Λησμονημένα κι αξέχαστα (του Ανδρέα Σταύρακα)

Λησμονημένα κι αξέχαστα (του Ανδρέα Σταύρακα)

του Ανδρέα Σταύρακα 

(Σημείωση Σύνταξης: Χρόνια Πολλά κύριε Ανδρέα…)

ΟΙ  ΝΕΟΙ  ΤΩΝ  ΕΦΤΑΚΟΣΙΩΝ  ΕΥΡΩ

Θέλω να πιστέψω πως έχουν δίκιο,  οι σημερινοί νέοι που διαμαρτύρονται για το μισθό των εφτακοσίων ευρώ, που μάλιστα έγινε σλόγκαν  «οι νέοι των εφτακοσίων ευρώ». Όταν όμως ο νους μου μετακομίζει στη δικιά μου εποχή,  το μετανιώνω και αναρωτιέμαι αν πρέπει να βγάλω δίκιο η άδικο στους νέους, που πάντως τους αγαπάω πάρα πολύ.

Πιστεύω πως το παραπάνω «σλόγκαν» που κάθε ώρα και κάθε στιγμή παρουσιάζουν τα κανάλια, το κάνουν για να αποπροσανατολίσουν τους νέους από τα πραγματικά αγαθά, τα οράματα και τις προσδοκίες που τους στέρησαν οι πολιτικοί τοκογλύφοι.

Θα αναφέρω μερικά περιστατικά, από τις χιλιάδες, που ζήσανε οι γενιές οι δικές  μας,  οι οποίες  αν και στερηθήκαμε τα υλικά αγαθά κατά κόρον,  είχαμε απλόχερα τα αγαθά εκείνα που η αξία τους δεν αποτιμάται κι ούτε εξαγοράζονται: Είχαμε στόχους, οράματα κι ελπίδα!

Ο Ζώης, ένα δεκαοχτάχρονο παιδί, ήταν ολιγομίλητος και πράος. Το μόνο του εισόδημα  ήταν το μεροδούλι που το κυνηγούσε όπως κυνηγάει το λαγωνικό το λαγό. Ζούσε με τη μάνα του, τον μικρότερο αδελφό του και την αδερφή του, στην πιο πέρα γειτονιά. Ο  πατέρας του είχε πεθάνει όταν ήταν ακόμη μικρός. Οι ανάγκες τους ήταν πολλές κι έπρεπε να δουλεύει νυχθημερόν για να συντηρήσει όλη την οικογένεια και να κάνει και την προίκα της αδελφή ς του.

Ήταν πολύ καλός εργάτης γι αυτό όλοι τον προτιμούσαν και τον έπαιρναν στη δουλειά τους, ειδικά για το σκάψιμο των αμπελιών που άρχιζε στα μέσα του Μάρτη.

Ο μπάρμπα Ξενοφώντας που είχε πολλά και καλά αμπέλια, τον είχε επισημάνει για την πολλή και καλή δουλειά που έκανε. Τον συμφώνησε λοιπόν να πηγαίνει για δουλειά σ’ αυτόν μόνο, από τις αρχές του Μάρτη στο σκάψιμο και στο ράντισμα των αμπελιών, καθώς και στο τρύγο.

Τον έβαζε πρώτο στη σειρά δεξιά, γιατί ήταν το καλύτερο τσαπί, όπως έλεγαν τότε τον καλύτερο εργάτη στο σκάψιμο. Ακολουθούσαν οι υπόλοιποι εργάτες, που έπρεπε να βιάζονται, για να μην μένουν  πίσω, γιατί η βαθμολογία από τον μπάρμπα Ξενοφώντα θα ήταν ανάλογη με την απόδοση τους. Και αυτή η βαθμολογία για τον εργάτη τότε ήταν πολύτιμη, τόσο για να βρίσκει δουλειά όσο και για λόγους αξιοπρέπειας. Ήταν υποτιμητικό τότε να βγει το κουσούρι πως ο τάδε εργάτης έμενε πίσω στον οργώ! Γιατί όχι μόνο θα δυσκολεύονταν να βρει δουλειά, αλλά και νύφη για να παντρευτεί!

Το μεροδούλι τότε ήταν από ήλιο σε ήλιο και όταν οι εργάτες είχαν μπροστά στον οργώ αρχηγό σαν τον Ζώη, το βράδυ έπρεπε να τους φέρνουν στα «καβαλέτα » απ΄ την κούραση. Αφού και τα παιδιά τότε οι γυναίκες τα έπιαναν κυρίως το χειμώνα, που ο καιρός δεν επέτρεπε να πηγαίνουν οι άντρες στη δουλειά και ήταν ξεκούραστοι, γι’ αυτό και η περισσότερες γυναίκες γεννούσαν στα τέλη του καλοκαιριού, η το πολύ μέχρι τις  αρχές του Φθινοπώρου.

Για το κλάδεμα ο μπάρμπα Ξενοφώντας, έπαιρνε πιο μεγάλους στην ηλικία, σαν πιο έμπειρους.

Πέρασαν κάμποσα χρόνια και τον μικρό αδελφό, του Ζώη  τον πήρε κάποιος συγγενής τους στην Αθήνα. Πάντρεψε και την αδελφή του κι έμεινε μόνο με τη γριά μάνα του.

Η μάνα του η καψερή, δεν μπορούσε να τα φέρει γύρα, οι δουλειές στο σπίτι και τα λίγα κτηματάκια που είχαν, μια γίδα και λίγες κότες, την κούραζαν πολύ. Ο Ζώης πάλι κυνηγούσε συνέχεια το μεροδούλι και δεν πρόφταινε να ασχοληθεί καθόλου με τις δουλειές του σπιτιού.

Στο χωριό τότε συνηθίζονταν οι συγγενείς και οι γνωστοί, αλλά και οι προξενήτρες που υπήρχαν πολλές τότε, όταν κάποιος νέος η νέα ήταν σε ηλικία για παντρειά, άρχιζαν το ψήσιμο. Προπαντός μάλιστα τις Κυριακές, τελειώνοντας η Εκκλησία, έβγαιναν στο προαύλιο για το καθιερωμένο κουτσομπολιό.

Εκεί  πλησίαζε η προξενήτρα  κάποια συγγένισσα,  η την μάνα του υποψήφιου γαμπρού, η της νύφης και την καλούσε στο σπίτι δήθεν για καφέ. Αφού πήγαιναν στο σπίτι, έβαζε η νοικοκυρά το μπρίκι στη χόβολη να κάνει τον καφέ, τι καφέ βαραμέντε,  ρεβύθι ψημένο και τριμμένο στο χαβάνι ήτανε. Άρχιζε λοιπόν η συμπεθέρα από μακριά, να επαινεί την υποψήφια νύφη η τον υποψήφιο γαμπρό και η προξενιά έπαιρνε το δρόμο της…

Έτσι έγινε και με το φουκαρά τον Ζώη, ένας καφές στη χόβολη και σε λίγους μήνες βρέθηκε αρραβωνιασμένος και τον Οκτώβρη έγινε ο γάμος,

Πέρασε ο χειμώνας, πέρασαν και οι γλύκες της παντρειάς κι ήρθε ο Μάρτης.

Κόντευε να φύγει ο Μάρτης και ο μπάρμπα Ξενοφώντας δεν φώναξε τον Ζώη για δουλειά.

Αφού είδε και από είδε ο φουκαράς ο Ζώης, βρήκε τον μπάρμπα Ξενοφώντα μια Κυριακή στην πλατεία και τον ρώτησε.

-Γιατί δεν με φώναξες για δουλειά φέτος μπάρμπα Ξενοφώντα;

Ο μπάρμπα Ξενοφώντας, κοντοστάθηκε σήκωσε το χέρι του, το έφερε στο μέτωπο και ξύνοντας το σα να ήθελε να επιστρατέψει τις σκέψεις του είπε σοβαρά:

-Τώρα Ζώη παιδί μου παντρεύτηκες και δεν θα μπορείς να δουλεύεις όπως πρώτα, γι’ αυτό κοίταξε να βρεις καμιά άλλη δουλειά… Και ξύνοντας ακόμη το κεφάλι του, προχώρησε στο δρόμο του.

Στον επόπτη εργασίας δεν πήγε ο Ζώης, γιατί ήταν κάμποσες δεκαετίες μακριά και δεν είχε τα εισιτήρια, ούτε οι εργατοπατέρες είχαν εμφανιστεί ακόμα τότε για να πάει να διαμαρτυρηθεί.

Πήρε λοιπόν το τσαπί του και τράβηξε προς την Πελοπόννησο, που ήταν πιο κοντά από τον επόπτη εργασίας, αλλά ούτε και πιστοποιητικό απ΄ την κοινότητα του ζητούσαν, για την οικογενειακή του κατάσταση.

Ο φουκαράς ο Ζώης λοιπόν, δεν είπε πως είναι παντρεμένος, γιατί φοβόνταν μήπως δεν έβρισκε δουλειά . Ο παπάς του χωριού εκεί όμως που είχε δυο κοπέλες γεροντοκόρες και ασχημομούρες, τον έφερνε γύρα να του πασάρει τη μία κι έτσι ο φουκαράς ο Ζώης δεν ξαναπήγε στην Πελοπόννησο και έγειρε προς την Πρέβεζα…

Αυτά περνούσαν οι νέοι της δικιάς μας γενιάς, χωρίς να το κάνουν «σλόγκαν» ο Αυτιάς και ο Πρεντεντέρης και όχι μόνο, που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη όπως τους υπαγορεύουν τα αφεντικά τους.

 

Ανδρέας Ι. Σταύρακας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *