξουσιαστή ρώτησε τον γέροντα:

-Εμένα βρε, με γνωρίζεις;

-Που να σε γνωρίζω εγώ αφέντη μου, του είπε ο γέροντας με σβησμένη φωνή. Έχω πολλά χρόνια να κατεβώ στα Γιάννενα, έπειτα θαμπά σε βλέπω,  δε με βοηθάν ούτε τα μάτια μου, ούτε η μνήμη μου .

-Εγώ που στέκομε μπροστά σου, είμαι εκείνος που μου είπες κάποτε πως είμαι μικρός κι αχαΐρευτος, πως δεν είμαι άνθρωπος και πως δεν θα καταφέρω ποτέ στη ζωή μου να κάνω προκοπή.  Όπως βλέπεις όμως έγινα μεγάλος, έγινα νομάρχης, το μικρό μου δαχτυλάκι να κουνήσω τρομοκρατώ όλη την Ήπειρο και όχι μόνο.

Ο γέροντας τότε γνώρισε τη φωνή του γιου του κι αμέσως στύλωσε τη παλάμη του στο γραφείο και προσπάθησε να σηκωθεί. Σήκωσε με κόπο το κεφάλι του και αργά μα σταθερά ξεστόμισε τούτες τις κουβέντες:

-Οι άνθρωποι παιδί μου γεννιούνται μεγάλοι δεν γίνονται,  κι’ αν έγινες νομάρχης, όπως λες, άνθρωπός δεν έγινες. Και να ξέρεις πως εκείνοι που δεν ξέρουν από που έρχονται, που βρίσκονται και που πηγαίνουν, είναι δυστυχισμένοι και  γι’ αυτό τυραννιούνται.

Γύρισε και με αργά βήματα έφτασε στην πόρτα, ο δε νομάρχης χτύπησε το κουδούνι και είπε στον χωροφύλακα να τον συνοδέψει στην έξοδο…

Βγαίνοντας ο γέρος από την πόρτα, σήκωσε με δυσκολία το χέρι του και σκούπισε με την ανάστροφη τα υγρά του μάτια.

Στην έξοδο τον περίμενε ο χωριανός του, τον βοήθησε να ανέβει στο μουλάρι και στρατάρισαν για το χωριό.

Ο γανωτής δεν πρόσεξε τον άτυχο συγχωριανό μας, που είχε παρόμοιο πρόβλημα και που σκούπιζε συνεχώς τα μάτια του, με την άκρη από το μανίκι του.

Ούτε και πρόσεξε τους χωριανούς που του έκαναν νοήματα να σταματήσει .

Ο καλατζής με τα ούζα που είχε πιει δεν κατάλαβε τίποτα κι η γλώσσα του έτρεχε σαν το ποτάμι του Αχελώου…

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *