Ο Σπύρος ο Ψίνας

Ο Σπύρος ο Ψίνας

του Ηλία Τσάκαλου

Η ανθρωπότητα μέσα απ΄ την ιστορική μελέτη ψάχνει το παρελθόν της και το μέλλον της;

 «ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει. κτῆμά τε ἐς αἰεὶ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται.» Θουκυδίδου Ιστορίη  1.22.4

Ελεύθερη μετάφραση

« και για όσους θελήσουν με επιστημονικό τρόπο και σαφήνεια να εξετάσουν τα παρελθόντα ιστορικά γεγονότα και τα μέλλοντα να προδικάσουν που θα είναι παραπλήσια, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει, μου αρκεί αυτό που γράφω να είναι χρήσιμο εργαλείο. Να έχετε υπόψη σας πως αυτό που γράφω δεν είναι φυλλάδα που θα την διαβάσετε και θα την πετάξετε, αλλά θα μείνει αιώνιο κτήμα της ανθρωπότητας»

 

(αφιερωμένο στην μνήμη του Σπύρου του Ασδραχά)

 

1963 Φλεβάρης ή Μάρτης. Μαθητής της πέμπτης τάξης του Γυμνασίου. Ή σε κάποιο μάθημα έκανα κοπάνα ή κάποιος καθηγητής  είχε πρόβλημα και φύγαμε. Το Ιστορικό Αρχείο τότε στεγάζονταν προς την πλευρά του Γυμνασίου. Εκεί υπήρχε ο Νώντας ο Βαγενάς που οι πάντες στην πόλη μας τον αποκαλούσαμε ο Νώντας ο σοφός.  Εκεί ήταν σε τέτοιες περιπτώσεις το καταφύγιό μου. Εκεί πήγα και την ημέρα εκείνη. Μπαίνοντας είδα στο μεγάλο τραπέζι δεξιά  χαρτιά, χαρτιά φθαρμένα απ΄τον χρόνο, ποντικοφαγωμένα, μια φωτογραφική μηχανή στερεωμένη πάνω ψηλά σε σταθερή βάση πάνω από το τραπέζι και δυό νεαρούς  να φωτογραφίζουν τα χαρτιά. Έκανα νόημα στον Νώντα ποιοι είναι αυτοί. Έβαλε το χέρι του στα χείλη του και μου έκανε νόημα να σιωπήσω. Έμεινα στην θέση μου. Μετά από λίγο ο Νώντας, αφού έφκιαξε με εκείνη την ιεροτελεστία το τσιγάρο του ( Δελφοί φίλτρο)- ζουλώντας το συνεχώς και βγάζοντας  ποσότητα καπνού έξω και εν συνεχεία χτυπώντας το στο πακέτο για να ξαναμπεί μέσα ο καπνός- και πριν το ανάψει μου είπε με στόμφο λες και ανάγγελλε τον Βασιλέα των Ελλήνων

-Ο Ψίνας!!!

-Να μπω; Τον ρώτησα

Γύρισε και με κοίταξε «ο Ψίνας» μέσα απ΄ τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του και μου είπε:

-Μπες. Σκασιαρχείο ε;

-Νώντα τι ψάχνουν αυτοί στο Ποντικοφυλακείο, οι άνθρωποι είναι στον Πίσω Μώλο, είπα χαμογελώντας και πειράζοντας τους άγνωστους που βρίσκονταν μπροστά μου με εκείνη την παιδική αφέλεια των νιάτων.

Ο «Ψίνας» χαμογέλασε και με κοίταξε. Ο Νώντας  μου εξήγησε πως ήταν ο Σπύρος ο Ψίνας γυιός του δικηγόρου του Γιάννη Ασδραχά  που ήρθε για μια έρευνα στο Αρχειοφυλακείο. Με σύστησε στον Σπύρο κι έτσι άρχισε η γνωριμία και η βαθειά εκτίμηση μεταξύ μας. Θυμάμαι που τον ρωτούσα για χίλια δυό ζητήματα της ιστορίας, για την ορθότητα των γεγονότων που περιγράφονται στα σχολικά βιβλία, για την άλλη άποψη που έγραψε ο Κορδάτος, για την συνέχεια μας απ΄το «άνδρα μοι ένεπε» μέχρι σήμερα που βγαίνει μέσα απ΄την γλώσσα μας, για την αγωνία μου «από πού ήρθαμε, πού πάμε, έχουμε μέλλον». Του άρεσε του Σπύρου που είχα ερωτήματα τέτοια και με αναζητούσε για να ακούσει τα ερωτήματά μου και να μου πει  μέχρι εκεί που επιτρέπονταν να μου πει. Πάντα τελείωνε με την φράση «να ξέρεις τώρα αυτά, τα υπόλοιπα να τα ψάξεις να τα βρεις μόνος σου διαβάζοντας  ότι πέσει μπροστά σου χωρίς ιδεολογικούς αποκλεισμούς».

Πέρασε ενάμιση χρόνος  και πήγα στην Αθήνα φροντιστήριο για να δώσω στο Πανεπιστήμιο. Πήγα στο Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών για τον δω και να τον συμβουλευτώ. Μου είπε πως σύντομα θα φύγει στην Γαλλία για σπουδές και μου συνέστησε να πάω φροντιστήριο στον Αποστολόπουλο και μου έκανε την παρατήρηση να προτιμήσω το ιστορικό τμήμα της φιλολογίας. Εγώ επέμενα πως ήθελα το τμήμα Νεοελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Εκεί μου άρεσε να σπουδάσω. Μου είπε πως εκεί για να μπω θα χρειαστώ μαθήματα στον Αποστολόπουλο τουλάχιστον ενός έτους γιατί παίρνει ελάχιστους. «πάνε οι κονομημένοι και τα παιδιά της αριστοκρατίας. Αυτοί κάνουν χρόνια ιδιαίτερα και είναι πάρα πολύ δύσκολο να τους συναγωνιστείς τώρα», μου είπε.

Τέλος πάντων ο Σπύρος χάθηκε στο Παρίσι, μεσολάβησε η Δικτατορία, δεν πέτυχα στην φιλολογία(ευτυχώς όπως αποδείχτηκε), σπούδασα πολιτικές και οικονομικές επιστήμες (μακροοικονομία, δημόσια οικονομία και Δημόσιο Δίκαιο κύρια) και το 1978 με βρήκε από ιδεολογία και αηδιασμένο απ΄ το κατάντημα της Δημόσιας Διοίκησης υπάλληλο του ΤΣΑΥ στην Αθήνα και ήδη πτυχιούχο και του Νομικού τμήματος της Νομικής των Αθηνών.

Με τον αδερφό του Σπύρου, τον Γιώργο, έτυχε να υπηρετήσουμε στρατιώτες και να είμαστε στο ίδιο λόχο και στην ίδια διμοιρία στην Κόρινθο και στην συνέχεια στο Μεσολόγγι. Πέραν της απλής γνωριμίας εκεί μας ένωσε φιλία και  ο μεταξύ μας σεβασμός και οι πλάκες που έκανε ο ένας του άλλου ήταν αμέτρητες. Γράφαμε στιχάκια σκωπτικά ο ένας του αλλουνού και τα διαβάζαμε στον θάλαμο και γίνονταν της πουτάνας. Τον ξυπνούσα παριστάνοντας την σάλπιγγα κάθε πρωΐ. Είχαμε πολύ μεγάλη πλάκα. Από τον Γιώργο μάθαινα για τον Σπύρο.

Έτυχε μια μέρα του Φλεβάρη να συναντήσω τον Γιώργο μπροστά στην Ζωοδόχο Πηγή. Αφού τα είπαμε ένα χεράκι  μου πρότεινε να ανεβούμε στο γραφείο του μπάρμπα του του Γιάγκου του Κρητικού, αδερφού της μάνας του, που ήταν Ακαδημίας και Χαριλάου Τρικούπη να τον γνωρίσω και να κάτσουμε να τα πούμε. Δεν έφερα αντίρρηση. Καθίσαμε ήπιαμε καφέ κουβεντιάσαμε και με τον κύριο Γιάγκο, έναν πανέξυπνο Κεφαλλονίτη γέροντα πλέον δικηγόρο, πολιτικά και η ώρα πρέπει να πήγε κοντά τρεις. Εκεί εμφανίστηκε στην πόρτα της εισόδου  «ο Ψίνας»!

-Σπύρο, του είπα.

-Πού βρίσκεσαι τώρα ψυχή; μου είπε.

-Εδώ. Στην Αθήνα.

Μετείχε στην συζήτηση και μετά από αρκετή ώρα είπαμε να φύγουμε. Ο Σπύρος με ρώτησε αν έχω ώρα να με δει και να κουβεντιάσουμε. Άλλο που δεν ήθελα. Ξεκινήσαμε από εκεί και περπατήσαμε όλη την περιοχή μέχρι  την Αλεξάνδρας και μετά κάναμε κατά το Μουσείο. Είπαμε χίλια δυό. Ήθελε να μάθει τι σπουδές έκανα, αν δούλευα, σε ποια δουλειά, αν είμαι ευχαριστημένος, τι σκέφτομαι για το μέλλον μου. Του είπα πως πήρα και το πτυχίο της Νομικής για να απαλλαγώ απ΄τον βραχνά του Κράτους και της υπαλληλικής σχέσης «θα πάω στην Λευκάδα να κάνω τον Δικηγόρο» του είπα. Μου είπε «γιατί αφού μπορείς να ακολουθήσεις επιστημονική καριέρα». «Πάλι υπάλληλος θα γίνω βρε Σπύρο, παραπονέθηκα, Δεν το αντέχω να είμαι βορά ενός απαίσιου και απελπιστικού κράτους, θα πάω να ζήσω ελεύθερος και να δω πόσα ψάρια πιάνω μόνος μου». Κουβεντιάσαμε για την πολιτική κατάσταση και τι θα επακολουθήσει. Είπαμε πολλά. Του άρεσε να με ακούει να έχω τις αντιρρήσεις μου σε όλα και να ψάχνω εναγώνια την ουσία των πραγμάτων κι όχι το επιφαινόμενο. Του άρεσε που παρέμενα ένας μικρός διαβολάκος. Σε μια στιγμή κοιτάζοντάς στα μάτια μου λέει

-Βρε με τις σπουδές που έχεις κάνει και τον τρόπο που σκέφτεσαι, ξέρεις τι μπορείς να προσφέρεις στην ελληνική  ιστοριογραφία.

-Σπύρο δεν θέλω. Θέλω τον καθαρό αέρα της πατρίδας μας. Εκεί ανάμεσα στους καθημερινούς ανθρώπους κυκλοφορεί η ιστορία και η επιστήμη. Θέλω τις μυρουδιές του Ιβαριού και να βλέπω την Λάμια. Να σταυρώνω τον κόσμο και να με σταυρώνει. Εκεί θα πάω.

-Κάνε ότι νομίζεις  αλλά σου προσφέρω δουλειά στην ιστορική έρευνα και δυνατότητα να πας στην Γαλλία να σπουδάσεις. Τι λες;

Του χαμογέλασα και που είπα  πως «είναι μακριά αυτά για μένα και τέλος πάντων Σπύρο προτιμώ να γίνω Ψίνας στην Λευκάδα , παρά Ασδραχάς στην Ιστορία». Εκεί του έθιξα μια ευαίσθητη χορδή φαίνεται μια και έζησε το ψωμί του δικηγόρου από τον πατέρα του που  ήταν δικηγόρος στο πρωτοδικείο της Λευκάδας.

Ευχαριστήθηκε πάρα πολύ. Μου χάϊδεψε την πλάτη και μου είπε «ότι και να κάμεις Ηλία μου να ξέρεις πως δεν θα χαθείς κι ούτε θα χάσεις αυτό που είναι μέσα σου».

Μετά από αυτό τα καλοκαίρια που ερχόνταν στην Λευκάδα τον έβλεπα και κάναμε παρέα . Λέγαμε χίλια δυό  και επέμενε ότι έπρεπε να ασχοληθώ με την μακροϊστορία αλλά μου άρεσε η  ρέμπελη ζωή του δικηγόρου της επαρχίας με τα ωραία της.

Πολλά προσέφερες Σπύρο σ΄ αυτόν τον τόπο, συντρόφεψα το σώμα σου  μέχρι τον τάφο του, αλλά το ερώτημα υπάρχει μέσα μου: ο κόσμος βρίσκεται στα χαρτιά του «Ποντικοφυλακείου» ή στον Πίσω Μόλο κι αλλιώτικα που βρίσκεται η ουσία των πραγμάτων στο εφήμερο της ζωής ή στην αναζήτηση της όποιας αλήθειας……..

 

ΥΓ. οι πάντες κάθισαν και έγραψαν επαίνους για τον Σπύρο. Αυτό δεν πέρασε καθόλου απ΄το μυαλό μου -τους πραγματικούς επαίνους θα τους εισπράξει στο μέλλον απ΄ τους επαΐοντες – θέλησα απλώς να σας μιλήσω για τον «Ψίνα» τον δικό μου Ασδραχά, όπως τον έμαθα εγώ  εδώ και πενήντα τόσα χρόνια από μαθητής του Γυμνασίου. Ας είναι αναπαμένος  μια και ο σπόρος που έσπειρε δεν πήγε χαμένος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *