Η Αίτηση (του Ηλία Τσάκαλου)

Η Αίτηση (του Ηλία Τσάκαλου)

του ΗΛΙΑ ΤΣΑΚΑΛΟΥ

 

(αφιερώνεται στην γραφειοκρατία που δεν νικήθηκε ούτε με την ηλεκτρονική διακυβέρνηση)

 

Μπήκε φουριόζος  στο γραφείο  του ΙΚΑ. Μπροστά του μια υπάλληλος τακτοποιούσε τα χαρτιά που είχε μπροστά της. Το κεφάλι σκυμμένο και δίπλα της λιβάνιζε στο τασάκι ένα τσιγάρο. Αφοσιωμένη απόλυτα στα καθήκοντά της φαινότανε. Κάθε τόσο σάλιωνε το δάχτυλο του αριστερού της χεριού και γύριζε αδιάφορα και αόριστα τα χαρτιά. Χωρίς ουσιαστικά να προσέχει κάτι άλλο από σημάδια και χρώματα. Στάθηκε μπροστά της και την κοίταζε με θαυμασμό. Ήταν μια τριαντάρα μακροπρόσωπη, με μαύρα μάτια πίσω απ΄ τα μυωπικά γυαλιά της. Συμπαθητική και όχι και τόσο σεξουαλική. Κάτι σαν γεροντοκόρη του φάνηκε, σαν παντρεμένη που δεν ευτύχησε να έχει παιδιά ακόμα και δεν τα πέρναγε καλά με τον άντρα της. Έτσι την είδε ο χρηματίσας στα νιάτα του καρδιοκατακτητής των εξήντα εφτά χρονών.

Κάποτε σήκωσε το κεφάλι της τραβώντας ταυτόχρονα μια γερή ρουφηξιά απ΄το σκέτο τσιγάρο της και σάχνοντας με τον δείκτη του δεξιού της χεριού τα γυαλιά της που είχαν χαλαρώσει στην μύτη της.

Ο κύριος  περασμένης ηλικίας που στέκονταν κοντά της της φάνηκε πως κάτι ζητούσε.

-Ο κύριος παρακαλώ ποιόν περιμένει;

-Εσένα!

-Τι λέτε κύριε  με γνωρίζετε; Τι ζητάτε ;

-την υπάλληλο.

-εμένα;

-αν είσαι η υπάλληλος!

-Παρακαλώ. Σας ακούω.

Κάθισε και της εξιστόρησε πως, ποιος και γιατί τους έτρωγε τα ένσημα και τώρα απ΄ την σύνταξή του λείπουν δέκα ένσημα (βαριά και ανθυγιεινά, το διευκρίνισε) για να πάρει τη μεγαλύτερη προβλεπόμενη. Μάλιστα τόνισε ότι υπάρχουν οι καταστάσεις στην υπηρεσία των εσόδων.

  • Και πού βρίσκονται αυτά που ζητάς, είπε εκείνη;
  • τις έχετε εσείς εδώ.
  • Α! εμείς δεν κρατάμε αρχείο από το 1950.

Έγινε θηρίο. Για δέκα ένσημα να μην πάρει την ανώτατη;

  • Να σου τις φέρω εγώ απ΄ το σωματείο.
  • Έχεις τίποτε άλλο;
  • Όχι.
  • Άκου ότι ζητάς από εδώ και πέρα θα υποβάλεις εγγράφως στο πρωτόκολλο αίτηση. Δεν αντέχω να με κοιτάς έτσι παντρεμένη γυναίκα.
  • Αίτηση θέλεις; Τώρα θα σου πω εγώ.

Κάπως έτσι ξεκίνησε το μαρτύριο. Η πρώτη αίτηση πανεύκολη. Η δεύτερη εύκολη. Η Τρίτη εύκολη. Η τέταρτη, η πέμπτη. Κάποτε τελείωσαν τα ψέματα. Δεν υπήρχε αιτούμενο. Και ξενυχτούσε να βρει. Είχε καιρό να κοιμηθεί και δεν τολμούσε να πει κουβέντα σε κανένα γιατί είχε ανακοινώσει σε όλους ότι «εγώ βρήκα δουλειά στην γραφειοκρατία, θα τους αλλάξω τα φώτα στις αιτήσεις».

Έφτασε μέχρι τον γιατρό κι εκείνος του έδωσε χαπάκια για τον ύπνο. Του έγραψε μια συνταγή και του είπε πως θα τα αγοράζει από την τσέπη του γιατί δεν δικαιολογούνται. Κι έτσι πέρασε ένας μήνας.

Στην αρχή του δεύτερου του ξέφυγαν κάποιες κουβέντες στον φίλο του που δεν έχανε ευκαιρία να γελάσει με τα παθήματα των άλλων. «ξέρεις, του είπε, έπαθα αυτό κι αυτό» και κάθισε σα βλάκας και του τα είπε χαρτί και καλαμάρι.

Ο φίλος το είπε του γιατρού και ο γιατρός καμώθηκε πως δεν μπορούσε , αν δεν του εξηγούσε τι συμβαίνει , να του δώσει συνταγή γιατί τάχα τα φάρμακα αυτά περιέχουν ναρκωτικές ουσίες. Αυτό ήταν. Πληροφόρησε ο γιατρός τον φίλο και ο φίλος πλέον βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Βγήκε κανονική ανακοίνωση και όλα τα έριξε του γιατρού. «Ο γιατρός τα είπε όλα στον κόσμο. Του ξέφυγε στην συζήτηση πάνω για μια όμοια περίπτωση»

Κι έτσι το έμαθε ο κόσμος  κι ο ντουνιάς κι άρχισε να τον ρωτάει  όποιος τον συναντούσε :

« έγραψες αίτηση σήμερα ;»

Ο καημένος δεν είχε καταλάβει πως η γραφειοκρατία δεν νικιέται ούτε «δι αιτήσεως»!!

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *