Τα χαπάκια για το μαύρισμα των μαλλιών

Τα χαπάκια για το μαύρισμα των μαλλιών

του Ανδρέα Σταύρακα

Την εποχή εκείνη που ήμαστε παιδιά… αν και όπως έλεγε ο Μοστακλής ο Αραβανής ο Κάουρας όταν είπε κάποιος στην πλατεία « τότε που ήμαστε παιδιά»,  του λέει ο Μοστακλής με παράπονο, «πότε ήμαστε παιδιά εμείς βρε;» γιατί ο φουκαράς από μικρό παιδί στον αγώνα για επιβίωση, δεν είχε νοιώσει ποτέ παιδική ηλικία, γι’ αυτό και όταν το έλεγε, φαίνονταν πως το παράπονο έβγαινε μέσα από την ψυχή του.

Τότε  λοιπόν, εμείς οι νέοι προσέχαμε πολύ τον εαυτό μας και την εμφάνιση μας,  τα φτωχά ρούχα που είχαμε έπρεπε να είναι πλυμένα, μπαλωμένα και σιδερωμένα.

Δεν υπήρχε σίδερο τότε, αλλά τα βάζαμε το βράδι κάτω από το παγερίτσο του κρεβατιού, σάματις ήταν μάλλινα ή μπαμπακερά;  ντρίλι ήταν, ίσιωνε και όταν το φορούσαμε, σε λίγο γίνονταν σαν εφημερίδα τσαλακωμένη.

Τα παπούτσια, αν είχαμε κάνα ζευγάρι, τα βάφαμε με γάνα από το τηγάνι και ήταν πάντα καλο- βαμμένα και γυάλιζαν, γιατί ήταν γάνα με λάδι μαζί.

Τα μαλλιά μας ήταν πάντα καλοχτενισμένα, αν και όταν βγαίναμε στην πλατεία τα φυσούσε ο αέρας και τα ανακάτευε. Τότε μπαίναμε στα κουρεία που ήταν πολλά στο χωριό και χτενιζόμαστε, γιατί δεν υπήρχαν χτένες τον καιρό εκείνο στα σπίτια.

Δεν υπήρχαν τότε κόλλες για να κολλάνε τα μαλλιά όπως  σήμερα, μόνο ένα ελαφρώς αρωματικό λάδι που το έλεγαν μπριόλ.Το είχαν τα μπακάλικα σε δοχεία με μια κάνουλα, όταν πηγαίναμε μας  έβαζαν το ποσόν που αντιστοιχούσε με ένα αυγό, γιατί λεφτά δεν υπήρχαν τότε.  Πολλές φορές έκανε λάθος ο μπακάλης και αντί για μπριόλ μας έβαζε πετρέλαιο που ήταν στο διπλανό δοχείο.

Δεν υπήρχε τότε αγρονομία για να διαμαρτυρηθούμε, αν και δεν θα το τολμούσαμε, γιατί το αυγό το παίρναμε κρυφά από τη φωλιά της κότας και αν το μάθαινε η μάνα μας θα τρώγαμε το ξύλο της χρονιάς μας.

Όταν δεν είχαμε αυγό, που σχεδόν πάντα αυτό συνέβαινε, βάζαμε ελαιόλαδο στα μαλλιά μας και το βράδι μας έγλειφαν οι ποντικοί το κεφάλι και όχι μόνο.

Ο Περικλής ήταν ένα παιδί μετρίου αναστήματος, όχι ιδιαίτερα ωραίος, είχε ίσια και πολύ σκληρά μαλλιά και αυτό τον στενοχωρούσε πολύ. Με λίγα λόγια είχε κόμπλεξ με την εμφάνιση του και αυτό τον έκανε να είναι μοναχικός και να αποφεύγει τις παρέες. Το μπριόλ δεν του έλειπε ποτέ, έπρεπε με κάθε τρόπο να βρει το αυγό, η από τη γιαγιά του που τον αγαπούσε πολύ γιατί είχε το όνομα του μακαρίτη του άνδρα της, η από τη θειά του την Περσεφόνη που ήταν άκληρη και τον προόριζε για κληρονόμο.  Είχε πάντα το μπουκαλάκι κριμένο πίσω από το λαβομά για να μη το δει η μάνα του και του κάνει ανακρίσεις πως και από πού το προμηθεύτηκε.

Κάποια μέρα ετοιμάστηκε να βγει στην πλατεία, πήρε το μπουκαλάκι να βάλει στα μαλλιά του και μετά το ξέχασε πάνω στο μπουχαρί, πάει ο μικρός αδελφός του και αντί να βάλει λάδι στο ψωμί έβαλε το μπριόλ!.

Όταν γύρισε η μάνα του από το Λιβάδι, της είπε ο μικρός, «να δεις μάνα τη ωραία μοσχοβολάει το λάδι μας φέτος !» «Ποιο λάδι παιδί μου;» ρώτησε η μάνα του. Όταν ο μικρός της έδειξε το μπουκαλάκι με το μπριόλ, τρόμαξε η καψερή μήπως πάθει τίποτε το παιδί.

Όταν γύρισε ο Περικλής από την πλατεία τον στόλισε για τα καλά.

Όλοι βέβαια ζηλεύαμε και θαυμάζαμε τα παιδιά που είχαν σγουρά μαλλιά, δεν τους τα ανακάτευε ο αέρας και έτσι δεν χρειάζονταν ούτε χτένα, ούτε μπριόλ! Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Αντώνης ο Σταύρακας, ο Κόκορος.

Όταν άρχισε η μετανάστευση, όπως είναι γνωστό, οι νέοι φύγαμε, άλλοι για το εξωτερικό άλλοι για την Αθήνα, ενώ πολλοί ήρθαμε εδώ στη πόλη της Λευκάδας.

Έτσι βρεθήκαμε με τον Περικλή και πάλι μαζί στην Λευκάδα. Όπως προανέφερα, ο Περικλής ήταν μοναχικός χαρακτήρας, αλλά και με τον αγώνα για την επιβίωση, δεν είχαμε συχνές επαφές. Ένα χαιρετισμό όταν συναντιόμαστε και τίποτε άλλο.

Αφού περάσανε τα χρόνια παντρευτήκαμε, εν τω μεταξύ ξεχάσαμε και την περιποίηση και τα μαλλιά, ήταν τόσες οι υποχρεώσεις που δεν έμενε χρόνος και διάθεση για τίποτα απ΄ αυτά.

Ο Περικλής έκανε τον οικοδόμο, δούλευε όλη την ημέρα αλλά το βράδι που έβγαινε έξω ήταν πάντα καλοντυμένος, φρεσκοξυρισμένος και το μαλλί στην τρίχα που λένε, αφού εδώ στη χώρα υπήρχαν και άλλα καλλυντικά, εκτός από το μπριόλ .

Όταν σαραντάρισε  ο Περικλής άρχισαν να εμφανίζονται που και που κάποιες άσπρες τρίχες στα μαλλιά του. Στην αρχή που ήταν λίγες, τις έβγαζε με την τανάλια…Περνώντας όμως τα χρόνια, όλο και ποιο πολλές τρίχες άσπρες έβγαιναν, όπου δεν πρόφταινε να της βγάλει και αυτό δεν το άντεχε ο δόλιος. Για να βάψει τα μαλλιά του, ούτε λόγος δεν γινόντανε την εποχή εκείνη, μόνο κάποιος οργανοπαίχτης που και που έβαφε τα μαλλιά του.

Ο Τάκης που είχε τη συνήθεια να τριγυρίζει στην αγορά για να βρει κάποιον να τον πειράξει, είχε μυριστεί το πρόβλημα του Περικλή, αλλά δεν τολμούσε να τον πειράξει γιατί ο Περικλής δεν σήκωνε τέτοια αστεία . Ο Τάκης όμως δεν κρατιόνταν κι έψαχνε να βρει την κατάλληλη στιγμή για να κάνει το καλαμπούρι του με τον Περικλή.

Κάποια μέρα ο Περικλής καθόντανε στο καφενείο του Σπυρογιάννη του Καναρίνη στην αγορά, πιο κάτω από το Ταχυδρομείο στη γωνία, στο πρώτο στενό. Περνώντας  ο Τάκης με τον Παναγιώτη, βλέπει τον Περικλή που κάθονταν από μέσα στο ανοιχτό παράθυρο του καφενείου που ήταν μεγάλο και αμέσως σκέφτηκε πως είναι η κατάλληλη στιγμή να κάνει τη φάρσα του.

Είπε στον Παναγιώτη να πάνε να πιούνε καφέ και πήγανε και κάθισαν έξω από το παράθυρο.

Ακριβώς πίσω τους κάθονταν ο Περικλής μέσα στο καφενείο. Έκαναν πως δεν τον είδαν, παράγγειλαν καφέ και άρχισαν να συζητούν περί «ανέμων και υδάτων».

Ο Τάκης έψαχνε ένα τρόπο να  κάνει κάτι στον Περικλή, αλλά χωρίς να το καταλάβει γιατί όπως είπαμε ο Περικλής δεν σήκωνε αστεία! Η ώρα περνούσε.

Κάποια στιγμή είδε ο Τάκης τον Αντώνη τον Κόκορο, που όπως είπαμε είχε μαύρα και σγουρά μαλλιά.  Όταν πλησίασε ο Αντώνης λέει ο Τάκης στο Παναγιώτη μεγαλοφώνως.

-Κοίτα βρε Παναγιώτη τα μαλλιά  του Αντώνη, πόσο μαύρα είναι κι ούτε μια τρίχα άσπρη δεν έχει ο τυχερός. Ο Περικλής όταν άκουσε για μαλλιά, τέντωσε τα αυτιά του σαν την κεραία του «ΟΤΕ» για να ακούσει.

Ο Παναγιώτης που κατάλαβε που το πάει ο Τάκης, λέει:

-Μήπως τα βάφει βρε Τάκη ο Αντώνης τα μαλλιά του;

-Όχι δεν τα βάφει βρε Παναγιώτη, αλλά έχει ένα θείο στην Αμερική και του στέλνει κάτι χαπάκια που διατηρούν τα μαλλιά μαύρα. Όπως έμαθα παίρνει ένα χαπάκι κάθε έξη μήνες και είναι μια χαρά.

Εκεί τελείωσε η συζήτηση και όπως φάνηκε ο Περικλής την άκουσε ολόκληρη, όπως ακριβώς την είχε πει ο Τάκης.

Εγώ τότε είχα το ξυλουργείο πίσω από εκεί που είναι σήμερα η Άλφα τράπεζα.

Μια μέρα βλέπω τον Περικλή να μπαίνει στο ξυλουργείο. Με πλησίασε και με χαιρέτησε γελώντας, ενώ όπως είπα δεν είχαμε πολλές επαφές και ο Περικλής από παιδί ήταν κάπως σοβαρός και απόμακρος.

Με κάποιο δισταγμό μου είπε:

-Έχεις λίγο χρόνο να βγούμε για πέντε λεπτά έξω, να σου πω κάτι σοβαρό;

Γύρισα και τράβηξα προς την πόρτα λέγοντας του, μετά χαράς. Βγήκαμε κι ο Περικλής άρχισε να μου αραδιάζει τον πρόλογο του…

-Αντρέα ξέρεις πόσο σε σέβομαι και παρότι  δεν έχομε πολλές επαφές, εγώ πάντα σε εκτιμώ.

Άκουσε μου λέει:

-Έχω μάθει από σίγουρη πηγή πως ο συγγενή σου ο Αντώνης έχει κάτι χαπάκια που δεν ασπρίζουν τα μαλλιά, του τα στέλνει κάποιος θείος του από την Αμερική.                                                           Θα με υποχρεώσεις λοιπόν πολύ αν μπορούσες να του ζητήσεις μερικά και θα τα πληρώσω και με το παραπάνω,  εχέμυθα όμως, ξέρεις εσύ, πες του πως τα θέλεις για τον εαυτό σου.

Εγώ πήγα να γελάσω αλλά κρατήθηκα. Κατάλαβα πως ο Τάκης την είχε κάνει τη δουλειά, γιατί το κλωθογύριζε από καιρό .

Έμεινα κάμποση ώρα άφωνος, ούτε να γελάσω δεν τολμούσα.

Σε κάτι τέτοιες στιγμές όμως, λες και το μυαλό φέρνει βόλτες θέλοντας να σε διευκολύνει, αυθόρμητα του είπα πως δεν μπορώ να πω στον Αντώνη τέτοια κουβέντα γιατί μπορεί ο άνθρωπος να νομίζει πως δεν το ξέρει κανένας.

-Θα αρχίσει να με ρωτάει από πού το έμαθα  και μπορεί να έχουμε και οικογενειακές γκρίνιες.    Κατάλαβα πως η άρνηση μου δεν άρεσε του Περικλή και προσπάθησα να βρω τρόπο να του δώσω μια ελπίδα. Του είπα λοιπόν:

-Βρε Περικλή, επειδή θέλω να σε διευκολύνω, θα προσπαθήσω να βρω έναν τρόπο να το πω στη γυναίκα του, που έχω πιο πολύ το θάρρος και είμαι σίγουρος πως αν μπορεί θα με διευκολύνει. Ο Περικλής χάρηκε πολύ, μου είπε χίλια ευχαριστώ  κι έφυγε ικανοποιημένος.

Σε μερικές μέρες ήρθε ο Περικλής για να πάρει την πολυπόθητη απάντηση. Αφού με χαιρέτησε με την απαιτούμενη ευγένεια, με ρώτησε τι έγινε με την υπόθεση.Εγώ που ήμουν προετοιμασμένος, του είπα «άστα Περικλή μου, όταν της έκανα κουβέντα της γυναίκας για τα χαπάκια, άρχισε να τρέμει και να με ρωτάει από πού το έμαθα».

-Μην το αναφέρεις πουθενά μου είπε, γιατί θα βρω το μπελά μου, αφού μόνο εγώ το ξέρω. Σου ορκίζομαι πάντως πως δεν ξέρω που τα κρύβει, ίσως να τα έχει στο λεωφορείο. Αλλά, μου λέει, τι τα θέλεις εσύ τα χαπάκια αφού τα μαλλιά σου δεν έχουν άσπρη τρίχα;

Κι εγώ της είπα πως μου βγαίνουν άσπρες τρίχες, αλλά τις βγάζω με την πένσα…

Άρχισε να με ρωτάει η ξαδέλφη μου από πού το έμαθα και άλλα πολλά αράδιασα στον Περικλή για να μπορέσω να ξεμπλέξω από το δημιούργημα του Τάκη, που αυτός έκανε την πλάκα του και εγώ υποχρεώθηκα να αραδιάσω τόσα πολλά ψέματα στον Περικλή για να ξεμπλέξω.

Ο Περικλής αφού με ευχαρίστησε έφυγε με το κεφάλι σκυφτό από τη στενοχώρια του, όμως αυτό που του είπα πως έκανα το θεώρησε ως υποχρέωση και από τότε με καλοχαιρετούσε όταν συναντιόμαστε…

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *