Τα Λαϊκά Δικαστήρια στην ταραγμένη εκείνη εποχή

Τα Λαϊκά Δικαστήρια στην ταραγμένη εκείνη εποχή

του ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΑΥΡΑΚΑ

Όταν τα στρατεύματα κατοχής μπήκαν στην Πατρίδα μας,  τον Απρίλη του χίλια εννιακόσα σαράντα ένα  στερώντας μας την ελευθερία, τα επακόλουθα  δυσκόλεψαν πολύ τη ζωή μας.

Ο φθοροποιός υποσιτισμός, οι αρρώστιες η έλλειψη φαρμάκων,  οι συγκάτοικοι του ανθρώπου, κουνούπια, ψύλλοι, κοριοί, μύγες και ψείρες στα μαλλιά μας τόσες, που ήταν σαν σκόρπιες σταφίδες.

Η γύμνια και η ξυπολησιά, συνέβαλαν να πεθαίνουν άνθρωποι καθημερινά. Και σαν να μην έφταναν όλες αυτές οι κακουχίες, οι κατακτητές, προπαντός οι Γερμανοί ανέβαιναν συχνά στο χωριό μας κι έστηναν απέναντι τα πολυβόλα και τα μυδράλιά τους.

Για να σωθεί ο κόσμος έτρεχε στα μονοπάτια, στις λαγκάδες και στα βουνά, σκύβοντας για να μην γίνεται στόχος στις ριπές των πολυβόλων και των όλμων. Κουβαλούσαν μαζί και κανένα στρωσίδι για να προ φυλάσσονται από τη βροχή και το κρύο, προπαντός το χειμώνα που τύχαινε πολλές φορές να ξενυχτήσουν στο ύπαιθρο, κάτι που γίνονταν πολύ συχνά.

Εμείς τα παιδιά που βρισκόμαστε πολλές φορές στην ύπαιθρο, πότε στον κάμπο πότε στις πλαγιές και βόσκαμε τις γίδες,  πολύ συχνά από διαφορετικά αγνάντια, ακούγαμε πως έρχονται οι Γερμανοί. Τότε  βλέπαμε όλους τους αγρότες που δούλευαν στα γύρο κτήματα, να τρέχουν πανικόβλητοι προς κάθε κατεύθυνση, για να προ φυλαχτούν από τα επακόλουθα. Κι εμείς τα παιδιά, με κατουρημένα τα παντελονάκια μας, τρέχαμε να βρούμε κάποια κρυψώνα να τρυπώσουμε, αφήνοντας τις γίδες μόνες! Άλλωστε ποιος είχε μυαλό εκείνη την ώρα να κοιτάξει για τα ζωντανά… Έτσι τα ζώα ανεξέλεγκτα έμπαιναν στα καλλιεργημένα κτήματα και έκαναν πολλές και σοβαρές ζημιές.

Αλλά και εμείς τα παιδιά που πεινούσαμε, παραβιάζαμε τη μία από τις δέκα εντολές, το «ου κλέψεις». Ειδικά αυτή την εντολή μάλιστα την θυμάμαι καλά, γιατί μας την τόνιζε συνέχεια ο παπάς, όταν μας έκανε κατηχητικό στην εκκλησία Του Αγίου Νικολάου.

Ήξερε βέβαια ο παπάς πως αυτή την εντολή την παραβιάζαμε συχνά, τόσο στα χτήματα όσο και στο χωριό. Δεν τολμούσε γυναίκα να βγάλει στο ήλιο για στέγνωμα, σταφίδες, μουσταλευριά, σουτζούκια, η μύγδαλα, εμείς σαν τους γάτους ανεβαίναμε στα κεραμίδια και τα ξαφρίζαμε.

Ο παπάς όμως που δεν γνώριζε και πολύ από πείνα, γιατί επικαλούμενος τον Θεό και τον Παράδεισο,  κονομούσε καμιά βρασιά όσπρια η καμιά λειτουργιά από τις γυναίκες, που τους έλεγε πως μ’ αυτά τα ρεγάλα θα επικοινωνούσε με τον Θεό για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Κι έτσι θα πηγαίνανε στον Παράδεισο και θα περνούσανε καλύτερα στην επόμενη ζωή .

Αντί λοιπόν να μας δώσει κάνα μπκούνι από τη λειτουργιά,  που είμαστε πεινασμένα, μας έλεγε όλο για τις εντολές του Μωυσή και για την επόμενη ζωή…. Εμείς αν και μικρά παιδιά, του λέγαμε, αν η επόμενη ζωή είναι σαν ετούτη τι τη θέλουμε; αλλά αυτός το χαβά του, έκανε πως δεν καταλαβαίνει.

Την θυμάμαι ακόμα εκείνη την εντολή «ου κλέψεις » αφού έχουν περάσει από τότε εβδομήντα περίπου χρόνια και ακόμα γυρίζει σαν σφήγκα  στο μυαλό μου. Ώσπου μια μέρα άνοιξα το λεξικό να δω πως γράφεται αδερφέ αυτή η «εντολή» και δεν τη βρήκα πουθενά. Φαίνεται πως οι κυβερνώντες θα την είχαν σβήσει.

Αφ’ ότου λοιπόν μπήκαν οι κατακτητές στη χώρας μας, τον Απρίλη του σαράντα ένα, ο κόσμος άρχισε να κινείται και να σκέφτεται, με ποιόν τρόπο θα κάνει αντίσταση  στον κατακτητή.

Στις είκοσι τρεις του Σεπτέμβρη του σαράντα ένα, ιδρύθηκε το «ΕΑΜ», το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.

Και στις είκοσι εφτά του ίδιου μήνα και του ίδιου χρόνου, ιδρύθηκε ο « ΕΔΕΣ», Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος, με σκοπό να οργανώσουν των κόσμο για την ως άνω αντίσταση.

Έτσι και στο χωριό μας την Καρυά, άρχισε να οργανώνεται ο κόσμος, προπαντός οι νέοι και πιο πολύ στο «ΕΑΜ». Στη συνέχεια οργανώθηκαν στην «ΕΠΟΝ».

Στην πορεία ξεστράτισαν οι οργανώσεις,  με τα γνωστά δυσάρεστα επακόλουθα. Για το ξεστράτισμα αυτό δεν είμαι αρμόδιος να πω ή να γράψω κάτι, γιατί ήμουν μικρός τότε κι άλλωστε δεν έχω τις γνώσεις που χρειάζονται.

Αυτά θα τα γράψει η ιστορία, που πολλές φορές την συναντάμε στα πεζοδρόμια, στην Λεωφόρο Συγγρού και όποιοι την πληρώσουν περισσότερο, με αυτούς πάει και ασελγεί, σύμφωνα με την ανατροφή τη μόρφωση και τα συμφέροντα των ασελγών…

Οι οργανώσεις αυτές, εκτός από την αντίσταση κατά του κατακτητή, ασχολούνταν και με άλλες δραστηριότητες, όπως τα πολιτιστικά, διαλέξεις, χορούς,  θέατρα κ. λ  π .                                                   Όλα τα σχεδίαζε και τα σκηνοθετούσε ο μοναδικός αείμνηστος Βασίλης Σίδερης, επιλέγοντας νέους που τους μάθαινε χορό και θέατρο και όχι μόνο. Τα κορίτσια βέβαια δεν συμμετείχαν σε καμιά από της δραστηριότητες αυτές, γιατί δεν είχε φτάσει ακόμα ο φεμινισμός στα απομακρυσμένα μας χωριά.

Αυτό το «φρούτο »μας το έφερε η Μαργαρίτα από «το Αμέρικα όπως και τόσα άλλα δεινά .

Μόνο ένα εντεκάχρονο κοριτσάκι, τη Βούλα του Ζώη του Κακλαμάνη, την ανέβαζαν στη σκηνή και έλεγε ωραία ποιήματα.

Θυμάμαι κάποιους στοίχους όπως « σ’ ευχαριστώ ψηλό βουνό που μες την αγκαλιά σου» ——-

« ανταρτοπούλα θα γινώ ντουφέκι θε ν’ αδράξω» — «ο Παπανδρέου ο γνωστός σωστός πολιτικάντες που αλλάζει πρόσωπο καθώς της τράπουλας ο φάντες». Έτσι τον λέγαμε τότε τον Γεώργιο Παπανδρέου, κατόπιν τον είπαν γέρο της δημοκρατίας, πως θα τον πει η ιστορία που προανέφερα δεν το ξέρω.

 

Θυμάμαι πως τότε, για να υποδυθεί την Γκόλφω στο θέατρο ο Θανάσης ο Κατωπόδης,  ο Τσότσολος, αναγκάστηκε να κόψει το ωραίο του μουστάκι.  Ο Βαγγέλης ο Σταύρακας, ο Μπακάλος, ο Πελέκαες, έκανε πάντα τη γριά κι ο μακαρίτης ο Τάκης ο Γλένης, είχε υποδυθεί το Φιάκα με μεγάλη επιτυχία. Ο Σάββας ο Κατωπόδης Φιλιπάρας έκανε τον Θανάση Βάγια, ο δε Γιώργος ο Τσούλος έπαιζε όλο σε κωμικά έργα, καθότι «Τσούλος» ήτανε, κωμικά έργα θα έπαιζε…

Για να τους αναφέρω όλους χιάζονται πολλές σελίδες, τους θυμάμαι όλους και αυτούς που ζούνε και αυτούς που έχουν φύγει, γιατί μας έδιναν τότε κάποια  αχτίδα χαράς,  στα σκοτεινά εκείνα χρόνια.

 

Τα χρόνια εκείνα της κατοχής, μόνο στις μεγάλες πόλεις λειτουργούσαν κάπως οι θεσμοί. Στα απομακρυσμένα χωριά δεν υπήρχε ούτε αστυνόμευση, ούτε δικαιοσύνη. Οι πιο πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι, ενταγμένοι στις ως άνω οργανώσεις, κυνηγημένοι από τους κατακτητές, επέλεγαν τις μεγάλες πόλεις που και τη «δουλειά» τους έκαναν καλύτερα μέσα στις οργανώσεις και κάπως προφυλαγμένοι ήταν. Επόμενο ήταν λοιπόν, αφού δεν υπήρχε αστυνόμευση και δικαστήρια, να γίνονται πολλές μικρό παραβάσεις,  όπως και να δημιουργούνται μικροδιαφορές μεταξύ κατοίκων.

 

Η οργάνωση, μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων που είχε επωμισθεί, ενεργοποιήθηκε να βάλει κάποια τάξη στο ως άνω φαινόμενο. Έτσι επέλεξαν ντόπιους ανθρώπους κοινά αποδεκτούς και συγκρότησαν δικαστήρια σε λαϊκή βάση. Όπως όλα τα χωριά έτσι και το δικό μας χωριό συγκρότησε το δικό του δικαστήριο, με τον πρόεδρο, τον εισαγγελέα τον γραμματέα και τα μέλη.

Αγράμματοι άνθρωποι ήταν οι δικαστές, δεν γνώριζαν νόμους και συνταγματικά άρθρα να λοξοδρομούν και να κάνουν μια απλή υπόθεση μπερδεμένο κουβάρι, που δεν μπορούν να το ξεμπερδέψουν οι ίδιοι οι νομοθέτες που το τυλίγουν.

Δικάζανε οι απλοί αυτοί άνθρωποι με την απλή λογική και με το χέρι στην καρδιά και τα κατάφερναν.

Μικροϋποθέσεις ήταν το αντικείμενο που εκδίκαζε το δικαστήριο, ζημιές από ζώα που έμπαιναν σε σπαρμένα χωράφια η αμπέλια. Αμφισβητούμενα σύνορα, και άλλα μικρονιτερέσα που παρουσιάζονται συνήθως στους κατοίκους ενός χωριού η μιας πόλης.                                                                                                           Ξέρανε τους συγχωριανούς τους και όλα τους τα χούγια. Γι’ αυτό κατέληγαν τις πιο πολλές φορές στη σωστή λύση. Συμφιλίωναν τους αντιδίκους, που στο τέλος πήγαιναν μαζί δικαστές και αντίδικοι στο καφενείο και έπιναν τα ούζα τους, με το συνηθισμένο μεζέ, ντομάτα αγγούρι και ξεροσαρδέλα.

 

Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Βαγγέλης ο Κτενάς, ο Τυρής, αγνός αγρότης σαν τα φυτά που καλλιεργούσε, ολιγομίλητος και σοβαρός.

Όταν ξεστόμιζε κουβέντα ήταν σαν συμβόλαιο με βούλες και υπογραφές. Λίγο κυρτός με το σουρτούκο ριγμένο στην πλάτη, το χαμόγελο του απλόχερα ριγμένο στο ρυτιδωμένο του πρόσωπο. Είχε το σεβασμό και την εκτίμηση όλων των Καρσάνων.

 

Εισαγγελέας ήταν ο Ξενοφώντας ο Μάλφας, μπακάλης, καλοστεκούμενος και πληθωρικός. Αυτός ήταν από τους Πηγαδησάνους, ήρθε σώγαμπρος στην Καρυά.

Με το που τον έβλεπες έπρεπε να τον συμπαθήσεις, όταν κουβέντιαζες μαζί του, τον συμπαθούσες ακόμη περισσότερο. Κουβέντιαζε αργά και ήταν άριστος γλωσσοπλάστης και μπορούσε να πείσει και τον πιο δύσπιστο. Ακόμη ήταν κουβαρντάς και ψυχοπονιάρης, «ελαττώματα » αντίθετα με το επάγγελμά  του. Το τεφτέρι που έγραφε τα βερεσέδια, ήταν ένα στρατσόχαρτο από εκείνο που τύλιγαν τότε οι χασάπηδες το κρέας. Κάποια φορά βρήκε τη γάτα να έχει γεννήσει επάνω και είχαν σβηστεί όλα!  Όταν το είδε δεν θύμωσε παρά άρχισε να γελάει με εκείνο το αγαθό και πληθωρικό του γέλιο. Από τότε όποιος πήγαινε στο μαγαζί του να ψωνίσει του έλεγε,  εσύ κάτι μου χρωστάς και έψαχνε δήθεν να βρει το τεφτέρι . Αν ο άλλος  του χρωστούσε είχε καλώς, το έγραφε σε άλλο στρατσόχαρτο. Αν του έλεγε πως δεν του χρωστάει, του έλεγε «με συμπαθάς σε μπέρδεψα με κάποιον άλλον».

 

Αναπληρωματικός εισαγγελέας ήταν ο Αριστοτέλης ο Γλένης, συμπαθής άνθρωπος, είχε κι’ αυτός το σεβασμό και την εκτίμηση όλων των χωριανών, την κάθε του κουβέντα τη ζύγιζε πριν τη ξεστομίσει. Είχε γυρίσει από την Αμερική πριν τον πόλεμο και ασχολούνταν κι’ αυτός με τη γεωργία, ύστερα από κάποιες επιχειρήσεις που είχε κάνει και απέτυχαν λόγω της καλοσύνης του. Περπατούσε πάντα σκυφτός και η πίκρα ήταν πάντα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του, ύστερα από το χαμό της γυναίκας του, αφήνοντας του το νήπιο παιδί του. Το πηγαίο και αυθόρμητο χιούμορ του είχε χαθεί, η έβγαινε από τα χείλη του συνοδευμένο με κάποια πικρία. Ευτυχώς που του χαμογέλασε η μοίρα ύστερα από πολλά χρόνια, όταν πάντρεψε την μονάκριβη κόρη του με ένα καλό παιδί, τον Γιώργο τον Αραβανή τον Τραβεζά, που του ομόρφυνε τη ζωή. Ο Γιώργος του πρόσφερε απλόχερα την αγάπη του, όπως και στη γυναίκα του, αλλά και σε όλους εμάς τους συγγενείς. Έως στο τέλος της ζωής του με το καλαμπούρι του ο Γιώργος του θύμιζε τη θητεία του στο εισαγγελικό αξίωμα, αλλά και μετά το θάνατο του συνεχίζει να λέει τη γυναίκα του, θυγατέρα του εισαγγελέα!

 

Στην αστυνομία θυμάμαι τον Ανδρέα τον Κτενά τον Τσακάλη, το ύφος του φαίνονταν αυστηρό λόγω της ιδιότητας του, πάντα καλοντυμένος, εκτελούσε στο ακέραιο τα καθήκοντα που του είχαν αναθέσει.

Βοηθό είχε τον Γιάννη τον Ζακυνθινό το Μαρίνο, λεβέντης, ψηλός και όμορφος, σωστό παλικάρι. Είχε και άλλους βοηθούς αλλά δεν τους θυμάμαι, άλλωστε έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Αγνά παιδιά που προσπάθησαν να προσφέρουν στην πατρίδα και στο χωριό μας  και δυστυχώς κυνηγηθήκαν από την Πολιτεία,  χαραμίζοντας τα ωραιότερα χρόνια της ζωής τους.

 

Το δικαστήριο ήταν στο σπίτι του Αγίου Σπυρίδωνα, απέναντι από την πίσω πόρτα του Αγίου Νικολάου και είχε δυο γραφεία και μια μεγάλη αίθουσα. Υπήρχε η έδρα του δικαστηρίου όπως ήταν όταν λειτουργούσε το κανονικό δικαστήριο. Πίσω από την καρέκλα του προέδρου ήταν η εικόνα του Χριστού και δίπλα μια ζυγαριά, το έμβλημα της δικαιοσύνης. Είχε προστεθεί επάνω στην έδρα και μια κανονική ζυγαριά και ένα καντάρι, για να ζυγίζουν το ποσόν σε είδος που θα δικάζονταν ο κατηγορούμενος, σιτάρι, ρεβίθια, λαθήρια, η ότι άλλο είχε, γιατί λεφτά τότε δεν υπήρχαν.                                                                       Για το λάδι η το κρασί είχαν την πίντα και το καρτούτσο. Η πίντα χωρούσε τέσσερα καρτούτσα, έτσι μετρούσαμε τότε τα υγρά προϊόντα. Ο κατηγορούμενος είχε, ή το τσουβάλι με τον καρπό ή το σκοπούλι με το λάδι η το κρασί, και σύμφωνα με το ποσόν που θα δικάζονταν,  έδινε το αντίτιμο σε ότι είδος είχε.

 

Εγώ τότε εργαζόμουν δίπλα στο δικαστήριο, στο βαρελάδικο του μπάρμπα μου του Επαμεινώντα του Γλένη και παρακολουθούσα πολλές δίκες. Θα αναφέρω δυο που μου έμειναν στη μνήμη γιατί κατέληξαν σε καλαμπούρι και είχαν αίσιο τέλος. όπως οι πιο πολλές δίκες άλλωστε:

Ο Χρήστος ο Σταύρακας ο Σταθαρές, είχε τότε το κρεοπωλείο απέναντι από του Μπογιάννου την ψησταριά, είχε σφάξει το Σάββατο ένα βετούλι (έφηβο κατσίκι). Οι αγοραστές τότε ήταν λίγοι, κανένας δάσκαλος, κάποιος παραθεριστής από την πόλη, η κάποιος άρρωστος.  Ψώνιζαν και οι παπάδες βέβαια, αλλά αυτοί έβγαιναν από την πίσω πόρτα,  γιατί τις πιο πολλές μέρες του χρόνου μας έλεγαν πως είναι σαρακοστή….

Αργά το απόγευμα, όταν του έμενε απούλητο κάμποσο από το βετούλι, φώναζε κάποιους χωριανούς που ήταν κάπως πιο ευκατάστατοι και τους το πρόσφερε σε χαμηλότερη τιμή.

 

Το απόγευμα εκείνο περνούσε ο μπάρμπα Σπύρος ,τον φώναξε ο Σταθαρές:

-Έλα κουμπάρε να  σου δώσω βετούλι κεχριμπάρι και σε καλή τιμή.

Ο μπάρμπα Σπύρος έστριψε αργά το σβέρκο του όπως το συνήθιζε και κοίταξε με προσοχή το σφαχτό που ήταν κρεμασμένο στο τσιγκέλι. Ήταν μαραμένο από τη ζέστη, όπως τις σημερινές γυναίκες που γυρίζουν ημίγυμνες στο δρόμο, ύστερα από ηλιοθεραπεία.

Έκανε νόημα με το χέρι, τη μεριά που επέλεξε να του κόψει από το σφαχτό, πήρε το χατζάρι ο Σταθαρές και έκοψε το κομμάτι .Το έβαλε πάνω στη ζυγαριά, όπου υπήρχε ένα στρατσόχαρτο που ζύγιζε κάμποσες ουγγιές.

Κάνει το λογαριασμό ο Σταθαρές, το πλήρωσε ο μπάρμπα Σπύρος και παίρνοντας το, παραμάσκαλα κατηφόρισε προς την πλατεία για να πάει στο σπίτι του. Διαβαίνοντας από το δρόμο, τον ρωτούσαν οι θαμώνες που κάθονταν στα πεζούλια κατά μήκος του δρόμου και της πλατείας:

-Πως θα το κάνεις αύριο με το καλό το κρέας κυρ-Σπύρο;

Ο κυρ Σπύρος έστριβε το σβέρκο του δήθεν με αδιαφορία, ενώ επίτηδες έκανε αυτή τη διαδρομή για επίδειξη. Το είχε αυτό το «χάρισμα» ο κυρ- Σπύρος.

-Στο φούρνο με πατάτες, απαντούσε σοβαρά ο κυρ-Σπύρος.

 

Ο Σωκράτης που ήταν μεταξύ των θαμώνων και άκουσε το διάλογο, του έμεινε στο μυαλό που ήταν θολό από το μπρούσκο κρασί που έπινε ολημερίς,  «ο φούρνος, το κρέας και οι πατάτες».

Την άλλη μέρα που ήταν Κυριακή,  γύρισε ο Σωκράτης από το αμπέλι, με ένα δεμάτι αμπελόφυλλα στην πλάτη για να φάει η γίδα,  έγειρε την πλάτη και τα έριξε καταγής . Όπως ήταν πολύ κουρασμένος, ξάπλωσε στο κατώφλι της πόρτας να ξεκουραστεί, αδράζοντας το κολοκύθι με το κρασί που του το είχαν έτοιμο στο σκαλοπάτι. Σε λίγο άρχισαν τα κουτσούβελα που ήταν κάμποσα από δάφτα ,  να ζητάνε φαγητό.

Που να βρεθεί όμως φαγητό την εποχή εκείνη, στην κατοχή! Μόνο χόρτα με λίγο λάδι και  κανένα όσπριο είχαν μόνο λιγοστοί νοικοκυραίοι του χωριού μας.

Σίγουρα οι σημερινοί γονείς δεν μπορούν να καταλάβουν, τι αισθανόντανε ο Σωκράτης την ώρα εκείνη που τα παιδιά δεν ζητούσαν παιγνίδια αλλά λίγο φαγητό, σίγουρα θα του πονούσε η καρδιά.

Στο μομέντο πέρασε σαν αχτίδα στο θολό του μυαλό ,«ο φούρνος το κρέας και οι πατάτες».

 

 

 

Φώναξε τη μεγάλη του κόρη και την διέταξε, γιατί τότε το αίτημα του πατέρα ήταν διαταγή για τα παιδιά και τη γυναίκα,  έτρεξε δελόγκου η κοπέλα και τον ρώτησε τη ήθελε.

-Να πας στο φούρνο της Σωφρόνως και να πεις πως σου είπε ο κυρ Σπύρος να σου δώσει το ταψί με το κρέας.

Η κοπέλα δίχως άλλες ερωτήσεις έφυγε τρέχοντας.

Σε λίγη ώρα γύρισε με το ταψί με το κρέας που μοσχοβολούσε σε όλη τη γειτονιά .

Πέφτοντας τα κουτσούβελα στο κρέας, εξαφανίστηκε σε λίγα λεπτά. Ο Σωκράτης ύστερα από το καλό φαγητό σοφάτισε ακόμη τα σωθικά του με μπόλικο μπρούσκο μαύρο κρασί όπως το συνήθιζε. Κατόπιν ανέβηκε στο δέντρο που είχε τη μπαράκα να πλαγιάσει, αφήνοντας εντολή να μην πουν σε κανέναν που είναι.

Όταν γύρισε η γυναίκα του μπάρμπα Σπύρου από το φούρνο που πήγε να πάρει το ταψί και του είπε πως κάποια κοπέλα πήγε και το πήρε, παραξενεύτηκε .

Κίνησε και πήγε ο ίδιος, βρήκε τη Σωφρόνω να κλαίει,  γιατί υποψιάστηκε πως κάποιος έκανε τη ματσαραγκιά, με τη πείνα που υπήρχε τότε.

Έψαξαν από δω, ρώτησαν από ’κει, αλλά πού να βρουν άκρη τότε που το χωριό είχε τρεις χιλιάδες κατοίκους.

Ο μπάρμπα Σπύρος πήγε να σκάσει. Δεν είναι δα και μικρό πράμα να περιμένει να φάει κρέας στο φούρνο με πατάτες, με μπόλικη ντομάτα από το κήπο που ήταν άρωμα και να καταλήξει να φάει ψωμί με λάδι!

Αφού είπε κάποιες κουβέντες στη φουρνάρισσα πάνω στα νεύρα του, που μετά το μετάνιωσε, κατέληξε στην «Λαϊκή αστυνομία». Ο αστυνόμος που ήταν ο Αντρέας ο Τακάλης ειδοποιήθηκε δελόγκου για το περιστατικό, -δεν είχε ωράριο τότε η αστυνομία όπως σήμερα- κι αμέσως έδωσε εντολή να γίνουν ανακρίσεις.

Αργά το βράδυ, κάποιο παιδί από τη γειτονιά του Σωκράτη είπε πως το μεσημέρι του μύρισε ψητό κρέας.  Τελικά από τα πολλά κατέληξαν στο σπίτι του Σωκράτη.

Από κουβέντα σε κουβέντα, η κοπέλα που δεν ήξερε πως το κρέας ήταν ξένο, τα είπε όλα.

O Σωκράτης που ήταν ξαπλωμένος ψηλά στη μπαράκα, τα άκουγε όλα και κανόνιζε τις επόμενες κινήσεις του.

Αργά το βράδι κατέβηκε από τη μπαράκα και χωρίς καμιά κουβέντα, πήρε το κασμά και το τσαπί  να τα ετοιμάσει για το μεροδούλι της επόμενης μέρας.

Την Δευτέρα ο Σωκράτης έφυγε μπονόρα για τη δουλειά του, όταν γύρισε του έδωσε η γυναίκα του το χαρτί που είχε φέρει ο «χωροφύλακας». Το πήρε ο Σωκράτης πήγε σε κάποιο γείτονα που ήξερε να διαβάζει και ο γείτονας του είπε πως τον καλούσε ο αστυνόμος να παρουσιαστεί επειγόντως στο τμήμα.

Ο Σωκράτης αφού καθάρισε λίγο τα μπαλωμένα παπούτσια του από το χώμα, ξεκίνησε και πήγε στην αστυνομία.

Ο αστυνόμος του είπε πως έπρεπε να τον πάει στο αυτόφωρο για το χθεσινό αδίκημα.

Έστειλε τον χωροφύλακα στα Χτενάτα να ειδοποιήσει τον μπάρμπα Βαγγέλη που ήταν πρόεδρος , τον Μάλφα που ήταν ο εισαγγελέας τον ειδοποίησε περνώντας από το μαγαζί του.

Έως ότου να πάνε οι δικαστές, το δικαστήριο γέμισε κόσμο, καλοκαίρι μεσημέρι ήταν, είχαν γυρίσει από τις δουλειές τους οι αγρότες, ήταν και κάμποσοι τουρίστες,  βελόνι να έριχνες δεν θα έπεφτε κάτω.

 

Πρώτος εμφανίστηκε ο Μάλφας με τη μπλούζα που φορούσε στο μπακάλικο για να μη λερώνει τα ρούχα του, σώγαμπρος ήταν, δεν τολμούσε από τη Κατσαδήμαινα να πάει στο σπίτι λερωμένος.

Η μπλούζα ήταν σταχτιάκι έφτανε μια πιθαμή περίπου κάτω από το γόνατο.

Δεξιά και αριστερά ήταν λερωμένη αφού σκούπιζε  τις παλάμες που έπιανε τους μπακαλιάρους τις ξεροσαρδέλες και τις ρέγκες με τα δυο του χέρια πτήδεια για να μη φύγει το αλάτι και έχανε από το ζύγι.

Λίγο το αλάτι, λίγο το στρατσόχαρτο, κάλυπτε λίγο τη ζημιά από το βερεσέ, γιατί τότε ο κόσμος ψώνιζε όλο με πίστωση και τις πιο πολλές φορές ήταν δανικά και  αγύριστα…

 

Όταν εμφανίστηκε ο Μάλφας μέριασε ο κόσμος να περάσει, λόγω σεβασμού προς τον εισαγγελέα και οι τουρίστες προπαντός για να μην τους λερώσει με τα αλάτια και το πετρέλαιο που μύριζε η μπλούζα του.

Σε κάμποση ώρα ήρθε και ο πρόεδρος, ο μπάρμπα Βαγγέλης,  ο γραμματέας κάθονταν στην θέση του. Οι δικολάβοι σπρώχνονταν μεταξύ τους ποιος θα αναλάβει την υπεράσπιση, όπως οι δικηγόροι σήμερα.

 

Αφού βάρεσε το κουδούνι ο πρόεδρος, η δίκη άρχισε. Διάβασε την κατηγορία ο γραμματέας, ο πρόεδρος ρώτησε  τους αντίδικους αν έχουν δικολάβο και ποιον.

Ο Σωκράτης είπε πως δεν θέλει δικολάβο, αφού το αδίκημα ήταν φως φανάρι, άλλωστε είχε σκοπό να πει την αλήθεια .

Ούτε και ο κυρ Σπύρος θέλησε να βάλει δικολάβο,  το κρέας δεν γύριζε πίσω,  ήταν στο στομάχι των παιδιών και από το Σωκράτη δεν επρόκειτο να πάρει τίποτα. Άλλωστε δεν το ήθελε, αφού ο κυρ Σπύρος ήταν κουβαρντάς και ανοιχτοχέρης και το πείσμα του,  είχε πια περάσει .                                                                                 Περίμενε απλά να δει τι θα έλεγε ο Σωκράτης και ποια εξέλιξη θα είχε η υπόθεση και πόσο καλαμπούρι θα είχε,  που το ήθελε ο κυρ Σπύρος έπειτα από το πάθημα του.

Όταν απολογήθηκε ο Σωκράτης,  είπε τα πράγματα όπως ακριβώς έγιναν και αφού ανέφερε πως τα παιδιά του είχαν πολλές μέρες να φάνε,  πως του πόναγε η καρδιά,  γι’ αυτό και έκανε αυτό το μεγάλο ατόπημα.

Ζητούσε δε συνέχεια συγνώμη από τον κυρ Σπύρο, λέγοντας του πως είναι καλός και γαλαντόμος άνθρωπος ενώ τα μάτια του άρχισαν να θολώνουν. Ομολογουμένως είχαν συγκινηθεί όλοι μέσα στην αίθουσα. Όταν τελείωσε την απολογία του ο Σωκράτης , ο πρόεδρος έδωσε  το λόγο στον κύριο εισαγγελέα .

Σηκώθηκε ο Μάλφας και αφού πασπάτεψε κάτι παλιόχαρτα ψάχνοντας τα, πως δήθεν ψάχνει το νόμο, προσπαθώντας να βρει λόγια που θα ικανοποιούσαν και τους δυο.

Έμπορος ήταν, ήθελε και την προβατίνα ακέραιη και τον λύκο χορτάτο.

Ο Σωκράτης ψώνιζε που και που καμιά ξερό σαρδέλα η καμιά ρέγκα, ο δε Σπύρος ψώνιζε πιο πολλά,  ρύζι μακαρόνια και άλλα πολλά αγαθά τοις μετρητοίς.

Είπε πως το περιστατικό είναι σοβαρό αλλά και δικαιολογημένο και άρχισε να αραδιάζει τις θεωρίες του Μαρξ του Λένιν και όλων αυτών που έλεγαν πως πρέπει να τα μοιράσουμε όλα. Είπε δε πως και η ιδιοκτησία είναι σεβαστή, (ίσως θα σκέφτηκε μπας και μπούνε οι πεινασμένοι στο μπακάλικο και το αδειάσουν). Είμαστε πολλοί πεινασμένοι τότε που δεν θα έφτανε ούτε το μεγαλύτερο σούπερ μάρκετ.

Ύστερα πήρε τον λόγο ο πρόεδρος, ολιγομίλητος και σοβαρός,  ρώτησε τον κυρ Σπύρο αν έχει καμιά απαίτηση, μήπως ήθελε να του κάνει ο Σωκράτης ένα δυο μεροδούλια ως ανταμοιβή για το κρέας.

Ο κυρ Σπύρος αρνήθηκε γελώντας, γιατί ο Σωκράτης μετά το μεσημέρι (και το κρασί) χτυπούσε με το τσαπί τα κλήματα και έπεφταν τα μπουμπούκια και όχι μόνο. Έτσι η υπόθεση έληξε αισίως και με καλαμπούρι.

 

Η άλλη υπόθεση αφορούσε το αποτυχημένο κλέψιμο μιας γίδας, που προσπάθησε να την κλέψει κάποιος νεαρός που θα τον ονομάσουμε Αποστόλη.

 

\Ξημερώνοντας,  ο μπάρμπα Θωμάς χτύπησε την πόρτα του κυρ Κώστα του δικολάβου, του άνοιξε ο ίδιος και τον οδήγησε στο πόρτγο.

-Τι συμβαίνει Θωμά και κόπιασες μπονόρα,  τον ρώτησε ο κυρ Κώστας. Ο Θωμάς του είπε πως θέλει να κάνει μήνυση στον Αποστόλη, γιατί προσπάθησε να του κλέψει τη γίδα.

Αφού κάθισαν στο παγκόσκαμνο μπροστά σε ένα σάπιο τραπέζι που το έλεγε γραφείο, πήρε ο κυρ Κώστας το καλαμάρι με την μελάνη και την πένα από το κομό κι ένα χαρτί από το συρτάρι.

Σήκωσε τα μανίκια και είπε στον μπάρμπα Θωμά να του πει με λεπτομέρεια πως  ακριβώς έγινε το περιστατικό.

Ο μπάρμπα Θωμάς άρχισε να του αραδιάζει την υπόθεση:

-Π’ λές κυρ Κώστα επάνω στο πρωτοΰπνι άκουσα ένα θόρυβο, με το που πήδησε ο Αποστόλης από το φωταγωγό πάτησε επάνω στο ταψί που είχε βάλει η γυναίκα μου λίγα πίτουρα να φάνε οι κότες την αυγή. Έπειτα άκουσα τις κότες να κακαρίζουν, σάμπως ήτανε μακριά, λίγες τρύπιες σανίδες χώριζαν το κρεβάτι μου από το κατώι. Σηκώθηκα δελόγκου, πήρα το καντήλι από το κόνισμα και κατέβηκα από τη μέσα σκάλα στο κατώι.  Σάστισα όταν είδα ένα ντερέκι να προσπαθεί να βγάλει το καδνάτσο της πόρτας.

Σήκωσα το καντήλι και είδα το πρόσωπο του, κρατούσε στο χέρι του τη γίδα από το σχοινί. Πρόφτασε κι άνοιξε την πόρτα κι αφήνοντας το σχοινί έγινε λαγός. Τρέμοντας από την ταραχή μου έκλεισα την πόρτα και ανέβηκα στο σπίτι, οι κοπέλες και η γυναίκα μου πλάγαιναν του καλού καιρού. (Είχε τρεις κοπέλες και τη γυναίκα του).

«Δεν πλάγιασα όλη τη νύχτα. Όταν ξημέρωσε κατέβηκα στο κατώι κι όταν άνοιξα την πόρτα βρήκα το παπούτσι του Αποστόλη στην αυλή κολλημένο στη λάσπη. Τι παπούτσι βαραμέντε, ένα μπκούνι λάστικο από αυτοκίνητο με τέσσερα λουριά από δέρμα ζώου ήτανε. Να εδώ το έχω» κι άπλωσε το χέρι του στο σακούλι που κρατούσε έβγαλε το αντικείμενο που έμοιαζε για παπούτσι και το απώθησε στο γραφείο.

Ο κυρ Κώστας του έκανε νόημα με τα χέρια να το πάρει από κει και του είπε να το φυλάξει για το δικαστήριο, τον ρώτησε αν έχει κάποιο μάρτυρα.

-Τι να τον κάνω τον μάρτυρα κυρ Κώστα μου,  να ο μάρτυρας και του έδειξε το παπούτσι.

-Δεν είναι μάρτυρας αυτό Θωμά μου, τέτοια παπούτσια έχουν κ’ άλλοι .

-Αν τα καταφέρεις να κερδίσουμε τη δίκη κυρ Κώστα μου, εγώ θα σου δώσω τρεις οκάδες ζμγό και  μια πίντα λάδι.

 

Άκουσε την παχουλή αμοιβή ο κυρ Κώστας και απ’ τη χαρά του άρχισε να σιάζει το τσαλακωμένο χαρτί που είχε γράψει τη καταγγελία,  λέγοντας στο Θωμά πως η υπόθεση είναι υπέρ τους.

Το «ζμγό» είναι μισό σιτάρι και μισό κριθάρι, τρεις οκάδες είναι σκάρσα τέσσερα κιλά, μια πίντα λάδι είναι έξι περίπου κιλά, για την εποχή εκείνη ήταν πλουσιοπάροχη αμοιβή.

 

Έφυγε ευχαριστημένος ο μπάρμπα Θωμάς που ήθελε να τιμωρηθεί ο Αποστόλης, όχι τόσο για τη γίδα που προσπάθησε να του κλέψει, αλλά του είχε πείσμα γιατί όταν συναντούσε την πρώτη του κοπέλα της έριχνε ύποπτες ματιές.

Εκείνη την εποχή βλέπετε, με το που κοιτούσες μια κοπέλα επίμονα, της έβγαινε κουσούρι και τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν, προπαντός απ΄ τις γυναίκες που είχαν κοπέλες της παντρειάς.  Ο μπάρμπα Θωμάς ήταν φτωχός αλλά ήταν εργατικός και τίμιος, η δε γυναίκα του και οι κοπέλες του ήταν κι’ αυτές εργατικές κι έκαναν καλό κουμάντο.

Είχαν καλό όνομα στο χωριό, δεν είχαν προίκα αλλά θεωρούνταν καλές νοικοκυρές κι αυτό ήταν μεγάλο ατού για να παντρευτούν.

 

Ο δικολάβος κατέθεσε τη μήνυση και σε λίγες μέρες ο «κλητήρας» πήγε την κλήση στο σπίτι του Αποστόλη.

Όταν είδε τη κλήση ο πατέρας του Αποστόλη, καλύτερα να του έδιναν μια κουμπουριά. Εκείνη  την εποχή αν σε έλεγαν κλέφτη ήταν μεγάλη προσβολή, δεν ήταν όπως σήμερα που είναι έπαινος. Αναρωτιόνταν και αυτός και η γυναίκα του, πως έκανε μια τέτοια βρωμοδουλειά ο Αποστόλης,  αφού ήταν καλό παιδί και έλεγαν πως με κάποια παλιοπαρέα θα έχει μπλέξει.

Έτρεξε δελόκγου στην πλατεία να βρει κάποιους γνωστούς να πιάσουν τον Θωμά για να ανακαλέσει τη μήνυση, αλλά ο Θωμάς ήταν ανένδοτος.

Τι να κάνε ο δόλιος, το βράδυ όταν σκοτείνιασε, για να μην τον δει κανένας και αρχίσει τις ερωτήσεις, πήγε στο σπίτι του κυρ Παναγιώτη, που ήταν ο άλλος  δικολάβος και του είπε την υπόθεση.

Ο κυρ Παναγιώτης τον ρώτησε αν τον είδε τον Αποστόλη άλλος εκτός από το Θωμά,  ο πατέρας του Αποστόλη του είπε πως, όπως του είπε ο γιός του, δεν τον είδε κανείς άλλος.

 

 

-Θα το παλέψω όσο μπορώ μπάρμπα Γιάννη κι ελπίζω πως θα τον απαλλάξουμε.

Για να κάνει κουβέντα στους δικαστές ούτε λόγος δεν γίνονταν, δεν υπήρχε τότε παρά δικαστικό κύκλωμα.

–Κάνε ότι μπορέσεις κυρ Παναγιώτη κι εγώ, αν και φτωχός άνθρωπος είμαι, θα σε ανταμείψω καλά,  θα σου δώσω μια οκά κριθάρι και μια μασλίκα τυρί.

 

Έβγαλε τα ματογυάλια του ο κυρ Παναγιώτης, τα πίθωσε με προσοχή σε μια θήκη από τσόχα και στρατάρισε με φούρια για το δικαστήριο να πάρει τη δικογραφία.

Αφού μελέτησε με προσοχή τη δικογραφία, επιστράτεψε όλα του τα εμπειρικά τερτίπια.

Έβλεπε όμως πως η δουλειά ήταν δύσκολη, δεν είχε βέβαια μάρτυρα ο Θωμάς, αλλά ήταν το παπούτσι μια σημαντική μαρτυρία. Αν έχανε τη δίκη, εκτός που θα ξέπεφτε ως δικολάβος, το σημαντικότερο ήταν που θα έχανε το κριθάρι και το τυρί, γιατί οι δικολάβοι τότε αμείβονταν μόνο αν κέρδιζαν τη δίκη. Δεν ήταν όπως σήμερα που σε στέλνουν οι δικηγόροι και πληρώνεις το παράβολο κι ύστερα Ζαμάν φου κι απάνω τούρλα.

Αφού έξυσε τη μύτη του κάμποση ώρα με το μικρό του δάχτυλο, πιλάτευε το μυαλό του να το φέρει στα σέστα του, μήπως του ξεφούρνιζε καμιά τρικλοποδιά να πιαστεί από δαύτη. Πατίκωσε κάμποσο τη δικογραφία με τις χερούκλες του και με θολωμένο το μυαλό βγήκε στο δρόμο και τράβηξε προς τη πλατεία.

 

Κάθισε στο καφενέ του Βενκούλη να πιει ένα ρακί, προσπαθώντας να μαζέψει τις σκέψεις του . Την ώρα εκείνη περνούσε από το δρόμο ο κυρ Κώστας ο άλλος δικολάβος, τον φώναξε ο κυρ Παναγιώτης να τον κεράσει ένα ρακί.

Συζητώντας διάφορα, έφεραν και τη κουβέντα στην ως άνω δίκη,  ο κυρ Παναγιώτης  είπε στον Κώστα πως ανέλαβε την υπεράσπιση του Αποστόλη.

Αμέσως σκοτείνιασε το πρόσωπο του κυρ Κώστα, γιατί ο κυρ Παναγιώτης ήταν τρομερός πολυλογάς και επιδέξιος παραμυθάς, κατάφερνε να κερδίζει τις πιο πολλές δίκες.

Άρχισε αφηρημένα να ξύνει το κεφάλι του, προσπαθώντας ν΄ανοίξει το κατακλείδι του που είχε σφαλιστεί. Με δυσκολία ξεστόμισε, «τι αμοιβή θα σου δώσει ο Αποστόλης κυρ Παναγιώτη»;

-Τι να μου δώσει; φτωχός άνθρωπος είναι. Ήρθε ο πατέρας του και με παρακάλεσε, για ψυχικό θα το κάνω, σάματ΄ είναι πληρωμή μια οκά κριθάρι και μια μαζλίκα τυρί;

 

Όταν άκουσε ο κυρ Κώστας την πενιχρή αμοιβή που θα έπαιρνε ο κυρ Παναγιώτης, φωτίστηκε το πρόσωπο του και αμέσως του λέει:

-Άκου κυρ Παναγιώτη αν βοηθήσεις να κερδίσω εγώ τη δίκη, θα μοιραστούμε τη δικιά μου αμοιβή που είναι τρις οκάδες ζμγό και μια πίντα λάδι.

Ο κυρ Παναγιώτης άλλο που δεν ήθελε, πήγε να πετάξει από τη χαρά του.

Με τον τρόπο αυτό θα είχε σίγουρη την αμοιβή του, χωρίς ρίσκο και κουραφέξαλα και το ψυχικό ας το έκανε μια άλλη φορά που δεν θα είχε κόστος…

Αλλά σαν πονηρός που ήταν όπως αρμόζει στο «επαγγέλμα» ή το «λειτούργημα», δεν βιάστηκε να εκδηλώσει την συγκατάθεση του.

Άνοιξε την παλάμη του που ήταν σαν βεντάλια τσαλακωμένη, την απώθησε στη μουσούδα του την κατέβασε στο πηγούνι, βγάζοντας την κούνησε το κεφάλι προς τα κάτω δήθεν πως κοπιαστικά δέχεται την πρόταση.

Τελικά έδωσαν τα χέρια και ο κάθε ένας τράβηξε προς την αντίθετη κατεύθυνση για ευνόητους λόγους.

 

Την καθορισμένη μέρα που θα γίνονταν η δίκη, μαζεύτηκε ο κόσμος, ήρθε ο πρόεδρος με το γραμματέα κάθισαν στη θέση τους, αλλά ο Μάλφας ο εισαγγελέας δεν είχε φανεί.

Πήγε κάποιος να τον φωνάξει αλλά ήταν άφαντος.

Πιθανόν να εκτίμησε πως η δίκη ήταν σοβαρή και μπλέκονταν δυο μεγάλες οικογένειες και όπως είναι ευνόητο, το εμπόριο απαιτεί λεπτές ισορροπίες .

 

Έτσι φώναξαν τον αντιεισαγγελέα που ήταν ο Αριστοτέλης ο Γλένης.  Όταν ήρθε, διάβασε ο πρόεδρος το κατηγορητήριο και είπε, τον λόγο έχει ο κύριος αντιεισαγγελέας.

Η υπόθεση ήταν δύσκολη γιατί είχε προεκτάσεις με κοινωνικές συνέπειες. Αν ο κατηγορούμενος κρίνονταν αθώος, αυτό  θα ήταν αποτέλεσμα στραβοτιμονιάς λανθασμένης η μεροληπτικής κρίσης και θα ξέπεφτε η δικαιοσύνη στη  συνείδηση του σοφού λαού του χωριού.

Αν πάλι καταδικαζόντανε ο κατηγορούμενος, θα του έμπαινε η στάμπα και θα κουβαλούσε σε όλη του τη ζωή τη ντροπή του χωριού. Ήταν πολύ λεπτή η θέση των δικαστών και χρειαζόταν περίσκεψη και επιδεξιότητα για να τελειώσουν ομαλά με αυτό το μπέρδεμα.

Ο αντιεισαγγελέας σηκώθηκε και άρχισε να πασπατεύει μηχανικά τα χαρτιά,  πιλατεύοντας το νου του να βρει κάτι να πιαστεί, ώστε και ο κατηγορούμενος να πέσει στα μαλακά και η δικαιοσύνη να μην ξεπέσει στη συνείδηση του λαού.

 

Όσο και αν πιλάτεψε το νου του όμως, ούτε μια πιθαμή σοφίας δεν ξεπετάχτηκε να τον βοηθήσει στην επιθυμία του να ξεμπερδέψει ομαλά η υπόθεση. Έριξε μια λοξή ματιά στο πατέρα του κατηγορούμενου και του φάνηκε πως ήταν τυλιγμένος σε ένα σάβανο. Έτσι ο αντιεισαγγελέας το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει ήταν «να συνεχιστεί η διαδικασία»…

Ο πρόεδρος  έδωσε το λόγο στον δικολάβο του μηνυτή.

Ο κυρ Κώστας πλησίασε κοντά στην έδρα του δικαστηρίου. Πήρε το ύφος δικηγόρου του Αρείου Πάγου κι άρχισε να αραδιάζει ιστορίες, πότε στη δημοτική πότε στην καθαρεύουσα. Μελέτησε όλους τους ληστές του αιώνα, μέχρι και τον τρωικό πόλεμο ανέφερε!

 

Αφού τελείωσε, το λόγο πήρε ο μπάρμπα Τυρής που ήταν ο πρόεδρος και είπε, «ανάθεμα κι αν κατάλαβα τίποτα» κι έδωσε το λόγο στον δικολάβο του κατηγορούμενου.

Πλησίασε ο κυρ Παναγιώτης, πήρε το ύφος του Κούγια κι άρχισε την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ξεχνώντας την συμφωνία που είχε κάνει με τον άλλο δικολάβο.

Άρχισε να λέει πως δεν είναι δυνατόν να στηριχτεί κατηγορία χωρίς μάρτυρα.

Τον πλησιάζει τότε ο κυρ Κώστας, ο δικολάβος του μηνυτή, τον σκουντάει ελαφρά και του λέει στο αυτί, «ξέχασες τι είπαμε». Ο κυρ Παναγιώτης θυμήθηκε τότε την μιάμιση οκά ζμγό και τη μισή πίντα λάδι.

Έκανε λοιπόν στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και είπε πως η κατηγορία είναι φως φανάρι και πως το παπούτσι είναι ατράνταχτη μαρτυρία.

 

Δεν πρόφτασε όμως  ν΄ αρθρώσει άλλη λέξη και σηκώθηκε ο πατέρας του Αποστόλη, σήκωσε το χέρι του και ζήτησε το λόγο.  Ο πρόεδρος του είπε: «Τι έχεις να μας πεις Γιάννη;»

-Κύριε πρόεδρε, ο γιος μου δεν πήγε να κλέψει τη γίδα του Θωμά.

-Αλλά τι πήγε να κάνει μεσάνυχτα στο ξένο σπίτι, ρώτησε ο πρόεδρος.

-Πήγε να κλέψει τη μεγάλη κοπέλα του Θωμά, ο αχαΐρευτος!

Άρχισε ένας θόρυβος και μια οχλαγωγία μέσα στην αίθουσα, που αναγκάστηκε ο πρόεδρος να χτυπήσει την κουδούνα για να επανέλθει η τάξη.

Αφού έγινε ησυχία, το λόγο πήρε αυθαίρετα ο Θωμάς και είπε στον πατέρα του Αποστόλη.

-Γιατί δεν μου τη γυρεύατε να σας την δώσω, κοπέλες έχω τρεις, ενώ γίδα έχω μόνο μια.

-Μου το είπε το παιδί Θωμά,  αλλά εγώ δεν ήθελα. Πως θα το αποφάσιζα που έχω κοπέλα ανύπαντρη και το σπίτι είναι μικρό;

Τότε δεν παντρεύονταν τα αγόρια όσο είχανε αδερφή ανύπαντρη.

-Μη χολοσκάς συμπέθερε και θα τον πάρω εγώ σώγαμπρο.

Ανάσαναν οι φουκαράδες οι δικαστές που έβγαλαν από μέσα τους ένα τόσο μεγάλο βάρος που τους ταλαιπωρούσε τόσην ώρα. Μόνο οι δικολάβοι κοκκίνισαν από το κακό τους που έχασαν την αμοιβή.

 

Ο αντιεισαγγελέας πέταξε και το αστείο, που το είχε για ψωμοτύρι:

-Αμ εσείς δεν ήρθατε για δικαστήριο, ήρθατε για συνοικέσιο και μάλιστα χωρίς ζαχαράτα. Πάντως σας ευχόμαστε καλούς απογόνους.

 

Έτσι και αυτή η δίκη είχε αίσιο τέλος,  χωρίς παράβολα, μεγαρόσημα και πολιτικές παρεμβάσεις, όπως συνήθως .

 

Υ.Γ: Ορισμένα από τα ονόματα είναι πλασματικά για ευνόητους λόγους.

 

Ανδρέας Σταύρακας    (Κόκορος)

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *