Λησμονημένα κι αξέχαστα: “Ο ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΣ”

%ce%b1%ce%bd%cf%84%cf%81%ce%ad%ce%b1%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%8d%cf%81%ce%b1%ce%ba%ce%b1%cf%82

Του Ανδρέα Σταύρακα-(Κόκορου)

Στα μέσα  της δεκαετίας του εβδομήντα επειδή δεν υπήρχαν δουλειές στη Λευκάδα, σκέφτηκα να φτιάχνω κορνίζες για κάδρα και να τις στέλνω στην Αθήνα και όχι μόνο .

Στην Αθήνα είχα έναν καλό πελάτη και καλό άνθρωπο, τον κύριο Χαράλαμπο που είχε ένα κορνιζάδικο στο Παγκράτι. Είχαμε γνωριστεί τόσο καλά που με καλούσε και πήγαινα στο σπίτι του όταν πήγαινα στην Αθήνα.

Είχε μια πολύ καλή γυναίκα και δύο αγόρια.

Ο Χαράλαμπος είχε ένα φίλο οικογενειακό τον Διονύση, όταν βγαίναμε καμιά φορά έπρεπε να είναι μαζί μας κι ο Διονύσης. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και πολύ καλαμπουρτζής και πείραζε συνεχώς το Χαράλαμπο, ενώ από τη στιγμή που θα σμίγαμε έως την ώρα που χωρίζαμε, έπρεπε δέκα φορές να μας πει τι θα έκανε όταν θα έπαιρνε τη σύνταξη.

Πως θα πήγαινε εκδρομές, πως θα έπαιρνε ένα φουσκωτό βαρκάκι να πηγαίνει για ψάρεμα κι ένα σωρό όνειρα μας αράδιαζε ο δόλιος ο Χαράλαμπος. Κάθε ώρα και κάθε λεπτό τα ίδια, γίνονταν στ’ αλήθεια κουραστικός. Ο δε Διονύσης του έλεγε, δεν λες κακόμοιρη μου να αγοράσεις ένα κομπιούτερ για να το συμβουλεύεσαι πότε θα παίρνεις το ένα χαπάκι και πότε το άλλο, μην τα μπερδεύεις και πας άγουρος στον άλλο κόσμο. Εκεί πιάνονταν και γινότανε το σώσε…

Ύστερα από κάμποσα χρόνια σταμάτησα να φτιάνω κορνίζες και σπάνια πλέον ανέβαινα στην Αθήνα. Έτσι επικοινωνούσαμε που και που τηλεφωνικά και με τον Χαράλαμπο και με τον Διονύση, ώσπου σε λίγο καιρό κόψαμε εντελώς κάθε επαφή.

Στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα είχα πάει στην Αθήνα. Μια μέρα που κατέβηκα στο κέντρο και χάζευα στις βιτρίνες, βλέπω τον Διονύση σ΄ ένα καφενέ να κάθεται μόνος. Πήγα τον χαιρέτισα, η χαρά του ήταν τόση που δεν περιγράφεται. Κάθισα, μου παρήγγειλε καφέ και αρχίσαμε να λέμε τα παλιά.

Τον ρώτησα για τον Χαράλαμπο, τι κάνει κι αν είναι καλά αυτός και η οικογένεια του. Ο Διονύσης έχασε για μια στιγμή το χρώμα του και μου λέει, «άστα φίλε μου ο Χαράλαμπος είναι πολύ άρρωστος, έχει χάσει το μυαλό του. Είναι μια μεγάλη ιστορία, αν έχεις χρόνο να σου τα πω με το νι και με το σίγμα» και άρχισε να μου διηγείται τι ακριβώς έγινε και ο Χαράλαμπος κατέληξε σ’ αυτά τα χάλια.

Θυμάσαι μου λέει που έλεγε συνέχεια πότε θα πάρει σύνταξη και πως θα πηγαίνει εκδρομές και τα λοιπά; Όταν λοιπόν πήγε εξήντα χρονών, την άλλη μέρα μάζεψε τα συντάξιμα χρόνια ΙΚΑ ΤΕΒΕ και Στρατό κι έτρεξε με ενθουσιασμό να υποβάλει όλα τα απαιτούμενα χαρτιά, οπότε σε κάμποσους μήνες του ήρθε η πολυπόθητη σύνταξη.

Τότε άρχισαν τα δύσκολα. Δεν πρόφταινε να φέξει κι άρχιζε η γυναίκα του: Σήκω Χαράλαμπε να πας στη λαϊκή να ψωνίσεις, πήγαινε ο καψερός ο Χαράλαμπος, κι αφού γύριζε φορτωμένος και πεθαμένος από την κούραση, κάτι είχε ξεχάσει η γυναίκα. Τρέξε πάλι Χαράλαμπε… Όταν γύριζε τρέξε στο σχολείο να πάρεις το παιδί και σαν να μην έφτανε αυτό, παραπονιόνταν από πάνω οι νιφάδες του, πως εξυπηρετεί πιο πολύ την μία από την άλλη.

Χρειάζονταν και κάμποσο χρόνο για να πηγαίνει στους γιατρούς, πότε στον καρδιολόγο, πότε στον ουρολόγο, πότε στον μικροβιολόγο, που δεν του έμενε χρόνος να παίρνει ούτε τα χαπάκια του που ήταν κι ένα σωρό από δαύτα. Έτσι ο φουκαράς ο Χαράλαμπος κατέληξε πολύ πικραμένος και όποτε συναντιόμαστε, που και που, μου έλεγε τον πόνο του.

Κάποιο Σάββατο σμίξαμε σε ένα καφενείο και όπως γίνονταν πάντα, ο Χαράλαμπος πολύ στενοχωρημένος άρχισε να μου λέει τα ίδια και ήταν έτοιμος να κλάψει. Την ώρα εκείνη περνούσε ένας φίλος μας γιατρός, μας χαιρέτισε και κάθισε μαζί μας. Είδε τον Χαράλαμπο έτοιμο να κλάψει και ανήσυχος τον ρώτησε τι του συμβαίνει, οπότε άρχισα εγώ κι αράδιασα στο γιατρό γιατί ο Χαράλαμπος ήταν τόσο πικραμένος.

Όταν τελείωσα, ο γιατρός άρχισε να γελάει και λέει στο Χαράλαμπο: Α, γι  αυτό στενοχωριέσαι, πέρασε αύριο από το ιατρείο να το φτιάξουμε, έρχονται καθημερινά πολλοί συνταξιούχοι για το ίδιο θέμα. Του εξήγησε πως θα του βγάλει μια ακτινογραφία στο γόνατο, θα του κάνει και μια γνωμάτευση πως έχει υγρό και δεν πρέπει να κουράζεται, να πάρει κι ένα μπαστουνάκι κι έτσι όλα θα τελειώσουν.

Ο Χαράλαμπος του είπε πως μία από της νύφες του δούλευε στα παραϊατρικά και θα δει την ακτινογραφία, αλλά ο γιατρός που ήταν μαέστρος σ’ αυτά του είπε, πως θα του έδινε ακτινογραφία από κάποιον που θα έχει αυτή την πάθηση.

Από την άλλη κιόλας μέρα ο Χαράλαμπος έβαλε σε ενέργεια το κόλπο ,άρχισε να λέει πως του πονάει λίγο το γόνα του, ώσπου η γυναίκα του ανησύχησε και του είπε να πάει στο φίλο του τον γιατρό .

Όταν γύρισε ο Χαράλαμπος από το γιατρό με την ακτινογραφία στο χέρι, έτρεξε η γυναίκα του να τον ρωτήσει τι του είπε ο γιατρός. Άστα γυναίκα, έχω πρόβλημα στο πόδι, υπάρχει υγρό στο γόνατο και δεν πρέπει να κουράζομαι, μάλιστα μου είπε να πάρω κι ένα μπαστουνάκι.

Έτσι πίστεψαν όλοι πως ο Χαράλαμπος έχει πρόβλημα κι η γυναίκα του η καψερή τον πρόσεχε πλέον πάρα πολύ.

Σηκώνονταν ο Χαράλαμπος το πρωί, κατέβαινε με το μπαστουνάκι του,  έπαιρνε  το αυτοκίνητο, περνούσε απ΄ το  περίπτερο, έπαιρνε  την εφημερίδα του και πήγαινε στο καφενείο , παράγγελνε καφέ και κάθονταν έως το μεσημέρι που θα πήγαινε στο σχολείο να πάρει τα εγγόνια του.

Μετά από κάμποσες μέρες που είδε ο καφετζής τον  Χαράλαμπο να κάθεται με της ώρες πίνοντας ένα μόνο καφέ, στέλνει το γκαρσόνι και του  λέει: Θέλει τίποτε ο κύριος; Όχι του λέει ο Χαράλαμπος. Ύστερα από λίγο πάλι το γκαρσόνι, θέλει τίποτε ο κύριος, καταλάβαινε ο Χαράλαμπος κι έτσι έπαιρνε και μια πορτοκαλάδα.

Αυτό συνεχιζόταν καθημερινά. Όμως μια εφημερίδα και δύο πιοτά την ημέρα, χώρια το απόγευμα, κουτσούρευε πολύ την πενιχρή σύνταξη που έπαιρνε. Άσε που όταν πήγαινε στη τουαλέτα καθυστερούσε ο καψερός ώσπου να βρει το κατάλληλο όργανο, γιατί είχαν γίνει και τα τρία ίδια, σαν μαραγκιασμένα μαρουλόφυλλα. Να σκεφθείτε, κάποια φορά που κάποιος χτυπούσε την πόρτα, αντί ο Χαράλαμπος να βγάλει το κατάλληλο μαρουλόφυλλο, έβγαλε το άλλο και  ένιωσε να υγραίνεται το πόδι του και να μουσκεύει το παπούτσι του…

Μια μέρα του Ιουλίου που έκανε αφόρητη ζέστη και πήγε στην τράπεζα για να πάρει την σύνταξη του και είχε πολύ κόσμο, ξάπλωσε σε μια πολυθρόνα, άνοιξε την εφημερίδα του κι ένιωσε υπέροχα. Σ΄ έναν ωραίο χώρο, με μια δροσά που νόμιζες πως ήταν Δεκέμβρης, ο Χαράλαμπος σκέφτηκε πως δεν θα ήταν κι άσχημα να πηγαίνει κάθε μέρα να περνάει την ώρα του στον ωραίο εκείνο χώρο.

Έτσι την άλλη μέρα ο Χαράλαμπος πίνει στο καφενείο το καφέ του, παίρνει την εφημερίδα του και  πηγαίνει στη τράπεζα,  ξαπλώνει στη πολυθρόνα και κάθισε ως το μεσημέρι. Επειδή ήταν γαλαντόμος ρώτησε τον διευθυντή μήπως ενοχλεί. «Απεναντίας», του λέει ο διευθυντής, «ευχαρίστηση μας». Κι έτσι ο Χαράλαμπος έγινε μόνιμος κάτοικος της Εθνικής τράπεζας, τον κερνούσαν και καφέ κάθε μέρα και περνούσε ζωή και κότα που λέει ο λαός μας .

Το καλοκαίρι με τη δροσιά του, το χειμώνα με τη ζεστασιά του, άσε που και στη τουαλέτα είχε την άνεση του και το χρόνο να ψάχνει να βρίσκει το  κατάλληλο μαρουλόφυλλο, για να κάνει την ανάγκη του έξω από το παντελόνι του .

Ένα πρωί Νοέμβριος μήνας, μπήκε στην τράπεζα, κρέμασε το παλτό του στην κρεμάστρα, κάθισε στη συνηθισμένη θέση, έβγαλε το  χαπάκι που έπαιρνε για την καρδιά απ΄ την αριστερή τσέπη, (κάθε χαπάκι το είχε στην κατάλληλη θέση, δεξιά είχε για το συκώτι στην πίσω τσέπη για τα νεφρά, τις σταγόνες για τα μάτια τις είχε στο τσεπάκι από το πουκάμισο), μα πριν προφτάσει να βάλει το χαπάκι στο στόμα, μπαίνουν δύο κουκουλοφόροι, αρχίζουν τις κουμπουριές, χτυπάει μια σφαίρα στην στρογγυλή κολώνα, λοξεύει και χτυπάει το δόλιο το Χαράλαμπο στο δεξί αυτί.  Πέφτει λιπόθυμος αυτός και βρέθηκε στον Ευαγγελισμό!

 

Εκεί του έραψαν το αυτί κι όταν συνήλθε άρχισε να φωνάζει: Δεν θέλω σύνταξη, δεν θέλω σύνταξη, έχουν περάσει δύο χρόνια και δεν λέει τίποτε άλλο εκτός απ΄ τις τρεις αυτές λέξεις! «Αυτή είναι η μοίρα του συνταξιούχου» λέει ο Διονύσης και κούνησε με λύπη το κεφάλι του .

Μα παρόλη τη θλιβερή αυτή κουβέντα, ο Διονύσης το πέταξε και το αστείο του:

«Τι τις θέλουν οι αρχιτέκτονες της στρογγυλές κολόνες μέσα στης τράπεζες;»

 

Α . Ι . Σ . Κόκορος 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *