Λησμονημένα κι αξέχαστα: “Ο Ζώγιας και τα σκυλόσκατα”

Λησμονημένα κι αξέχαστα: «Ο Ζώγιας και τα σκυλόσκατα»

του ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΑΥΡΑΚΑ

Η θειά Μαριώ ήταν μοναχοκόρη, κληρονόμησε από τον πατέρα της και από τη μάνα της ένα μεγάλο σπίτι με μεγάλη αυλή, κάμποσα χτήματα και ένα ποτιστικό κήπο. Την εποχή εκείνη ο κήπος είχε μεγάλη αξία. Έδινε ένα καλό εισόδημα, γιατί εκτός από τα κηπευτικά, καλοκαιρινά και χειμωνιάτικα,  μπορούσε να συντηρήσει δυο και περισσότερα θηλαστικά,  κατσίκες η προβατίνες κ.λ.π.

Η θειά Μαριώ είχε παντρευτεί πριν από πολλά χρόνια τον μπάρμπα Πάνο, αλλά δεν έκαναν παιδιά. Έτσι όλη της την αγάπη την έδινε στα ανίψια της,  από το δικό της σόι και από το σόι του άντρα της.

Αφού είχε μεγάλη αυλή και τη βοηθούσε και ο κήπος, κρατούσε πολλές κότες και κουνέλια, με λίγα λόγια ήταν ένα πλούσιο σπίτι για την εποχή εκείνη, με το γάλα,  το τυρί,  τα αυγά, το κρέας, τα κηπευτικά κ.λ.π.

Ο Ζώης, που τον φωνάζαμε Ζώγια, ήταν ένα από τα ανίψια της. Ήταν ωραίο παιδί, ψηλό και πολύ όμορφο. Όταν του μίλαγε κάποιος μεγαλύτερος κοκκίνιζε από σεβασμό και κατέβαζε τα μάτια. Πηγαίναμε πολλές φορές όλα τα παιδιά μαζί με τον Ζώγια στο σπίτι της θειά Μαριώς. Αυτή  πάντα μας φίλευε, πότε ψωμί με τυρί, πότε κορφούκια όταν γεννούσε κάποια κατσίκα, κορόμηλα που είχε στο κήπο. Δεν μας άφηνε ποτέ να φύγουμε χωρίς κάποιο ρεγάλο.

Ο υπαστυνόμος ήταν ένα κοντόχοντρο ακατέργαστο ανθρωπάκι,  με μεγάλη κοιλιά και μεγάλα καψαλισμένα μουστάκια,  μέσα στο ασύμμετρο κεφάλι του,  που φαίνονταν από μακριά πως δεν είχε τίποτα μέσα, ήταν εντελώς άδειο. Είχε γίνει υπαστυνόμος, όχι γιατί πήγε σε κάποια σχολή αλλά γιατί ανακάλυπτε και έγραφε στο δεφτέρι της αστυνομίας  πιο πολλούς «αντιφρονούντες»! Έτσι δίνονταν τότε τα γαλόνια,  στην υπηρεσία του όμως πολύ τυπικός.

Είχε νοικιάσει ένα σπίτι κοντά στο σπίτι της θειά Μαριώς όπου κάθονταν με τη γυναίκα του.Μια τεμπέλα από τα χωριά της Άρτας, παχουλή και κάπως ομορφούλα. Δεν είχε ούτε το ελάχιστο από το νοικοκυριό των άλλων γυναικών του χωριού και όπως ήταν φυσικό την κουτσομπόλευαν οι άλλες γυναίκες και την κακολογούσαν.

Όταν κάθονταν ιδίως τα καλοκαίρι  έξω στο πεζούλι, άφηνε να της ξεφεύγει από τη σχισμή της φούστα της το πόδι,  πιο πάνω από το γόνατο, κοντά στη δασώδη περιοχή. Ορθοβύζα και τρεμοκάπουλη γυναίκα, που στο περπάτημα της τρεμόπαιζαν οι κρεμαστοί παραδεισένιοι ολοστρόγγυλοι καρποί, κάτω από το κόρφο, σαν το φρέσκο μούστο στο σκοπούλι . Μας φώναζε λοιπόν ο Θανάσης:

-Ελάτε παιδιά να δείτε  δυο μικρά όμορφα κουταβάκια…

Αυτό σκαντάλιζε τους περαστικούς και τους μαγνήτιζε το βλέμμα, ως που ερέθιζε το παιδοποιό τους εργαλείο, βλέποντας τα υπέροχα στρουμπουλά με τα οποία προίκισε η φύση το σώμα της γυναίκας.

Οι γυναίκες της γειτονιάς ζήλευαν και την κακολογούσαν αφού είχαν πιο  ωραίο σώμα, αλλά ήταν αθέατο μέσα στα φουστάνια που άρχιζαν από το λαιμό κι έφταναν ως τους αστραγάλους.

Ο άντρας της θειά Μαριώς ήταν κι’ αυτός «αριστερός». Του άρεσε και το έρμο το κρασί  και όταν έπινε πέταγε καμιά κουβέντα για τις προοδευτικές  του προτίμησες, οπότε ήταν πάντα στο στόχαστρο της εξουσίας και  του υπαστυνόμου. Η γυναίκα του υπαστυνόμου που όσο νοικοκυριό της έλειπε τόση πονηριά είχε, από αυτά που της  έλεγε ο άντρα της και από κουβέντες που άκουγε γυρίζοντας από γειτονιά σε γειτονιά,  κατάλαβε πως ο άντρας της θειά Μαριώς ήταν σε κατάλληλο στάδιο του « αριστερού» για να το εκμεταλλευτεί.

Έτσι άρχισε να εντοπίζει τα θύματα της,  τα κοτοπουλάκια, τις  μασλίκες το τυρί που κρεμούσε έξω στο κλήμα η καψερή η θειά Μαριώ για να στραγγίσουν,  τα κουνέλια και γενικά τα δροσερά κηπευτικά,  φασολάκια, μελιτζάνες, πατάτες, ντομάτες κ.λ.π. Άρχισε λοιπόν να ρίχνει στην θειά Μαριώ τα δίχτυα της.

Πήγε κάποια μέρα στο σπίτι της, να της δανείσει δήθεν το πλαστήρι για να κάνει λαχανόπιτα. Της πέταξε την σπόντα  για τον άντρα της κοιτάζοντας παράλληλα  τη μασλίκα με το χλωροτύρι που κρέμονταν από το καδνάτσο. Άρχισε από μακριά η γυναίκα του υπαστυνόμου:

-Ξέρεις κυρά Μαριώ πόσο σας σεβόμαστε εγώ και ο άντρας μου, γι’ αυτό σε παρακαλώ πες του  καμιά κουβέντα, γιατί με αυτά που λέει για τον Μαρξ και τον Λένιν, εκθέτουν την κυβέρνηση και φυσικά τον άντρα μου. Ως πότε να κάνει τα στραβά μάτια; Εκτίθεται και στον αστυνόμο με την  ανοχή του ο άντρας μου.

Δεν έχασε καιρό να πάει και στο ζητούμενο:

-Αχ πόσο του αρέσει του άντρα μου αυτό το χλωροτύρι, μουρλαίνεται για δαύτο.

Άλλο που δεν ήθελε η θειά Μαριώ, που βρήκε την ευκαιρία να «τρατάρει» τον υπαστυνόμο που το είχε μια αγκούσα για τον προκομμένο τον άντρα της.

Ο προκομμένος πέταγε τις κουβέντες σαν τη σπορά στο χωράφι,  όταν έπινε μάλιστα και καμιά κούπα παραπάνω,  χωρίς να καταλαβαίνει τον κίνδυνο.

Έτσι η υπαστυνόμενα γλυκάθηκε με τα καλούδια της καψερής της θειά Μαριώς, όπως οι γάτες με τα μικρά κουνελάκια.

Όταν έβγαζε κλωσοπούλια η θειά Μαριώ,  δεν πρόφταιναν να γίνουν εκατό γραμμάρια,  κι άρχιζε η υπαστυνόμενα:

-Τι νόστιμα θα είναι για μια σουπίτσα που αρέσει τόσο πολύ στον άντρα μου, τρελαίνεται για δαύτην… Έτσι ο υπαστυνόμος και η γυναίκα του, εκμεταλλευόμενοι  την ιδεολογία του «προκομμένου», είχαν βρει «το μήνα που θρέφει τις έντεκα» που λέει ο λαός μας.

Όσο περνούσε ο καιρός όμως το κακό παραγίνονταν. Δεν πρόφταινε η καψερή η θειά Μαριώ να βγάλει κλωσοπούλια η να φτιάξει τυρί το γάλα,  η τα κηπευτικά, και η υπαστυνόμενα της τα ξάφριζε. Δεν της έμενε τίποτα ούτε τα ανίψια της να φιλέψει,  που γι’ αυτά πάσκιζε η καψερή.

Στην απελπισία της, αφού είδε πως δεν πάει άλλο και δεν τολμούσε βέβαια να αρνηθεί ότι ζητούσε η υπαστυνόμενα, αποφάσισε να πηγαίνει κάμποσο γάλα κρυφά το βράδυ στο σπίτι της κουνιάδα της, για να το πήζει και να το κάνει τυρί.

Αφού άρμεγε λοιπόν τη γίδα, έβαζε το κιούπι κάτω από την ποδιά της και από την ποριά του κήπου έβγαινε στο μονοπάτι. Άκρη – άκρη, για να μην τη δει καμιά γειτόνισσα αφού ήθελε να αποφύγει τις ερωτήσεις και στη συνέχεια τα κουτσομπολιά, που αν το μάθαινε η υπαστυνόμενα θα είχε κακές συνέπειες.

Το ίδιο έκανε και με τις κότες. Πήγαινε και τις έβανε για κλώσημα στης κουνιάδα της το σπίτι και όταν τα πολιά μεγάλωναν, τα κοκόρια τα έσφαζε η τα πουλούσε και τις πλακίδες τις έπαιρνε στο σπίτι. Αφού άρχισαν να γεννούν, ρεβαρδάρηζε η υπαστυνόμενα να απαιτήσει τις πλακίδες που γεννούσαν. Έτσι μόνο κάνα αυγό της έδινε, λίγο γάλα και από τα κηπευτικά που δεν μπορούσε να τα κρύψει. Για να μην υποψιαστεί μάλιστα τίποτα η υπαστυνόμενα, η θειά Μαριώ διαμαρτύρονταν συνέχεια: «Μπα οι κούρβες τόσο φαΐ που τρώνε και γεννάνε, κάθε χάση κάθε γιόμιση, όπως και τούτη η παλιόγιδα που φαίνεται την αβασκάνανε και λιγόστεψε το γάλα.

Λιγόστεψαν βέβαια τα καλούδια,  αλλά πότε με το ένα πότε με το άλλο, δεν έλειπαν από τον υπαστυνόμο και την υπαστυνόμενα καμιά μέρα οι λιχουδιές, την έβγαζαν μια χαρά!

Ο Νάσος ήταν κι’ αυτός ψηλός αλλά ζωηρός και απότομος. Είμαστε στην ίδια γειτονιά και κάναμε συνεχώς παρέα μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς.  Την ημέρα που συνέβη το περιστατικό που διηγούμαι πιο κάτω, έτυχε να ήμαστε οι τρεις μας: Ο Ζώγιας, ο Νάσος κι εγώ.

Ο μπάρμπα Βασίλης ήταν τσαγκάρης και αγόραζε τα δέρματα από τη χώρα,  αλά όπως λέει κι η παροιμία «ο νηστικός τέχνη εργάζεται κι η ——— φκιασίδι». Έφκιασε στο κατώι λοιπόν,  δίπλα από το λαγκάδι που ήταν το σπίτι του, ένα μικρό ταμπάκικο. Αφού έκανε εκτροπή το νερό του λαγκαδιού, που τότε ήταν αρκετό, έπαιρνε τα τομάρια από τα κρεοπωλεία και από τους ιδιώτες όταν έσφαζαν κανένα μαρτίνι και πότε-πότε τα έφερνε στο «εργοστάσιο» για την επεξεργασία. Αφού τα έβαζε στη μία από της  δεξαμενές που είχε φτιάξει με πέτρα άμμο και ασβέστη,  (τσιμέντο και τούβλα δεν υπήρχαν τότε), τα άφηνε κάμποσες μέρες. Κατόπιν τα έβγαζε, έξυνε το μαλλί με μια μεγάλη ξύστρα και τα έβαζε σε άλλη δεξαμενή με ορισμένες χημικές ουσίες. Με αυτόν τον τρόπο έφτιανε τις προβιές, που της έκανε φόδρες στα παπούτσα.

Μερικές όμως απ΄ αυτές τις ουσίες δεν υπήρχαν τότε στη Λευκάδα αλλά με δυσκολία τις εύρισκες και στην Αθήνα. Έτσι ο μπάρμπα Βασίλης που ήταν πανέξυπνος άνθρωπος χρησιμοποιούσε πιο πρακτικές ουσίες.

Μία από τις ουσίες αυτές είχαν τα σκυλόσκατα. Έβανε όλα τα παιδιά της γειτονιάς και γυρίζαμε σε όλο το χωριό. Μαζεύαμε όσα βρίσκαμε και τα πηγαίναμε στον μπάρμπα Βασίλη που μας έδινε πότε ένα πενηνταράκι πότε μία δραχμή, ανάλογα με την ποσότητα και την …ποιότητα!

Την ημέρα εκείνη δεν κάναμε σχολείο, γιατί οι δάσκαλοι είχαν κάποιο συμβούλιο.  Ξεκινήσαμε λοιπόν μπονόρα κι ανεβήκαμε απ΄ το σχολείο, ψάχνοντας στο δρόμο για το «εμπόρευμα». Περάσαμε το σπίτι του Μανώλη, πιάσαμε το λαγκάδι στου Γιωργατσού, ανεβήκαμε στα Βελάτα  και από το σπίτι του Χρήστου τς’ Ελιάς κατεβήκαμε στου Πομπονά κι από κει στα Φλιππαράτα .  Για να κατεβούμε ευθεία κάτω, έπρεπε να περάσουμε μπροστά από την Αστυνομία,  που τότε ήταν  εκεί που είναι τώρα το Δημαρχείο.  Εκεί όμως ήταν ο σκοπός κι ίσως θα είχαμε ανακρίσεις. Γιαυτό από το Κουντρί ανεβήκαμε στο Αλωνάκι και πέσαμε στη Λαγκάδα, στο σπίτι του μπάρμπα Σάββα του Σιόρη.

Όταν φτάσαμε στη στροφή που είναι του Νικολάρα το σπίτι,  με σκοπό να κατηφορίσουμε από του Νίσκιου για το «εργοστάσιο » και να παραδώσομε το «εμπόρευμα» στον μπάρμπα Βασίλη, για  κακή μας τύχη, πιο πάνω στου Δμούτσου ήταν ένας χωροφύλακας. Ψηλός και ψυχρός,  έμοιαζε με τον Ιαβέρη. Ίσως ο Θεός είχε έτοιμη την ουρά να του τη βάλει, αλλά θα του ξέφυγε κι έγινε άνθρωπος…

Με το τουπέ της ισχυρής εξουσίας που του έδιναν τότε οι ανώμαλες κυβερνήσεις, μας διάταξε να τον ακολουθήσουμε και μας οδήγησε πίσω από την αστυνομία, που ήταν τα μαγειρεία και το κρατητήριο. Απευθύνθηκε στο Ζώγια που είχε όλο το «εμπόρευμα» μέσα στο πουκάμισο του,  γιατί τα δικά μας πουκάμισα ήταν σκισμένα.

-Τι έχεις μέσα στο πουκάμισο βρε, του είπε με το κτηνώδες ύφος του.

Ο Ζώγιας κοκκίνισε ελαφρώς και δίσταζε να του απαντήσει. Ο χωροφύλακας τον ξαναρώτησε:

-Τι έχεις στο πουκάμισο ρε παλιόπαιδο; Ο Ζώγιας ολιγόλογος όπως ήταν, του απάντησε μονολεκτικά  «σκυλόσκατα»! Η παλάμη του χωροφύλακα άνοιξε σαν βεντάλια και του τη φέρνει με δύναμη στο πρόσωπο.

Ο Ζώγιας χωρίς να κουνηθεί καθόλου τον κοιτούσε αδιάφορος.  Ο χωροφύλακας του ξαναλέει, τι έχεις στο πουκάμισο βρε παλιόπαιδο; Ο Ζώγιας πάλι μονολεκτικά του λέει «σκατά».

Τότε ο χωροφύλακας του έδωσε μια κλωτσά, έχασε την ισορροπία του ο Ζώγιας και έπεσε στο πεζούλι που ήταν μερικές κατσαρόλες και έκαναν θόρυβο.

Ακούστηκε το πόμολο της πόρτας και είδαμε να βγαίνει μια κοιλιά,  ύστερα δυο καψαλισμένα μουστάκια και κατόπιν ο υπαστυνόμος.

Στήθηκε προσοχή ο χωροφύλακας,  αφού τον χαιρέτησε βάζοντας το χέρι στο κεφάλι, κάτι πήγε να ψελλίσει, αλλά ο υπαστυνόμος τον σταμάτησε.

-Τι συμβαίνει; ρώτησε αυστηρά τον χωροφύλακα.

Κι ο χωροφύλακας του  απάντησε: .

-Τον ρωτάω, τι έχει στο πουκάμισο κι αυτό το παλιόπαιδο μου λέει «σκατά».

Ο υπαστυνόμος απευθύνθηκε στο Ζώγια:

-Άδειασε το πουκάμισο. Τράβηξε το πουκάμισο ο Ζώγιας και σκόρπισαν τα σκυλόσκατα.

-Τίνος είσαι βρε;

Αμέσως πετάχτηκε ο παμπόνηρος ο Νάσος που ήξερε πως ο υπαστυνόμος σουφρώνει τα αγαθά της θειά Μαριώς  και λέει .

-Είναι ανιψιός της θειά Μαριώς . Ο υπαστυνόμος άλλαξε αμέσως ύφος  και σούφρωσε τα μούτρα,  δείχνοντας πως μέσα του γίνονταν κάποιος πόλεμος.

Όπως έγραψε ο μεγάλος Καζαντζάκης,  «μέσα μας έχουμε δυο θηρία το πνεύμα και τη σάρκα, που παλεύουν συνεχώς μεταξύ τους».

Ο αστυνόμος είχε μέσα του δυο άλλα «θηρία», την υπηρεσία του και το στομάχι και φαίνεται πως πάλευαν τα δυο αυτά θηρία, γιατί σιώπησε για μια στιγμή.

Όπως φάνηκε νίκησε το έρμο το στομάχι,  οπότε γυρίζοντας στο χωροφύλακα  του λέει:

-Αφού το παιδί σου είπε αλήθεια πως έχει σκατά στο πουκάμισο γιατί το έδειρες;

Ο υπαστυνόμος είπε στο Ζώγια με ήρεμο τρόπο,

-Γιατί δεν έδειξες στον χωροφύλακα το περιεχόμενο που είχες στο πουκάμισο;

Αμέσως απαντάει ο Νάσος:

-Κύριε διοικητά του είπε πως έχει σκατά μέσα στο πουκάμισο, αλλά αυτός τον έδειρε.

Φάνηκε πως  του άρεσε του υπαστυνόμου που τον είπε ο Νάσος κύριε διοικητά, γιατί πήρε ύφος σοβαρό όπως αρμόζει σε όποιον «βρακί δεν είχε το βλέπει και το χέζει»

Μας είπε με καλό τρόπο να φύγομε αφού χάιδεψε στο κεφάλι τον Ζώγια.

Μαζέψαμε με φούρια τα σκατά που ήταν κατά γης κι  απομακρυνθήκαμε.

Τότε ακούσαμε τον υπαστυνόμο να επιπλήττει τον χωροφύλακα, που πήγε να του στερήσει την γαστρική απόλαυση απ΄ τα καλούδια της θειά Μαριώς…

Περάσαμε από του Χαϊδάκη το σπίτι,  κατηφορίσαμε από τα Κοκοράτα,  πήγαμε στο «εργοστάσιο»  δώσαμε το εμπόρευμα στον μπάρμπα Βασίλη και μας πλήρωσε και πήγαμε κατ’ ευθείαν στου Κολοφέτιου το μαγαζί κι  αγοράσαμε σπάγκο να κάνουμε αετό.

Τι σωματική και ψυχική ταλαιπωρία αλήθεια, στην τρυφερή ηλικία των εννέα χρονών,  για ένα τόσο δα μικρό παιχνιδάκι!.

Για έναν αετό, που σήμερα τα παιδιά τους ξεσχίζουν για γούστο.

***

Αλλά όπως λέμε πάντα,  «βουνό με βουνό δεν σμίγει». Οι άνθρωποι όσα χρόνια κι αν περάσουν κάποτε μπορεί να βρεθούν και να θυμηθούν καλές η κακές αναμνήσεις.

Ο άντρας της θεια Μαριώς είχε πεθάνει σε μεγάλη ηλικία κι αυτή έμεινε μόνη κι ανήμπορη.

Πότε την πονούσαν τα πόδια της πότε η μέση όπως συνήθως γίνεται όταν περάσουν τα χρόνια.

Όλα τα ανίψια της την περιποιούνταν σαν να ήταν δικιά τους μάνα .

Ένα βράδυ την έπιασαν την καψερή φοβεροί πόνοι στη δεξιά μεριά της κοιλιάς. Την άλλη μέρα μπονόρα τα ανίψια της την κατέβασαν στην Λευκάδα στο νοσοκομείο. Οι γιατροί με τα λίγα μέσα που είχαν τότε, διέγνωσαν πως είχε πέτρα στo νεφρό κι έπρεπε επειγόντως να την πάνε στην Αθήνα.

Έτσι με το πρώτο μέσον που βρήκαν την μετέφεραν σε κάποιο νοσοκομείο της Αθήνας και πραγματικά, με τις πρώτες εξετάσεις που της έκαναν, της βρήκαν πέτρα στο νεφρό. Την έβαλαν αμέσως στο χειρουργείο και αφού την νάρκωσαν της έκαναν την εγχείρηση.

Το σούρουπο, όταν άρχισε να  μισοξυπνάει η θειά Μαριώ, την επισκέφτηκε κάποιος γιατρός και της έπιασε το χέρι, προφανώς για να δει το σφυγμό της. Αυτή άνοιξε με κόπο τα βλέφαρα της, γύρισε τα μάτια της προς το γιατρό κι άρχισε να τρέμει.

Αφού την εξέτασε προσεκτικά ο γιατρός βγήκε έξω. Εκεί τον ρώτησε η ανιψιά της πως είναι η θεία της. Ο γιατρός της είπε πως είναι λίγο ταραγμένη, κατά τα άλλα πάει καλά.

Μπήκε στο δωμάτιο η ανιψιά της και είδε τη θεία της που έτρεμε ελαφρώς και την ρώτησε τι της συμβαίνει. Αυτή της είπε πως πριν από λίγη ώρα είδε τον άντρα της με μια άσπρη ρόμπα να είναι όρθιος και να της πιάνει το χέρι.

Η ανιψιά της είπε, «θεία  ήταν ο γιατρός αλλά είσαι ακόμα ζαλισμένη από τη νάρκωση».

Αυτή επέμενε πως ήταν ο άνδρα της όταν ήταν νέος με τα σγουρά του μαλλιά, τα ωραία του μάτια με τα πυκνά φρύδια, τα ίδια όμορφα χείλη του, μόνο το μουστάκι του έλειπε.

Δεν άλλαξαν άλλες κουβέντες αφού η ανιψιά της ήταν σίγουρη πως είναι από τη νάρκωση και είχε παραισθήσεις.

Την άλλη μέρα που ήταν πάλι ο ίδιος γιατρός εφημερία και τον φώναζαν οι νοσοκόμες με το επίθετο του, άκουσε η θειά  Μαριώ το επίθετο και θυμήθηκε τον υπαστυνόμο  που ήταν τότε στην Καρυά, που είχε το ίδιο επίθετο.

Όταν το απόγευμα την επισκέφτηκε ο γιατρός, του είπε πως πριν πολλά χρόνια ήταν ένας υπαστυνόμος στο χωριό της, που είχε το ίδιο επίθετο.

Ο γιατρός της είπε πως και ο πατέρας του ήταν  στη χωροφυλακή και είχε υπηρετήσει σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Στης θειά Μαριώς το μυαλό άρχισαν να ανακατεύονται διάφορα περιστατικά που συνέβαιναν την εποχή εκείνη με τον άντρα της και την υπαστυνόμενα και ρώτησε πως λένε τη μάνα του.

Ήταν πράγματι αυτή η υπαστυνόμενα, που φεύγοντας από το χωριό μας, είχε πάρει στα σπλάχνα της από τον άντρα της θείας Μαριώς το υπέροχο εκείνο αγαθό «τη λεβεντιά».

Θα πρέπει να χάρηκε η θεία Μαριώ που η υπαστυνόμενα έδωσε ένα “κληρονόμο” του άνδρα της, αφού αυτή δεν μπόρεσε να του τον δώσει…

 

Σχολιάστε

  1. ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΩΠΟΔΗ ΚΑΤΗΦΟΡΗ

    Λησμονημένα κι αξέχαστα: «Ο Ζώγιας και τα σκυλόσκατα»
    ΥΠΕΡΟΧΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *