Λησμονημένα κι αξέχαστα: Ο Σωτήρης κι η Σουσού

Λησμονημένα κι αξέχαστα: Ο Σωτήρης κι η Σουσού

του Ανδρέα Ι. Σταύρακα

Το  «ΚΤΕΛ » της Λευκάδας στην Αθήνα  ήταν την εποχή εκείνη στην οδός Ζήνωνος, εκεί συνήθως συχνάζαμε  όλοι οι Λευκαδίτες. Εκεί κοντά σε κάποια πάροδο ήταν η ταβέρνα ενός Λευκαδίτη του Βερύκιου.  Ήταν στο ημιυπόγειο μιας πολυκατοικίας και πηγαίναμε ή να φάμε ή να περιμένουμε κάποιον γνωστό μας .

Το απόγευμα εκείνο, μου είπε ο χωριανός μου ο Νίκος να πάμε στην ταβέρνα που είχε ραντεβού με κάποιον πατριώτη που είχε πολύ καιρό στην Αθήνα και ήξερε τα κατατόπια να μας «περπατήσει» το βράδυ στη νυχτερινή Αθήνα. Αφού περιμέναμε κάμποση ώρα, σε λίγο βλέπω ένα νεαρό να κατεβαίνει δυο –δυο τα σκαλιά, κρατώντας μια πατερίτσα στο χέρι. Ήρθε κοντά, μας χαιρέτησε κι ο Νίκος μας σύστησε. Τον έλεγαν Σωτήρη.

Αφού ανταλλάξαμε κάμποσες κουβέντες είπε ο Σωτήρης:

-Σηκωθείτε γιατί αργήσαμε. Βγήκαμε, πήραμε ένα ταξί και πήγαμε στην Πλάκα σε μια ωραία ταβέρνα, που είχε ζωντανή μουσική και δυο ωραίες τραγουδίστριες. Περάσαμε πολύ ωραία.

Περασμένα μεσάνυχτα φύγαμε και κατεβήκαμε με τα πόδια στο Μοναστηράκι. Ο Σωτήρης πήρε ένα ταξί και με την πατερίτσα στο χέρι μπήκε μέσα για να πάει στη νέα Ιωνία που έμενε, κι εμείς θα πηγαίναμε στο Παγκράτι, όπου έμενε ο Νίκος  που θα με φιλοξενούσε.

Στο δρόμο ρώτησα με απορία τον Νίκο: Γιατί ο Σωτήρης κρατούσε την πατερίτσα, αφού όπως ο ίδιος είδα δεν είχε κάποιο πρόβλημα και σαν εργένης στο σπίτι δεν είχε κάποιον δικό του;

Γέλασε ο Νίκος και μου είπε πως ο Σωτήρης είναι μεγάλο νούμερο, άλλωστε αυτό φάνηκε κι από την ώρα που ήμαστε μαζί στην ταβέρνα,  με τα έξυπνα αστεία που έλεγε και έκανε.

Τελικά μου εξήγησε  ο Νίκος , τι την ήθελε ο Σωτήρης την πατερίτσα: Μου εξήγησε πως ο Σωτήρης ήταν οικοδόμος και έμενε στη νέα Ιωνία. Τώρα τελευταία ο εργολάβος είχε μια οικοδομή στα Πετράλωνα όπου έπρεπε να πηγαίνει με τον ηλεκτρικό σιδερόδρομο. Ο ηλεκτρικός σιδερόδρομος όμως ξεκινούσε από την Κηφισιά και όταν έφτανε στη νέα Ιωνία ήταν πάντα γεμάτος, έτσι ο Σωτήρης πήγαινε και έρχονταν πάντα όρθιος. Κουρασμένος όπως ήταν από τη βαριά δουλειά της οικοδομής -δεν είχε εφαρμοστεί ακόμα το εξάωρο- δεν το άντεχε να πηγαίνει όρθιος. Έτσι  πήρε την πατερίτσα και όταν μπαίνει  στο τρένο κάνει τον κουτσό, οπότε πάντα κάποιος θα του προσέφερε τη   θέση του, αφού τότε υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι που είχαν φιλότιμο… Έτσι ο Σωτήρης βρήκε τη λύση για να πηγαίνει ξεκούραστος στη δουλειά του και το βράδυ κουρασμένος όπως ήταν να κάθεται στο κάθισμα που πάντα κάποιος θα του πρέσφερε!

Περάσανε χρόνια και στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, βλέπω μια μέρα μπροστά μου το Σωτήρη στην πλατεία της  Λευκάδας. Τον χαιρέτησα και τον ρώτησα πως βρέθηκε στη Λευκάδα και μου είπε πως παντρεύτηκε  μια κοπέλα που είχε ένα σπιτάκι κι έτσι ήρθε σώγαμπρος. Πέταξε και το αστείο του ο Σωτήρης, που το είχε στο αίμα του: «Μην με ρωτήσεις  πως περνάω, γιατί θα σου πω σαν σώγαμπρος». Την γυναίκα του την έλεγαν Σούλα αλλά ο Σωτήρης την έλεγε Σουσού.

Όπως μου εξήγησε αργότερα, η Σούλα σαν κληρονόμα  που ήταν, είχε τη μύτη της ψηλά. Έτσι κι ο Σωτήρης δανείστηκε το όνομα από το έργο του Ψαθά  «Μαντάμ Σουσού», αφαίρεσε το μαντάμ και την έλεγε  Σουσού.  Μπροστά στην πεθερά του όμως, είτε από σεβασμό είτε από φόβο την φώναζε Σούλα.

Εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα γιατί δεν υπήρχαν δουλειές και ο Σωτήρης έκανε ότι τύχαινε. Πότε  ξεφόρτωνε ή φόρτωνε αυτοκίνητα, πότε βοηθούσε στο ιβάρι που μετέφεραν τα ψάρια κι έτσι τα έφερνε βόλτα.

Ο καψερός ο Σωτήρης ανάμεσα στη φτώχια του, κουτσά στραβά όπως έλεγε, σκάριασε τρία κουτσούβελα, οπότε τα πράματα δυσκόλεψαν πολύ. Άσε που είχε και το «ελάττωμα» του αριστερού, όπως έλεγε η Λενιώ η πεθερά του, που δεν τον φτάνει η φτώχια του θέλει και ιδεολογίες….

Ο Σωτήρης όμως πάνω από την ιδεολογία του δεν έβαζε τίποτα!  Έπρεπε να είναι και ενημερωμένος για τις παγκόσμιες εξελίξεις και προπάντων για τις ανατολικές προοδευτικές επιτυχίες, γιατί σύμφωνα με τις γνώσεις που είχε τον βαθμολογούσαν στα γραφεία του κόμματος με «καλώς ή λίαν καλώς»!

 

Για να πάρει εφημερίδα ήταν πράγμα επικίνδυνο, γιατί η αστυνομία τότε την έστηνε έξω από τα περίπτερα και κατέγραφε όποιον αγόραζε αριστερή εφημερίδα. Ο Σωτήρης όμως που ήταν πανέξυπνος, έλεγε στον περιπτερά -που ήταν και αυτός αριστερός- να του  πηγαίνει την εφημερίδα στον φούρναρη. Περνούσε λοιπόν ο Σωτήρης,  ψώνιζε μια φρατζόλα, την τύλιγε ο φούρναρης  στην εφημερίδα και έτσι όλα πήγαιναν ρολόι.  Πριν μπει στο σπίτι μάλιστα, άφηνε την εφημερίδα μέσα σε τέσσαρες λαμαρίνες που είχαν στην αυλή όρθιες αντί για τουαλέτα και σε κάθε ευκαιρία πήγαινε στην «τουαλέτα» ώστε η πεθερά του έλεγε: «Μπα σε καλό του, ευκοίλια έχει και όλες τις ώρες βρίσκεται στο  αποχωρητήριο».

Κάθονταν και διάβαζε όλες τις πολιτικές εξελίξεις που αφορούσαν τις ανατολικές χώρες και χαίρονταν που περνούσαν τόσο καλά οι άνθρωποι εκεί, με το καλό τους το φαΐ, τα καλά τους πανεπιστήμια κι ονειρεύονταν  πως κάποια μέρα θα έστελνε τα παιδιά του να σπουδάσουν εκεί.

Αλλά όπως λέει ο λαός μας, άλλα λογαριάζει ο γάιδαρος και άλλα ο γαϊδουριάρης.

Η αστυνομία ήξερε τα πάντα και πως διαβάζει αριστερές εφημερίδες και πως κάνει συζητήσεις ενάντια στο κράτος. Αφού λοιπόν ήταν γραμμένος στα τεφτέρια της αστυνομίας, δύσκολα τον παίρνανε για δουλειά γιατί ο κόσμος φοβόνταν τότε και τον ίσκιο του. Έτσι ο καψερός ο Σωτήρης το είχε ρίξει στο βερεσέ και σταμάτησε να περνάει από την αγορά γιατί χρωστούσε σε όλους και τον σταματούσαν να τους δώσει τα δανεικά.

Κάποια φορά στην εποχή με τη δικτατορία του Παπαδόπουλου, με το που βγήκε ο Σωτήρης από το στενό του Αγίου Νικολάου για να μπει στο στενό της βιβλιοθήκης, πέφτει πάνω στο μπακάλη.

-Σωτήρη, του λέει άγρια, τώρα δεν μου ξεφεύγεις , θέλω τα λεφτά μου ,

Ο Σωτήρης που όπως είπαμε ήταν πανέξυπνος ,παίρνει το ύφος του αδικημένου και του λέει φωναχτά .

-Δεν ντρέπεστε βρε να βρίζεις το Παπαδόπουλο, αυτόν τον Άγιο άνθρωπο;

Ο φουκαράς ο μπακάλης εξαφανίστηκε σε ριπή οφθαλμού, αφού και ο Σωτήρης κοίταζε κάτω μήπως άνοιξε η γη και τον καπάπιε.

Το γεγονός διαδόθηκε σε όλη την πόλη κι από τότε δεν τολμούσε κανένας να ζητήσει λεφτά από το Σωτήρη, αλλά ούτε του έδινε και κανένας βερεσέ.

Στην απόγνωση του ο Σωτήρης, θυμήθηκε πως ο πατέρας του είχε κάποτε στο χωριό έναν τροχό, που τρόχιζε στο χωριό διάφορα εργαλεία, μαχαίρια ,τσεκούρια και ότι άλλο κοφτερό.

Ανέβηκε λοιπόν μια μέρα στο χωριό, στο παλιό του σπίτι, πήρε τον τροχό και τον κατέβασε στη χώρα. Τον συναρμολόγησε, τον καθάρισε, τον λάδωσε κι άρχισε να γυρίζει στις γειτονιές και τρόχιζε μόνο μαχαίρια, γιατί στη χώρα δεν είχαν γεωργικά εργαλεία.

Σκέφτηκε να πηγαίνει και στα κοντινά χωριά, αφού δεν είχε μεταφορικό μέσον για να πηγαίνει μακριά.  Έτσι φόρτωνε τον τροχό στην πλάτη και με ποδαρόδρομο έφτανε έως τους Τσουκαλάδες, την Νικιάνα και την Κατούνα.

Ο Σωτήρης, σαν γλωσσοπλάστης που ήταν, με τα αστεία του και με τα κοπλιμέντα του, γρήγορα έγινε αγαπητός σε όλους.  Έτσι, εκτός από την αμοιβή, του έδιναν και διάφορα ρεγάλα!

Κάποια φορά που πήγε στην Κατούνα και  τρόχισε σε μια πελάτισσα τα εργαλεία, του χρωστούσε και μερικά άλλα τροχίσματα, αλλά και πάλι δεν είχε η καψερή να τον πληρώσει .  Τότε ο Σωτήρης που είδε μια προβατίνα της εκεί κοντά, με τρία χαριτωμένα αρνάκια, ,της είπε να του δώσει ένα αρνάκι να το μεγαλώσει, να παίζουν και τα παιδιά του. Η γυναίκα του απάντησε, «τεσσάρων μερών είναι Σωτήρη μου, τι να το κάνεις, όταν φύγει από τη μάνα του θα ψοφήσει το καημένο».

Ο Σωτήρης όμως επέμενε κι έτσι η γριά που σκέφτηκε πως η προβατίνα δεν θα μπορούσε να τα μεγαλώσει και τα τρία αρνιά, το έβαλε σε έναν τροβά με το κεφάλι έξω και του το  έδωσε.

Έβαλε ο Σωτήρης στους ώμους του, από τη μια μεριά το αρνί και από την άλλη τον τροχό και κατηφόρισε από δεξιά στο μονοπάτι να βγει από την πάνω μεριά στη Νικιάνα.  Θα έκανε κι’ εκεί ότι τροχίσματα   εύρισκε  κι ύστερα από το δημόσιο δρόμο να πήγαινε στον Επίσκοπο κι από κει στη Λευκάδα.

Ήταν άνοιξη, ο ήλιος έγερνε προς το βουνό τα΄ Αι’ Γιάννη, το σύνορο της σκιάς κατηφόριζε αργά στην ολάνθιστη πλαγιά κι οι μέλισσες με τις πεταλούδες φιλούσαν τα λουλούδια παίρνοντας το άρωμα τους . Το απογευματινό αεράκι θώπευε τα φύλλα και τα λουλούδια του δάσους, που η ευωδιά τους ερέθιζε τις αισθήσεις, ενώ μαζί με  το κελαΐδισμα των πουλιών και το κουδούνισμα από τα κοπάδια που βοσκούσαν τριγύρω έκαναν ένα πανηγύρι .

Είναι όμορφη η φύση και την άνοιξη είναι πολλές φορές ομορφότερη, αλλά στο νου και στην καρδιά του Σωτήρη ήταν χειμώνας, όπως χειμώνας ήταν ολόκληρη η ζωή του.

Ακόμα και στο χωριό, όταν ήταν παιδί, που η φύση έδινε απλόχερα τις ομορφιές της όλες τις εποχές, δεν μπόρεσε να τις χαρεί. Δικτατορίες, πόλεμος, κατοχή, Ιταλοί, Γερμανοί , αντάρτες, εμφύλιος, όλα μαζί ήταν μια καταιγίδα που σκέπασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια και μαζί  την πιο μεγάλη του επιθυμία, να μάθει γράμματα, δεν μπόρεσε να την πραγματοποιήσει.

Η ελπίδα μόνο που επιμένει πάντοτε να είναι παρούσα, έριχνε μια αχτίδα στο θολωμένο του μυαλό: Ονειρεύονταν να μεγαλώσουν σωστά τα τρία του παιδιά και  να γίνουν καλοί άνθρωποι! Και επίσης ήλπιζε πως κάποια μέρα θα κυβερνούσε το «προοδευτικό» κόμμα και θα άλλαζε η ζωή του .

Εκείνη την ώρα σαν σε όνειρο άκουσε τη φωνή του τσοπάνη που βοσκούσε το κοπάδι του δίπλα και του φώναξε.

-Τι χαμπάρια Σωτήρη πως πήγε σήμερα η δουλειά;

.-Τι να πάει, δεν έχει ο κόσμος να πληρώσει . Να όπως βλέπεις μου έδωσε τούτο το αρνάκι η θειά Βασίλω η καψερή, είναι και πεινασμένο γιατί έχει τρία η προβατίνα και δεν μπορούσε να τα ταΐσει και φοβάμαι πως ώσπου να φτάσω στη χώρα μην μου έχει ψοφήσει.

-Βάλτο Σωτήρη σε μια προβατίνα από τις δικές μου να βυζάξει λίγο γάλα και έλα να κάνουμε ένα τσιγάρο.

Άλλο που δεν ήθελε ο Σωτήρης, αμόλησε το αρνί στο κοπάδι που έτρεξε σε μια προβατίνα και άρχισε λαίμαργα να βυζαίνει.  Όταν πήγε να το πάρει ο Σωτήρης, πήρε ένα μεγαλύτερο αρνί από το κοπάδι. Ο τσοπάνης τον είδε και γέλασε χωρίς να του πει τίποτα. Μάλλον περίμενε πως θα του το πρότεινε ο ίδιος,  γιατί το αρνάκι τόσο μικρό που ήταν θα ψοφούσε μακριά από τη μάνα του…

Το ίδιο έγινε με κάνα-δυο κοπάδια ακόμη. Έτσι μέχρι να φτάσει ο Σωτήρης στη Λευκάδα, το αρνί είχε μεγαλώσει τόσο που τον πόνεσε η πλάτη!

Αυτά και πολλά άλλα έκανε ο δόλιος ο Σωτήρης, πότε σαν αστεία πότε σαν σοβαρά κι έτσι κυλούσε τις μέρες ώσπου μεγάλωσαν τα τρία παιδιά του.

Σε κάμποσο καιρό το μεγάλο του παιδί μπαρκάρισε στα καράβια, το άλλο το πήρε κάποιος θείος του στην Αθήνα, σε μια βιοτεχνία κι έτσι αλάφρωσε ο Σωτήρης απ΄ τα πολλά τρεχάματα.

Άρχισαν τα παιδιά να του στέλνουν λίγα χρήματα κι έτσι αποφάσισαν με τη Σουσού να πάρουν και κάποιο δάνειο, για να φτιάξουν το παλιόσπιτο που ήταν πάντα το όνειρο του Σωτήρη…

Όπως έλεγε, το όνειρό του ήταν να φτιάξει μια μεγάλη κουζίνα και ένα μεγάλο αποχωρητήριο, δεν  είχανε αρχίσει ακόμη να τα λένε τουαλέτες, για να διαβάζει με άνεση το «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ», αφού τόσα χρόνια του είχαν πονέσει τα γόνατα και τα πλευρά μέσα στις λαμαρίνες.

Αφού έφεραν το μηχανικό και μέτρησε το οικόπεδο, πήγαν στο γραφείο του να κουβεντιάσουν για τους χώρους που θα ήθελαν να κάνουν. Εκεί όμως διαφώνησε με τη Σουσού.

Η Σουσού ήθελε να κάνει σώνει και καλά ,μεγάλο σαλόνι ,ο Σωτήρης έγινε θηρίο .

-Τι να το κάνεις βρε μουρλή το σαλόνι που το χρειαζόμαστε μια φορά το χρόνο; Ενώ το αποχωρητήριο το χρειαζόμαστε δυο και τρεις φορές την ημέρα.

-Όπως και την κουζίνα που τόσα χρόνια γιοματίζω αντάμα με τους ποντικούς και τις κατσαρίδες, του απάντησε εκείνη.

Έφυγαν κακείν κακώς, κι όσο και αν προσπάθησε ο μηχανικός να τον πείσει, ο Σωτήρης ήταν ανένδοτος.

Η καψερή η Σουσού πήγε να σκάσει από τη στενοχώρια της.  Ήθελε κ’ αυτή αφού τους γέλασε κάπως η τύχη να κάνουν ένα σπίτι και να έρχονται στη γιορτή του  άντρα της,  για τα χρόνια πολλά.

Επειδή μέχρι τώρα το σπίτι ήταν ερείπιο, απέφευγε να έχει πάρε-δώσε και με τις γειτόνισσες ακόμα!  Άσε που μερικές που έτυχε να έχουν πιο καλό σπίτι την πικάρανε που αυτή δεν είχε.

Σαν κληρονόμα  που ήταν, είχε και τον ανάλογο εγωισμό. Έπρεπε λοιπόν με κάθε θυσία να γίνει το δικό της. Άλλωστε το ακίνητο στο δικό της το όνομα  ήταν!..

Πριν όμως πάει στα άκρα και έρθει σε σύγκρουση με τον άντρα της, σκέφτηκε να παρακαλέσει τη γυναίκα του γιατρού που κάθονταν στη γειτονιά τους, να βάλει τον γιατρό να πει δυο λόγια στο Σωτήρη, μήπως και κατάφερνε να του αλλάξει τα μυαλά.

Τότε ο λόγος των γιατρών περνούσε στον κόσμο, ήταν όπως είναι ο λόγος των υδραυλικών και των ηλεκτρολόγων σήμερα.  Έτσι μόλις βρήκε την ευκαιρία, πήγε στη γιατρίνα και της είπε τα καθέκαστα, πως ο άντρας της θέλει να φτιάξει μεγάλη κουζίνα για να κάθεται με άνεση να γευματίζει και μεγάλο αποχωρητήριο να κάνει την ανάγκη του και να διαβάζει την εφημερίδα του, αλλά σαλόνι δεν ήθελε.

Η γιατρίνα που ήταν Αθηναία, δεν ήξερε τί θα πει αποχωρητήριο, αλλά για να μην τη προσβάλει δεν τη ρώτησε. Το σημείωσε όμως  πρόχειρα κι όταν ήρθε ο γιατρός του είπε το πρόβλημα της Σουσούς κι έμαθε η καψερή πως αποχωρητήριο είναι η τουαλέτα.

Ο γιατρός που συμπαθούσε πραγματικά αυτή την οικογένεια και θαύμαζε την θέληση τους να προσφέρουν πάντα ότι μπορούσαν σε κάθε περίσταση στη γειτονιά, το πήρε ζεστά το ζήτημα.

Έτσι επιστράτευσε όλα του τα επιστημονικά τερτίπια και πιλατεύοντας το μυαλό του για κάμποσες μέρες, βρήκε την πιο κατάλληλη τρικλοποδιά που θα μπορούσε να πείσει το Σωτήρη.

Μια μέρα λοιπόν αγόρασε έναν «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ», πήγε στο σπίτι του, τον έριξε επάνω στον καναπέ και είπε στη γυναίκα του να φωνάξει το Σωτήρη για να τους κόψει δήθεν με το τσεκούρι τα ξύλα για τη σόμπα.

Πήγε ο Σωτήρης και αφού τελείωσε με τα ξύλα, τον φώναξε ο γιατρός να ανεβεί να τον πληρώσει και να τον κεράσει ένα ποτό. Aνέβηκε ο Σωτήρης, κάθισε και αμέσως το μάτι του έπεσε στο ντιβάνι που είχε βάλει επίτηδες ο γιατρός το «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ».

Άρχισε ο γιατρός να το φέρνει από δω να το φέρνει από κει, ήρθε η κουβέντα για το σπίτι.

-Είδα Σωτήρη το μηχανικό που μετρούσε το οικόπεδο, πότε με το καλό θα αρχίσετε;.

-Άσε γιατρέ, του λέει ο Σωτήρης. Έχουμε έρθει στα μαχαίρια με τη κυρά Σουσού, που θέλει σώνει και καλά να φτιάξει στο σπίτι ένα απέραντο σαλόνι, λες κι είμαι τραπεζίτης να κάνω συνεδριάσεις.                                                                    Πες μου γιατρέ ,τι να το κάνω το σαλόνι για τη γιορτή μου, που είναι μια φορά το χρόνο;  Να χαραμίσουμε ολόκληρο σπίτι; Εμένα το όνειρο μου ήταν και είναι να κάνω μια μεγάλη κουζίνα να τρώω σαν άνθρωπος και ένα μεγάλο αποχωρητήριο, ν΄ αποπατώ με την άνεση μου. Όταν  ήμουν παιδί, αποπατούσα στα λαγκάδια και στα χωράφια και σκούπιζα τον πισινό μου με ένα σόμπολο και μέχρι τώρα αποπατώ σε τέσσαρες λαμαρίνες.  Το έχω άχτι γιατρέ μου να καθίζω κ’ εγώ σε μια μεγάλη κουζίνα να γιοματίζω με άνεση και να μη με κυνηγάνε τα ποντίκια και οι κατσαρίδες, τώρα που σταμάτησαν να με κυνηγάνε οι χωροφύλακες. Πες μου γιατρέ μου να χαρείς, εμένα σώνει και καλά πρέπει κάποιος να με κυνηγάει σε όλη μου τη ζωή;

Τα έλεγε αυτά ο Σωτήρης, έτσι που φαίνονταν πως βγάζει από τα βάθη της ψυχής του ένα μεγάλο παράπονο που τον βασάνιζε χρόνια και τα μάτια του είχαν βουρκώσει.

Ο γιατρός είχε συγκινηθεί, παρόλο που το λειτούργημα των γιατρών είναι τέτοιο που  δύσκολα  συγκινούνται ,αλλά  ετούτη την ώρα τα είχε χαμένα και δεν ήξερε από που να πιαστεί ώστε να βρεθεί μια μέση λύση, να αποφευχθεί η σύγκρουση και να γίνει και το χατίρι της Σουσούς, αλλά κι ο ταλαίπωρος ο Σωτήρης  να μείνει ικανοποιημένος.

Αφού συνήλθε ο γιατρός από τη συγκίνηση, άρχισε να αραδιάζει στο Σωτήρη διάφορα επιχειρήματα, αλλά έβλεπε πως του κάκου έχανε τα λόγια του. Έπρεπε όμως  κάπως να γίνει για να τελειώσει αυτή η υπόθεση.

Στριφογυρίζοντας ο γιατρός, στην καρέκλα από την αγωνία ,το μάτι του έπεσε στο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ». Δελόγκου σκέφτηκε πως η « Αχίλλειος πτέρνα» του Σωτήρη ήταν η ιδεολογία του και τα παιδιά του.

-Σωτήρη μου, του λέει, η κοινωνία βαδίζει μπροστά κι εμείς που ανήκομε στον προοδευτικό χώρο, πρέπει να δείξουμε το παράδειγμα στη συντήρηση και στην οπισθοδρόμηση. Γιατί παλεύουμε τόσα χρόνια Σωτήρη;  Για μια ρημάδα πρόοδο. Σε λίγο που θα ανοίξουν και τα σύνορα και θα κατέβουν οι σύντροφοι, που θα τους φιλοξενήσεις; Μέσα στη κουζίνα η στο αποχωρητήριο, που εκείνοι θα ζούνε σε παλάτια;  Άσε που και τα παιδιά σου, όταν θα έρχονται με τους φίλους τους θα θέλουν ένα χώρο να αισθάνονται άνετα. Πες μου βρε Σωτήρη στο Θεό σου, μέσα στη κουζίνα θα τους πηγαίνουν η στο αποχωρητήριο, όπως το λες;

Αφού είδε ο γιατρός πως ο Σωτήρης έγειρε λίγο το κεφάλι, πήρε φόρα, πότε στη δημοτική και πότε στην καθαρεύουσα και μια του έλεγε για το Μέγα Αλέξανδρο, μια για το Λένιν, τον μπέρδεψε το φουκαρά.

Ο Σωτήρης ο καψερός άρχισε να τουμπάρει.

-Άσε γιατρέ να το σκεφτώ, τώρα το μυαλό μου είναι θολωμένο ,κάποια άλλη μέρα θα το ξανασυζητήσουμε, του είπε, τον χαιρέτησε κι έφυγε με το κεφάλι σκυφτό.

Την άλλη μέρα ο Σωτήρης ανέβηκε στα γραφεία του κόμματος, όπως το έλεγε κι έθεσε το ζήτημα,  το έβαλαν στα επείγοντα και συζητήθηκε στο επόμενο συμβούλιο με δημοκρατικές διαδικασίες,  όπως άρμοζε στο «χώρο».

Έτσι την επόμενη μέρα βγήκε η απόφαση υπέρ της άποψης του γιατρού, πήρε εγγράφως την απόφαση, την  πήγε στο σπίτι και είπε στη Σουσού να κάνει το σπίτι όπως ξέρει ο μηχανικός .

Αγόρασε και το βιβλίο του Χριστόφορου Λάζαρη «ΤΑ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΑ», για να μάθει η Σουσού πώς το αποχωρητήριο το λένε τουαλέτα, τον μπαρμπέρη τον λένε κομμωτή, την πνιάτα κατσαρόλα και την χουλιάρα κουτάλα.

Ο Σωτήρης στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, μετακόμισε στα παιδιά του, στην Αθήνα.

Ποιος ξέρει τί θα λέει τώρα που και τα πιο «προοδευτικά» συντρόφια μετακόμισαν στην παδέλα και άδραξαν τη χουλιάρα και μαζί με τους συντηρητικούς, μετέτρεψαν το Ναό της Δημοκρατίας σε Ναό του Σολωμόντα;.

Θα εμφανιστεί άραγε κάποιος Ιησούς να τους εκδιώξει ;

Κομμάτι δύσκολο…

 

 

Α  .Ι..Σ..Κόκορος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *