Χριστούγεννα στα χαμόσπιτα (του Ηλία Τσάκαλου)

%cf%84%cf%83%ce%b1%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%bf%cf%83-%ce%bc%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%b9%ce%b1

του Ηλία Τσάκαλου

Σπίτια  που στέγασαν κόσμο που κουνήθηκε από τον μεγάλο σεισμό του σαράντα οχτώ. Χαμηλά. Μικρά. Φτωχά. Μονόριχτα. Πήλινα. Ένα δωμάτιο, κουζίνα και καμπινέ. Με κόκκινα κεραμίδια. Κι΄ ο μικρός κηπάκος με τα μυριστικά και το πεζούλι του.

Εκεί έβαλαν το κεφάλι τους οικογένειες τσακισμένες απ΄ την ανέχεια, την φτώχεια, την άγνοια, τα πάθη και τα μίση του αδερφοσκοτωμού που μαίνονταν στα βουνά της Πίνδου και που σαν επιστέγασμα όλων ήρθε ο μεγάλος σεισμός που ισοπέδωσε την μικρή πολιτεία  που περικυκλώνονταν από τους δύο μώλους, το λιμάνι και την θάλασσα των ελιών.

Οι καθημερινοί άνθρωποι  σέρνονταν στους δρόμους, χαμένοι στην υγρασία και τα βροχικά, τσακισμένοι απ΄ την μοίρα τους και σταλμένοι στην γη να χαμοζωούν χωρίς κάποια ελπίδα για μια αυριανή μέρα  κάπως ανθρώπινη.

 

Τα αισθήματα τους γλυκά κι αδύναμα δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν απ΄ την δυστυχία όσων έβλεπαν καθημερινά τα μάτια τους. Στον ίδιο τόπο κατοικούσε  η  ανθρωπιά και οι μικροκακίες μαζύ με την φτώχια και τα γλυκά συναισθήματα της ψημένης λιανής γλυκοπατάτας στα κάρβουνα της φουφούς, τα λίγα λάχανα, το καρτεζίνι λάδι και  κρασί, τις χαρούμενες, ανέμυαλες φωνές των παιδιών που γέμιζαν τους δρόμους με παιχνίδια, καυγάδες και έρωτες.

Τα συμφέροντα, το «κύριε» και ο «εν γένει μπολιτιζμός» ήταν τόσο μακριά, τόσο ψηλά που δεν έσωναν να τα δουν τα αθώα ματάκια τους. Οι πάντες γνώριζαν τα όσα η αφέλεια των ανθρώπων διηγούνταν για να αλαφρύνει ο πόνος τους, να διασκεδάσουν άδολα και τα πάντα έβγαιναν στο μεϊντάνι αργά ή γλήγορα  απ΄ τις γλωσσούδες, κουτσομπόλες γυναικούλες που έσπαγαν πλάκα και περνούσαν την ώρα τους αρχίζοντας πάντα «κάτσε μαρή να σ΄ πω και μη το πεις π΄θενά», αλλά η άλλη, που τ΄ άκουγε για να το πει, το κυκλοφορούσε πρωτοσέλιδο εφημερίδας αυθημερόν και τζάμπα.

Παρόντες παντού, ψυχή και σώματι, όσοι ζούσαν, στον δρόμο της γειτονιάς. Τις στιγμές της δυστυχίας και ευτυχίας τις μοιράζονταν όπως το νερό της κοινόχρηστης βρύσης με τους μπότες τους, αναμένοντας  με εγκαρτέρηση το μοιραίο  και κανέναν δεν άφηναν να ζήσει  τις  ώρες  της  λύπης και της απόγνωσης σιωπηλά και μόνος του.

 

Κι ύστερα άρχισε ο κόσμος να γλιστράει και να χάνεται  στα όνειρα που τον στέγασαν σε μια νέα πατρίδα, στην φθορά του σαρκίου τους, στην διαφθορά και τον εκμαυλισμό που έφεραν στις πλάτες τους η «ανάπτυξη και ο εκχρηματισμός» των πονηρών της γης, στην αδυναμία όλου αυτού του κόσμου να διακρίνει το χρήσιμο απ΄ το άχρηστο, το απαραίτητο απ΄ το περιττό. Έτσι αλλάξανε όλα. Στην θέση των χαμόσπιτων ο εγωϊσμός και η καλοπέραση όρθωσε τοίχους τριώροφων με πυλωτή και δώμα και πλέον εκεί μένουν άνθρωποι ξένοι (κι ας είναι οι ίδιοι στο όνομα, στο επίθετο και στο Α-Φη-Μι ) που συναντιούνται στους δρόμους και δεν κοιτάζονται  καν.

Και εκείνη η «Καλ’μέρα. Καλ΄μέρα και τς αφεντιά σ΄» δεν ξανακούστηκε ούτε απ΄ αυτούς που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα χαμόσπιτα και που στο μεταξύ φορτώθηκαν με κάθε λογίς  ψεύτικα γαλόνια και κοκοτόφτερα και καμαρώνουν σαν γύφτικα σκεπάρνια.

Πάει χάθηκε η ανθρωπιά μαζύ με την δήθεν ευδαιμονία και την καλοπέραση των περασμένων χρόνων. Ακόμα και τώρα που οι καιροί αλλάξανε δεν έμεινε τίποτε από εκείνο το άρωμα της ανθρωπιάς που ζούσε ανάκατα με το κουτσομπολιό, την μικρότητα , αλλά και την μεγαλοσύνη των χαμόσπιτων.

Φαίνεται πως  τα πάντα είναι ζήτημα χρόνου, ακόμα και η γνώση που κι αυτή είναι άχρηστη χωρίς  αυτά τα μικρά ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα που νοσταλγείς τέτοιες μέρες  των Χριστουγέννων που γέμιζαν τα χαμόσπιτα με τα χελιδονίσματα  των φτωχοντυμένων παιδιών « Καλήν ημέρα άρχοντες κι ας είναι ορισμός σας… Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος….Σήμερα τα Φώτα κι οι φωτισμοί…..» κι έβγαιναν οι νοικοκυράδες στις πόρτες  σφουγγίζοντας τα χέρια και λέγοντας «Μας  τα ΄πανε. Μας  τα ΄πανε», μια και δεν υπήρχε ούτε μια δεκάρα να τους δώσει για να χαρούν.

 

Αχ πως χάθηκε ο χαιρετισμός

-Καλ΄μέρα  κ΄μπάρε.

-Καλ΄μέρα μπάντα κι άλλ΄!!

-Καλά Χ΄στού΄εννα γείτονα

-Να΄ ναι καλά κι η αφεντιά σ΄ και τα τέκνα σ΄.

Ο χρόνος τα σάρωσε ανεπίστρεφτα όλα και μαζύ μ΄ αυτά και τα χαμόσπιτα και τους ανθρώπους και τα οδήγησε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο της οδού Αναπαύσεως, του ηλίθιου συμφέροντος και του γελοίου εγωϊσμού  των ανθρώπων των χαμόσπιτων που πλέον έγιναν ιδιοκτήτες τριώροφων μετά πυλωτής και δώματος και κύριοι με κοστούμια,  γραβάτες, τίτλους και θέση σε αυτό το πράμα που το ονομάζουν καλή κοινωνία.

 

Υγ. Σας εύχομαι χρόνια πολλά και ο νέος χρόνος να φέρει  μια αχτίδα ελπίδας  μέσα μας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *