“Ο Τάσος και οι τριανταφυλλιές της γιατρίνας”

 

«Ο Τάσος και οι τριανταφυλλιές της γιατρίνας»

του ΑΝΔΡΕΑ Ι. ΣΤΑΥΡΑΚΑ

Εδώ και κάμποσες δεκαετίες οι νέοι σπάνια παντρεύονταν από έρωτα .

Συνήθως παντρεύονταν  από προξενιό . Έτσι και η ξαδέλφη μου η Λούλα που ήταν τότε είκοσι έξι χρονών περίπου, ήταν η ώρα της να παντρευτεί .

Οι γονείς και προπαντός οι συγγενείς που ενδιαφέρονταν τότε, άρχιζαν να ψάχνουν για τον κατάλληλο γαμπρό.  Έψαχναν μάλιστα να είναι της ίδιας κοινωνικής τάξης ,γιατί όπως έλεγαν « βούρλο με βούρλο και σχοινί με σχοινί »

Ο θείος μας ο Γιώργος ο Γιωργατσός, καλή του ώρα, που είναι καλός άνθρωπος και καλός συγγενής και ενδιαφέρονταν για όλους , ενδιαφέρθηκε να της κάνει προξενιά με τον Τάσο .

Ήταν ένα φτωχό και καλό παιδί που δούλευε σε διάφορες δουλειές όπως όλοι μας. Συζητήθηκε και από τις δύο πλευρές, αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα, κομματικώς ήταν σε χώρο προοδευτικό .«Όχι σε όλα » αλλά ξεπεράστηκε κι αυτό αφού είπε στον προξενητή πως θα άλλαζε,  ασχέτως που όχι μόνο δεν άλλαξε αλλά έγινε  χειρότερος ,«σαν να τον είχε γεννήσει ο Κολοζώφ»!

Αφού ξεπεράστηκαν όλα και ήταν έτοιμοι για το γάμο, πήγαν στην κοινότητα να πάρουν το πιστοποιητικό γεννήσεως της νύφης και είδαν με έκπληξη πως την είχαν καταχωρήσει τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη. Όπως ήταν φυσικό διαμαρτυρηθήκαν στον γραμματέα που τότε ήταν ο Αλέκος ο Σταύρακας ο Μπακάλος .

Ο Αλέκος που είχε κάνει τη δουλειά το εξήντα ένα με της εκλογές ,την είχε γράψει τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη για να έχει δικαίωμα ψήφου και να ψηφήσει την « ΕΡΕ».  Ξέχασε όμως ύστερα να την επαναφέρει στη κανονική ηλικία, γιατί ήταν τόσο πολλές οι τέτοιες κουτσουκέλες που έκανε ο Αλέκος, ώστε που να το θυμηθεί….

Τους καθησύχασε όμως, πήρε το στυλό και την έγραψε έξι χρόνια μικρότερη, αυτά λέει ο Τάσος .

Αλήθεια είναι ή ψέματα ο Θεός και η ψυχή του ,πάντως αυτά για τον  Αλέκο ήταν ψωμοτύρι .

Από το γαμπρό δεν έχομε παράπονο ,μας βγήκε διαμάντι και καλός συγγενής είναι και καλός οικογενειάρχης ,

Όσο για το ελάττωμα που έχει, του προοδευτικού, δεν πειράζει . «Ουδείς αναμάρτητος».

Σε αυτό βεβαία συντέλεσε και η ξαδέλφη μου. Αυτή με το βελόνι και με το καλό κουμάντο κι ο γαμπρός μας με τη δουλειά του, κατάφεραν εκτός των άλλων να κάνουν και μια καλή οικογένεια .

Αφού παντρεύτηκαν, έφτιασαν το σπιτικό τους  και σε λίγο η οικογένεια μεγάλωσε.  Έτσι μεγάλωσαν και τα έξοδα, στο χωριό όμως οι δουλειές ήταν λίγες και έτσι απεφάσισαν να φύγουν για την Αθήνα.

Εκεί που δεν τον ήξεραν τον Τάσο, είπε πως είναι σοβατζής και άρχισε να παίρνει μικροδουλειές, αλλά όταν έβγαινε ο ήλιος και έβλεπαν τον τοίχο που είχε σοβατίσει, έμοιαζε σαν σεντόνι που το έβγαλαν από την μπουγάδα και το κρέμασαν να στεγνώσει . Αργότερα βέβαια,  με την υπομονή και την επιμονή του έγινε «μαέστρος » στη δουλεία του όπως λέει ο ίδιος και μερικοί μηχανικοί που έχουν μυωπία.

Αφού η φήμη του είχε διαδοθεί σε όλη την περιοχή που έμενε και όχι μόνο, τον κάλεσε ένας γιατρός να του σοβατίσει ένα τοίχο έξω από τη βεράντα του που είχε υγρασία. Θα έπρεπε να γκρεμίσει το παλιό σοφά και να κάνει καινούργιο με τσιμεντοκονία.

Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Η γυναίκα του γιατρού που είχε βγάλει κάποια σχολή ανθολογίας και έκανε διασταύρωση στα λουλούδια, είχε φυτέψει τριανταφυλλιές κοντά στον τοίχο με τη σειρά, ώστε να ξέρει το χρώμα και την ηλικία της κάθε μιας .

Είπε λοιπόν ο γιατρός στον Τάσο, επειδή ήθελε να ικανοποιήσει τη μούρλια της γυναίκας του και να αποφύγει τη  μουρμούρα της, να τον πληρώσει όσο ήθελε αλλά να μην λερώσει της τριανταφυλλιές.

Ο Τάσος που δεν έλεγε ποτέ όχι, αλλά είχε και την ανάγκη για τα λεφτά δέχτηκε .

Αφού συμφώνησαν στην τιμή, του είπε ο γιατρός τις δύο βδομάδες του Πάσχα που θα έλειπε στη Χίο, και οι τριανταφυλλιές δεν θα είχαν ανθίσει, να πάει για να κάνει τη δουλειά .Του έδωσε το κλειδί από το πορτόνι του κήπου και κάποια χρήματα για να αγοράσει τα υλικά και χώρισαν και οι δύο ευχαριστημένοι.

Την Καθαρή Δευτέρα πήρε ο Τάσος ένα εργάτη, τα εργαλεία και κάμποσα υλικά και πήγε. Αφού άνοιξε το πορτόνι,  είδε πως ήταν αδύνατο να σοφατίσει τον τοίχο χωρίς να λερώσει τις τριανταφυλλιές .

Ο Τάσος πετούσε τη λάσπη από ένα μέτρο μακριά και το ένα τέταρτο θα πήγαινε στο τοίχο ,το υπόλοιπο έπεφτε κάτω και το τσιμέντο θα έκαιγε της τριανταφυλλιές .

Κάθισε στο πεζούλι σκεφτικός για κάμποση ώρα και βρήκε τελικά τη λύση «Ανάγκας και Θεοί πείθονται»,  όπως λέει κάποιο ρητό.

Σηκώθηκε  πήρε το φτιάρι κι άρχισε να βγάζει τις τριανταφυλλιές με προσοχή. Μετά τις έβαζε σε μια βρεγμένη   καναβάτσα και τις τοποθετούσε στον ίσκιο .

Αφού έβγαλε όλες τις τριανταφυλλιές άρχισε τη δουλειά με τον εργάτη, γκρέμισαν τον παλιό σοβά και άρχισαν να φτιάχνουν τον καινούργιο .

Την Μεγάλη Τετάρτη τελείωσαν το πρώτο χέρι ,την τρίτη μέρα του Πάσχα πήγαν και σε δύο μέρες τελείωσαν και το δεύτερο χέρι ,την τσιμεντοκονία . Φύτεψαν ξανά τις τριανταφυλλιές με προσοχή ο Τάσος με τον εργάτη, μάζεψαν τα εργαλεία κι έφυγαν .

Το Σάββατο Του Θωμά που γύρισε ο γιατρός από τη Χίο, ειδοποίησε τον Τάσο να πάει να κάνουν λογαριασμό και να τον πληρώσει. Πήγε ο Τάσος και αφού τον ευχαρίστησε τον πλήρωσε,  του έδωσε μάλιστα και παρά πάνω .

Ακόμα και η γυναίκα του γιατρού ήταν ενθουσιασμένη και του έδωσε ένα μπουκάλι ούζο « Τένταρη » που είχε φέρει από τη  Χίο .

Όταν όμως άρχισαν να ανθίζουν οι τριανταφυλλιές , η γιατρίνα είδε με έκπληξη πως τα χρώματα ήταν ανακατεμένα ενώ αυτή τα είχε με τη σειρά. Πρώτα τα άσπρα, ύστερα τα κρόκινα, μετά τα ροζ, τα κίτρινα, τα μωβ. Φώναξε το γιατρό να δει το παράξενο περιστατικό αλλά ο γιατρός δεν έδωσε σημασία, είχε βαρεθεί πια τη μούρλια της γυναίκας του.

Εκεί που το συζητούσε με τις φίλες της, κάποια της είπε μήπως της έκαναν μάγια.

Άρχισε να τρέχει στις καφετζούδες ,μέχρι την Αγία Αθανασία στο Αιγάλεω είχε φτάσει .

Με λίγα λόγια είχε αναστατωθεί μια ολόκληρη οικογένεια .

Αφού μέχρι και ο γιατρός άρχισε να απορεί και να αναρωτιέται, πως έγινε αυτό το περίεργο.

Βέβαια έκανε τον αδιάφορο για να μην στενοχωριέται η γυναίκα του, που είχε αναστατώσει όλη τη γειτονιά.

Όταν θα άρχιζε ο δεκαπενταύγουστος, η ξαδέλφη μου πίεζε τον Τάσο να κρατήσει Σαρακοστή για να μεταλάβουν όλοι μαζί της Παναγίας .Ο Τάσος που δεν ήθελε, λόγω και των προοδευτικών του πεποιθήσεων, της έλεγε:

-Βρε γυναίκα από τότε που γεννήθηκα Σαρακοστή κρατάω! Οπότε μου χρωστάει ο Θεός νηστείες δεν Του χρωστάω . Άσε με τώρα που βγάζω πέντε δεκάρες να φάω λίγο κρεατάκι να ξεπρασινίσει το άντερο μου, που από τα πολλά λάχανα έγινε σαν τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ!

Για να αποφύγει όμως την μουρμούρα της γυναίκας του το αποφάσισε. Την παραμονή Της Παναγίας πήγε στον παπά να ξεμολογηθεί. Τον ρώτησε ο παπάς αν είχε κάνει καμιά αμαρτία.

Ο Τάσος φοβόνταν να πει ψέματα. Σκέφτηκε εκπρόσωπος του Θεού είναι ο παπάς, θα επικοινωνεί σίγουρα με το Θεό, τότε δεν υπήρχαν βέβαια τα κινητά τηλέφωνα, ούτε και η COURRIER.

Υπήρχε όμως  το Άγιο Πνεύμα και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, που ήταν ο έμπιστος Του Θεού, όπως ήταν ο Ζαχόπουλος για το Καραμανλή και ο Τσουκάτος για το Σημίτη.

Σκέφτηκε πως αν έλεγε ψέματα, θα ειδοποιούνταν ο παπάς και δεν θα του επέτρεπε να μεταλάβει και μετά δε θα γλίτωνε από τη μουρμούρα της γυναίκα του.

Αρχίζοντας  είπε: Εγώ παπά μου είμαι αγνός σαν περιστέρι ,κάποιες φορές όμως κι’ εγώ σαν άνθρωπος το έφερε η ανάγκη και έκανα κάποιες ματσαράγκες.

-Έχω μετανοήσει βέβαια και αν μπορεί η Αγιοσύνη σας ας  παρακαλέσει το Θεό να με συχωρέση.

-Πες μου τα  τέκνο μου όλα με το νι και με το σίγμα και να είσαι σίγουρος πως o Παντοδύναμος θα δείξει  κατανόηση και θα σε συγχωρήσει .

-Άκου Παπά μου ποια είναι τα αμαρτήματα μου, όταν τελειώνω κάποια δουλειά και πάω να την μετρήσω για να πληρωθώ, άμα είναι κάποιος πλούσιος κόβω το μέτρο κάνα δύο τρεις πόντους να βγαίνουν τα μέτρα περισσότερα.  Όταν είναι φτωχός δεν το κάνω.

-Καλά του λέει ο παπάς, αυτή δεν είναι αμαρτία, κι εγώ άμα έχω πολλούς γάμους η πολλές κηδείες για να τις προφτάσω όλες ,διαβάζω τα μισά , αφού ο Θεός τα έχει ακούσει χιλιάδες φορές και τα ξέρει.

-Κάποια φορά συνέχισε ο Τάσος, που δεν είχα δουλειά, πήγα με ένα φίλο μου και βοηθούσαμε κάποιο τσιγγάνο που είχε μια αρκούδα και γυρίζαμε στις γειτονιές.

-Έπαιζε ο τσιγγάνος το ντέφι ,χόρευε η αρκούδα και εμείς μαζεύαμε τα λεφτά και έτσι βγάζαμε τον επιούσιο .

-Κάποια μέρα όμως για κακή μας τύχη, ψόφησε η αρκούδα.

-Τι να κάνουμε, στην  ανάγκη όλα μπορεί να τα σκεφτεί κανείς. Γδάραμε λοιπόν την αρκούδα, πήραμε το τομάρι, βρήκαμε κάποιο μεγαλόσωμο που έμοιαζε με την αρκούδα, όπως η αφεντιάς σου καλή ώρα, ήταν μεγαλόσωμος ο παπάς βλέπεις, του το  φορέσαμε και συνεχίσαμε τη δουλειά μας.

Φαίνεται  πως δεν άρεσε του παπά τούτη η κουβέντα, γιατί έκανε κάποιο μορφασμό, αλλά μετά σκέφτηκε, κουτός χωριάτης είναι, δε θα ξέρει τι λέει, άλλωστε  ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.

Σήκωσε τα μάτια στο ταβάνι ψάχνοντας να βρει τον ουρανό και από τις χαραμάδες επικοινώνησε με το Θεό. Ψέλλισε κάποια λόγια και είπε στον Τάσο να συνεχίσει.

-Παπά μου του λέει ο Τάσος έκανα και μια άλλη αμαρτία. Και του αράδιασε αυτό που έκανε στο γιατρό με τις τριανταφυλλιές.

-Καλά του λέει ο Παπάς κ’ αυτό θα το ξεπεράσουμε. Μετά της Παναγίας κάνε καμιά δεκαριά λειτουργίες και καμιά διακοσαριά μετάνοιες και θα εισηγηθώ Στον Μεγαλοδύναμο να σε συγχωρήσει. Άλλωστε ουδείς αναμάρτητος. Κι’ εγώ στους γάμους λέω ν΄ ανάψουν όλους τους πολυελαίους για να είναι καλορίζικο το αντρόγυνο…

-Εγώ παπά μου, λέει ο Τάσος, δε θα είμαι κακορίζικος που με πάντρεψε ο παπάς μ΄ ένα σπερματσέτο ;

-Όχι τέκνο μου, αυτά τα λέμε στους αφελείς για να παίρνουμε πιο πολλά λεφτά.

Αφού κόντευε ο παπάς να τελειώσει την εξομολόγηση και έπιασε το πετραχήλι να το βάλει στο κεφάλι του για να του διαβάσει την ευχή, τον ρώτησε ο Τάσος με ρεβάρδο .

-Δε γίνετε παπά μου να κάνω λιγότερες μετάνοιες, γιατί με τόσες πολλές θα πάθω λουμπάγκο και ποιος θα ταΐσει ύστερα  τα τρία παιδάκια που μου έδωσε ο Θεός;

-Καλά, του λέει ο παπάς, την άλλη βδομάδα θα επικοινωνήσω με Τον Πανάγαθο, γιατί τώρα είναι αργά και κάνουν ετοιμασίες για τη γιορτή Της Παναγίας και έλα την Παρασκευή να σου πω.

Ο παπάς το βράδυ, όπως συνήθως, τα είπε όλα στην παπαδιά. Δεν πρόφτασε λοιπόν να φέξει και το είχε μάθει όλη η Αθήνα. Το έμαθε και η γιατρίνα, όμως δεν είπε τίποτα γιατί ντράπηκε με το πάθημα της. Ο δε γιατρός που του άρεσαν τα αστεία, γελάει ακόμα .

Τώρα ο Τάσος έχει πάρει τη σύνταξη του και γύρισε με τη γυναίκα του στο χωριό. Ασχολείται λίγο με τη δουλειά του και συμβάλλει ενεργά στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του χωριού.

Στον Καρσάνικο γάμο για παράδειγμα, είναι από τους πρωταγωνιστές .

Ωστόσο έχομε ένα παράπονο εμείς οι συγγενείς του, γιατί ένα τόσο χαρνέτο γαμπρό, με τέτοια συμβολή στου χωριού τις εκδηλώσεις και ξώφαλτσα τον δείχνουν τα τηλεοπτικά κανάλια και η εφημερίδα μας.

Αλλά έτσι γίνεται συνήθως ,τα αδειανά καζάνια ακούγονται όταν τα χτυπάς ,τα γεμάτα δεν ακούγονται.

 

Α . Ι . Σ . Κόκορος .

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *