Η Φιλιππινέζα

Του ΑΝΔΡΕΑ Ι. ΣΤΑΥΡΑΚΑ

Κάποια μέρα πήγα με κάποιον συνεργάτη μου από την Αθήνα ,τον κύριο Κώστα, για φαγητό σε

μια ψαροταβέρνα στη Λυγιά . Παραγγείλαμε τα απαραίτητα και αρχίσαμε να τρώμε.

Σε λίγο, σταμάτησε πιο πέρα, ένα ωραίο μεγάλο αυτοκίνητο, κατέβηκε  ένα ζευγάρι που είχαν μαζί τους ένα παιδάκι τεσσάρων έως πέντε χρονών και μια ημιέγχρωμη γυναίκα .

Κάθισαν κοντά στη θάλασσα, φώναξαν το σερβιτόρο και  παρήγγειλαν τα φαγητά τους .

Στη μαρκίζα της ταβέρνας ήταν μία χελιδονοφωλιά όπου η χελιδόνα πετούσε μακριά και σε λίγο έρχονταν με το φαΐ στο στόμα . Τα μικρά χελιδονάκια άνοιγαν το στοματάκι τους, για να τους βάλει η μάνα το φαγητό κι’ εκείνα με λαιμαργία το καταβρόχθιζαν.

Ο κύριος που προφανώς ήταν ο πατέρας του παιδιού, αν δεν ήταν ο πατριός του, πήρε το παιδί στα γόνατα του και του έδειξε τα χελιδόνια. Του εξηγούσε πως η μάνα φεύγει μακριά φέρνει το φαγητό και ταΐζει τα παιδιά της .

Το παιδί όμως αντέδρασε περίεργα και είπε στον κύριο με πείσμα, πως δεν είναι η μάνα τους .

Ο κύριος προσπαθούσε με καλό τρόπο να το πείσει πως είναι η μανούλα που ταΐζει τα παιδάκια της και άλλα διάφορα, για να καλοπιάσει το παιδί και να το ηρεμήσει .

Το παιδί τελικά πιάνει το τραπεζομάντιλο το τραβάει με πείσμα πετάει φαγητά και ποτήρια κάτω, που μόλις τα είχε φέρει το γκαρσόνι και λέει, δεν είναι η μάνα τους σου είπα, είναι Φιλιππινέζα.

Η δε κυρία ,προφανώς θα ήταν η μάνα του, αν δεν ήταν η μητριά του, καθόταν απαθής καπνίζοντας και κοιτάζοντας τους κύκλους του καπνού που πήγαιναν προς Τον Ύψιστο.

Η δε ημιέγχρωμη γυναίκα που προφανώς θα ήταν η Φιλιππινέζα, τα είχε χάσει .Κοίταζε το παιδί  που είχε πάθει υστερία και έκλεγε ασταμάτητα και ο δυστυχής κύριος προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να το ηρεμίσει,αλλά το παιδί ήταν σε έξαλλη κατάσταση .

Τελικά το πείρε αγκαλιά ο κύριος, το πήγε στο αυτοκίνητο, γύρισε πλήρωσε το λογαριασμό και έφυγαν μαζί με την κυρία που ήταν ακόμα στο κόσμο της .

Εμείς όπως και οι άλλες παρέες σοκαριστήκαμε κάπως, αλλά σε λίγο συνεχίσαμε να τρώμε, κουτσομπολεύοντας όπως συνήθως .

Μάλιστα κάποιος που καθόταν στη διπλανή παρέα , άρχισε να μακρηγορεί και να λέει πως κάποτε στο χωριό του που είχαν μια γάτα , όταν γεννούσε δεν άφηνε ποτέ, όχι αλλοδαπή γάτα να φυλάει τα γατιά, αλλά ούτε και γειτόνισσα γάτα ,δεν τολμούσε να ζυγώσει εκεί .

Κάποιος άλλος είπε πως είναι και αυτό αναγκαίο κακό, γιατί υπάρχουν οικογένειες που έχουν ανάγκη κάποιας βοήθειας, είτε γιατί είναι εργαζόμενοι είτε γιατί έχουν κάποιο ανήμπορο άτομο που χρειάζεται βοήθεια.

Και απ’ τις άλλες παρέες όμως δεν έλειψαν τα σχόλια. Ένας κύριος είπε πως πράγματι μπορεί να βρίσκεται στην ανάγκη κάποιος και να χρειάζεται μια βοήθεια στο σπίτι, αλλά με τις Φιλιππινέζες έχει γίνει μόδα και πολλές νεόπλουτες κυρίες ψάχνουν μόνο για Φιλιππινέζα.

Μάλιστα ο κύριος Κώστας της παρέας μας που ήταν από την Αθήνα, είπε πως πράγματι έχει γίνει μόδα με τις Φιλιππινέζες που γίνονται ανάρπαστες, ειδικά στα σπίτια των νεόπλουτων.

Άρχισε λοιπόν να μας διηγείται πως κάποτε στα Πετράλωνα που έμενε, στην ίδια γειτονιά έμενε και ένα ζευγάρι από ένα χωριό της Ακαρνανίας που είχε δυο μικρά παιδιά. Ο κύριος αυτός ήταν υπάλληλος της ΔΕΗ .

Είχε ανακατευτεί με το συνδικαλισμό και με την πολιτική μαφία, όπως ήταν φυσικό και μετά  από ευθείες και τεθλασμένες διαδρομές, σε πολύ μικρό διάστημα αγόρασε δικό του σπίτι και όχι μόνο. Τότε έφερε και μια ανηψιά του από το χωριό να μάθει  κομμώτρια και να βοηθάει και τη γυναίκα του στο σπίτι .

Όπως λένε τα λεφτά και η δόξα είναι σαν το καλό κρασί, όταν δεν το έχεις συνηθίσει και  πιεις απότομα πολύ θα μεθύσεις  και τότε μπορεί να γίνεις μασκαράς ή και καραγκιόζης ακόμα.

Έτσι και η κυρία ξέχασε το χωριό της, το χωράφι και τα καπνά, κι άρχισε τη μεγάλη ζωή.

Πότε έτρεχε στα κομμωτήρια, πότε στα κέντρα αδυνατίσματος, πότε στα γυμναστήρια.

Τελικά είχε μεθύσει η γυναίκα, ο άνδρας της άρχισε να ανησυχεί, αν και αυτός είχε μεθύσει αλλά λιγότερο γιατί οι άντρες βλέπετε αντέχουν πιο πολύ το κρασί.

Αγόρασε και αυτοκίνητο η κυρία αφού πήρε την άδεια οδηγήσεως, ποιος ξέρει πως και πόσα πλήρωσε και κουτσά στραβά πήγαινε καμιά βόλτα ή  για ψώνια εκεί κοντά, η σε καμία καφετέρια.

Σαν να μην έφταναν αυτά, εκεί που έτρεχε όλη μέρα, άκουσε τις κυρίες να συζητάνε για Φιλιππινέζες, λέγοντας πως τα καθώς πρέπει σπίτια είναι ντεμοντέ αν δεν έχουν για οικιακή βοηθό μια Φιλιππινέζα!

Δεν ήξερε η καψερή τη θα πει ντεμοντέ, το συγκράτησε όμως κι όταν πήγε στο σπίτι ρώτησε την ανιψιά της που είχε βγάλει κάμποσες τάξεις του σχολείου και της το μετάφρασε.

Είχε βέβαια το μυαλό πάνω από τη σκούφια και έκανε ότι ήθελε, αλλά δεν τολμούσε να πει στον άνδρα της να της πάρει Φιλιππινέζα, όμως αυτό τη βασάνιζε και έπρεπε κάπως να γίνει.

Ήθελε να γίνει κι αυτή όπως πολλές άλλες γυναίκες, που τις συναντούσε στην παιδική χαρά η στις γιορτές που έκαναν στο σχολείο, που κάθονταν και κάπνιζαν η συζητούσαν και η Φιλιππινέζα έτρεχε με τα παιδιά τους.

Τελικά κάποια φορά που είχαν τα παιδιά μια γιορτή στο σχολείο, σκέφτηκε να κάνει την ανιψιά της Φιλιπινέζα και να εμφανιστεί στη γιορτή, ώστε να δείξει πως  είναι μοντέρνα και πήρε κι αυτή Φιλιππινέζα για οικιακή βοηθό.

Είπε στην ανιψιά της το Σάββατο το μεσημέρι να φέρει στο σπίτι μια κοπελιά από το κομμωτήριο, πήγε στα μαγαζιά, αγόρασε βαφές για τα μαλλιά και το πρόσωπο και ήταν χαζίρι .

Το Σάββατο το απόγευμα λοιπόν που ήρθε η κομμώτρια στο σπίτι, της είπε πως θα έκαναν ένα αστείο για να γελάσουν, να κάνει την ανιψιά της Φιλιππινέζα.

Με λίγα λόγια της έκανε το κεφάλι σαν κουνουπίδι μαύρο ,το πρόσωπο και τα χέρια μελαψά και περίμενε το απόγιομα να πάνε στη γιορτή .

Το απόγιομα αφού ορμήνεψε την ανιψιά της να μην μιλάει εκεί που θα πάνε, μπήκαν στο αυτοκίνητο που ήταν φρεσκοπλυμένο κι έλαμπε κι έφυγαν μαζί με τα παιδιά να πάνε στη γιορτή.

Αφού πήγε να περάσει την πλατεία για να βγει στον απέναντι δρόμο, άναψε κόκκινο κι ένα γυφτάκι πήγε να της καθαρίσει τα τζάμια. Του είπε πως δε χρειάζεται και του έδωσε ένα δίδραχμο. Τότε ήταν ακόμη η δραχμή, αν ήταν το ευρώ έπρεπε να του δώσει ένα ευρώ, δηλαδή εκατόν εβδομήντα δυο δίδραχμα!

Άναψε το πράσινο κι έφυγε. Στο επόμενο φανάρι πάλι ένα γυφτάκι, χωρίς να το προσέξει γιατί ήταν νέα οδηγός και πρόσεχε το  δρόμο, του έδωσε πάλι ένα δίδραχμο κι,αφού άναψε το πράσινο έφυγε .

Αυτό συνεχίστηκε σε εφτά- οχτώ φανάρια, ώσπου σε αυτό το φανάρι κοιτάζει η κυρία και βλέπει πως ήταν το ίδιο γυφτάκι που ήταν στο πρώτο φανάρι και παραξενεύτηκε .Το ρωτάει λοιπόν «πως βρέθηκες πάλι εσύ εδώ, αφού ήσουν στο φανάρι στην πλατεία; ».

Τότε το γυφτάκι της είπε γελώντας:

.-Αν καταφέρεις κυρία μου και βγεις από τη πλατεία δεν θα με ξανασυναντήσεις, αλλά είσαι στην ίδια πλατεία εδώ και μισή ώρα.

Τελικά όταν κατάφερε να πάει στο σχολείο η δεξίωση είχε τελειώσει, αφήστε που η ανιψιά της είχε ιδρώσει τόσο, που άρχισαν να σουρώνουν οι βαφές στο πρόσωπο και στα χέρια.

Ο Μιχάλης που ήταν μαζί μας, του είπε κομψά για να μην τον προσβάλει, πως είναι λίγο υπερβολικό αυτό. Αυτός κοκκίνισε ελαφρά και ορκίστηκε στη ζωή της γυναίκας του.

Βέβαια όποιος ορκίζετε στη γυναίκα του, πότε λέει αλήθεια και πότε ψέματα…

Η κουβέντα τελείωσε εκεί,αφού είπαμε πολλά ακόμα αστεία, αλλά αυτό που μας είπε ο συνεργάτης μου ήταν πολύ ωραίο, μπορεί να είχε κάποια υπερβολή αλλά είχε και πολλές αλήθειες.

 

Καλοκαίρι 2000      Α. Ι. Σ. Κόκορος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *