Λησμονημένα κι αξέχαστα: “Το στομάχι κι ο συνδικαλισμός”

%ce%bc-%ce%b2%cf%81%ce%b5%cf%84-1

Του Ανδρέα Σταύρακα (Κόκορου)

Όταν έγιναν οι δυο μεγάλοι σεισμοί στη Λευκάδα, το καλοκαίρι του χίλια εννιακόσα σαράντα οκτώ, εκτός από τα άλλα αγαθά  που μας έστελναν οι « προστάτες μας » οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι, μας έστειλαν και κάμποσα κυβικά ξυλεία .

Προσπαθούσαμε με τα πενιχρά μέσα που είχαμε να επουλώσουμε της πληγές και του σεισμού και του πολέμου, όσοι βέβαια είχαμε απομείνει.

Τους πιο πολλούς τους είχαν στείλει οι «προστάτες μας «αντάμα με κάποιους ανεγκέφαλους «πατριώτες» η στα ξερονήσια, η στην ξενιτιά για να ανοικοδομήσουν τις δικές τους Πατρίδες κι όχι μόνο, είχαν ξεχάσει οι προστάτες μας που έλεγαν πως «οι  ήρωες  πολεμούν σαν Έλληνες».

Εν τω μεταξύ μεσολάβησε κι ο σεισμός στην Κεφαλονιά το πενήντα τρία και πολλοί Λευκαδίτες επήγαμε εκεί κάμποσο καιρό για δουλειά .

Γυρίζοντας από την Κεφαλονιά κάμποσοι κατεβήκαμε στην πόλη της Λευκάδας, που είχε πιο πολλές δουλειές γιατί οι άνθρωποι στην πόλη ήταν πιο ευκατάστατοι, αλλά και γιατί οι ζημιές απ΄ το σεισμό ήταν μεγαλύτερες.

Πολλοί φτιάξαμε κάποιες μικρές βιοτεχνίες, άλλοι τετραγώνιζαν κυπαρίσσια για την επισκευή των σεισμόπληκτων σπιτιών, άλλοι φτιάχναμε κουφώματα, έπιπλα, κ.λ.π.

Τα πρώτα χρόνια, φέρναμε από τα χωριά μας προμήθειες, όσπρια βρασμένα στο μπακράτσι, πατάτες, χόρτα και ότι άλλο φτωχικό είχαμε.

Και το ψωμί ακόμα το φέρναμε από το χωριό, γιατί ντρεπόμαστε να αγοράζουμε από τους φούρνους ψωμί κάθε πρωί. Μάλιστα κοροϊδεύαμε τους μπουρανέλους που αγόραζαν το ψωμί από μια φρατζόλα το πρωί, ή το λάδι, ένα – ένα μπουκάλι.

Στα χωριά και οι πιο φτωχοί, πριν και μετά την κατοχή, έπρεπε να έχουμε στο σπίτι μας το λάδι το κρασί και το ψωμί, που το ζύμωναν οι γυναίκες κάθε δυο εβδομάδες, σε μεγάλα καρβέλια .

Έτσι παίρναμε δυο-τρία ψωμιά και περνούσαμε μια βδομάδα και περισσότερο, τον Αύγουστο μάλιστα γίνονταν σκληρό σαν τσιμέντο και δύσκολα πήγαινε κάτω το έρμο. Αφού κάποια φορά που δεν κόβονταν με το μαχαίρι, ο Στράτος το έβαλε στην πριονοκορδέλα και το έκανε φέτες, όμως ανακατεύτηκε  με πριονίδια κι έγινε σαν αυτό που μας έδιναν οι Ιταλοί στην κατοχή…

Αφού πέρασαν κάμποσα χρόνια, οι δουλειές έγιναν ποιο πολλές και δεν μπορούσαμε να ανεβοκατεβαίνομε στο χωριό κι έτσι αναγκασθήκαμε κι εγκατασταθήκαμε μόνιμα στην Πόλη.  Όπως ήταν επόμενο λοιπόν προσαρμοστήκαμε στη ζωή της Πόλης, «πες μου με ποιόν κάθεσαι να σου πω ποιος είσαι », οπότε και στο φούρνο πηγαίναμε για μια φρατζόλα ψωμί κάθε πρωί και με το μπουκάλι παίρναμε το λάδι και το κρασί.

Αφού γέμισε το στομάχι δουλεύοντας από νύχτα σε νύχτα ,μας άνοιξε η όρεξη και  θέλαμε συνδικαλισμό, «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, όταν χορτάσει θέλει χορό».

Φτιάξαμε λοιπόν ένα σωματείο ξυλουργών κι αρχίσαμε να υποβάλλομε τα αιτήματα μας σε διάφορες υπηρεσίες και τις πιο πολλές φορές  γίνονταν δεκτά. Στη συνέχεια έγιναν και άλλα σωματεία, με πιο λίγα μέλη από το δικό μας, όπως ραφτάδες, κρεοπώλες, ψαράδες, μπακάληδες κ. λ. π .

Την εποχή εκείνη η «προοδευτική» παράταξη ήταν ενωμένη και όπως ήταν επόμενο την προεδρία την είχαμε πάντα εμείς. Αλλά και πάλι είχαμε διαφορές, γιατί μέσα στην «προοδευτική» παράταξη υπήρχαν πιο προοδευτικοί από τους προοδευτικούς!

Με τη δικτατορία όπως ήταν φυσικό αδράνησαν τα σωματεία, μετά το εβδομήντα τέσσερα που ο Καραμανλής  νομιμοποίησε το ΚΚΕ, ο πάσα ένας επήγε στη φωλιά του.

Οι πιο «προοδευτικοί» επήγαν στο ΚΚΕ, οι πιο λίγο «προοδευτικοί» επήγαν στο ΚΚΕ εσωτερικού, οι υπόλοιποι επήγαμε με το ΠΑΣΟΚ, με αρχηγό τον «σοσιαλιστή» Ανδρέα Παπανδρέου και κάμποσοι έμειναν στην Ένωση Κέντρου, με αρχηγό τον Γεώργιο Μαύρο.

***

Αφού λοιπόν τα σωματεία άρχισαν να λειτουργούν κανονικά, έπρεπε όλα τα σωματεία των επαγγελματιών να ενταχθούμε στην «ΓΣΕΒΕΕ» που η έδρα της ήταν στην Αθήνα, σε μια πάροδο στην πλατεία Κάνιγγος. Όποιοι θα εκπροσωπούσαν τον κάθε νομό στη «ΓΣΕΒΕΕ» έπρεπε να επιλεγούν από τους επαγγελματίες. Αφού είχε νομιμοποιηθεί το προοδευτικό κόμμα, όπως ήταν φυσικό έγινε απόκομμα και δεν είχε πια τη δύναμη να βγάλει εκπροσώπους για τη « ΓΣΕΒΕΕ ».

Ο Φλίπος ο Φέτσης που ανήκει στον υπέρ προοδευτικό χώρο, δεν το άντεχε ύστερα από τόσα χρόνια που είχε την πλειοψηφία να βρεθεί στη μειοψηφία.  Έτσι έπαιρνε γύρα τα χωριά και όποιον έβρισκε ,αγρότη ,κτηνοτρόφο η νοικοκυρά τους βάφτιζε ραφτάδες, χασάπηδες, τσαγκάρηδες κ.λ.π. Τους κουβαλούσε την Κυριακή στην πόλη και ψήφιζαν κι έτσι το προοδευτικό κόμμα, τις πιο πολλές φορές έβγαζε και τους δυο εκπροσώπους.

Κάποια φορά, δεν ξέρω πως έγινε, έσπασε ο διάολος το ποδάρι του κι εκλέχτηκα κι’ εγώ να εκπροσωπήσω μαζί με κάποιον άλλο τον νομό μας στη « ΓΣΕΒΕΕ».

Την ορισμένη μέρα λοιπόν ανεβήκαμε στην Αθήνα που είχαμε γενική συνέλευση και εκλογές του νέου προέδρου. Τα «έξοδα για την μετακίνηση και την διαμονή μας ήταν  δικά μας » δεν υπήρχαν τότε όπως τώρα κρατικές και δημοτικές επιχορηγήσεις σε πολυτελή ξενοδοχεία.

Το πρωί επήγαμε στα γραφεία της « ΓΣΕΒΕΕ» κι αρχίσαμε τη διαδικασία. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη από εκπροσώπους απ΄ τους πιο πολλούς νομούς της χώρας. Κοντά στο προεδρείο ήταν πολλοί δημοσιογράφοι ταλαίπωροι από όλα τα κόμματα, που ήθελαν να καλύψουν κατά την κομματική τους προτίμηση όλη τη διαδικασία .

Αφού πέρασε κάμποση ώρα, έβγαλε ο πρόεδρος μερικά χαρτιά από ένα ντοσιέ τσαλακωμένο σαν το βρακί της βαβάς μου κι άρχισε να κάνει τον απολογισμό της προηγούμενης περιόδου. Προχωρώντας άρχισαν οι ψίθυροι από την αντιπολίτευση, όταν έφτασε στα οικονομικά, ποιος είδε το διάολο και δεν τον φοβήθηκε. Πήρε «φωτιά» η αίθουσα από τους συνέδρους, πετούσαν διάφορα αντικείμενα κι από την οχλαγωγία, δεν έπαιρνες χαμπάρι τι ακριβώς γίνεται…

Πήγα κοντά στην πόρτα για να είμαι πιο κοντά στην έξοδο, για καλό και για κακό.

Πέρασε η μέρα κακείν κακώς και την άλλη μέρα ορίστηκε η επιτροπή για διεξαγωγή των εκλογών. Ανακοινώθηκαν οι υποψήφιοι και ο καθένας με τη σειρά άρχισε να αναλύει το πρόγραμμα του. Η διαδικασία κράτησε έως αργά το απόγευμα και τελειώνοντας πήρε τον λόγο ένας εκπρόσωπος του βιομηχανικού επιμελητηρίου. Απευθύνοντας τον καθιερωμένο χαιρετισμό, είπε κάμποσα λόγια σχετικά με την αναγκαιότητα του σωστού συνδικαλισμού .

Τελειώνοντας είπε πως το βιομηχανικό επιμελητήριο μας προσκαλεί στο ξενοδοχείο μεγάλη Βρετάνια για ένα δείπνο γνωριμίας. Τότε παραδόξως, στο γαργάλισμα της γαστρικής απόλαυσης, σταμάτησαν απότομα οι διενέξεις κι οι γκρίνιες.

Αφού τελείωσε η συνεδρίαση φύγαμε και σκορπίσαμε, άλλοι στην πλατεία Κάνιγγος και άλλοι στην Ομόνοια κάνοντας «πηγαδάκια», τι «πηγαδάκια» δηλαδή, «πηγάδια» μεγάλα κάναμε. Όλες δε οι συζητήσεις γίνονταν γύρω από την πρόσκληση του βραδινού δείπνου.

Όλοι εκτός από τους «νέο δημοκράτες» συνειδητοποιήσαμε, πως θα ήταν ατόπημα να δεχτούμε την ως άνω πρόσκληση, αφού εμείς είχαμε σοβαρά νιτερέσα με τους βιομηχάνους.

Κάποιος που άνηκε στην υπέρ προοδευτική παράταξη είπε, «τη δουλειά έχουμε εμείς με τους βιομηχάνους που αυτοί μας πίνουν το αίμα;» .Εμείς οι «ΠΑΣΌΚΟΙ» λέγαμε αυτά που έλεγε ο αρχηγός μας, πως όταν πάρουμε την εξουσία, θα γίνουμε εμείς τα αφεντικά κι οι βιομήχανοι θα είναι οι εργάτες.

Μέσα σ’ αυτόν τον διάλογο και τον προβληματισμό, ακούσαμε με ανακούφιση κάποιον «υπέρ προοδευτικό» να μας λέει:

-Βρε παιδιά,  τι είναι αυτά που λέτε; Τι δουλειά έχει η ιδεολογία με το στομάχι; Θα πάμε να φάμε και να πιούμε, άλλωστε απ΄ τους δικούς μας κόπους και το δικό μας ιδρώτα θα φάμε.

Έτσι με τη δικαιολογία αυτή με χαρά βγήκαμε από το αδιέξοδο, γιατί όλοι είχαμε σκεφτεί πως άλλο είναι το φαΐ κι άλλο η ιδεολογία .

Τελικά αναρωτιόμαστε που είναι αυτό το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια». Ρωτήσαμε κάποιον και μας είπε πως είναι στην πλατεία Συντάγματος. Τρέξαμε άλλοι στα λεωφορεία κι άλλοι στα τρόλεϊ και πήγαμε στη πλατεία Συντάγματος.

%ce%bc-%ce%b2-2

Όταν αντικρίσαμε αυτό το μεγαθήριο με τα μεγάλα φωτεινά γράμματα και τα μαρμαρένια σκαλοπάτια, μαζευτήκαμε πάλι σε «πηγαδάκια» κι αναρωτιόμαστε: «Τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί πέρα;». Κάποιος είπε «μήπως το έκαναν επίτηδες οι βιομήχανοι για να μας φωτογραφήσουν, να βάλουν τις φωτογραφίες στις εφημερίδες και να μας εκθέσουν;». Αν είναι έτσι, σκεφθήκαμε, πως θα τολμήσουμε να γυρίσουμε στα χωριά μας, που οι σύντροφοι θα μας προπηλακίσουν, αλλά κι οι  «ΝΕΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ» θα μας γιουχάρουν!

Όπως έγραψε κι ο Καζαντζάκης, «μέσα μας παλεύουν δυο θηρία το πνεύμα και η σάρκα»,  μόνο που στη δικιά μας περίπτωση πάλευε η  ιδεολογία με το στομάχι. Τελικά νίκησε το στομάχι και πήγαμε όλοι μαζί στο δείπνο.

Μπαίνοντας στο ξενοδοχείο μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Τι πολυτέλεια Θεέ μου! Κάτι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι σαν τα πλατάνια της Καρυάς ανάποδα! Τα τραπέζια στρωμένα με μεταξωτά τραπεζομάντηλα, πιάτα από πορσελάνη και ασημένια μαχαιροπήρουνα που λαμποκοπούσαν κάτω απ΄τους πολυέλαιους .

Πιο μέσα στις άλλες αίθουσες, κύριοι καλοντυμένοι με γραβάτες και παπιγιόν, άλλοι κάθονταν και άλλοι όρθιοι, έπιναν και κουβέντιαζαν. Νεαρές  και σιτεμένες κυρίες, με εξώπλατα μάξι φορέματα, άλλες με βελούδινες πλάτες και άλλες σαν κρεατί τσαλακωμένα σεντόνια. Στα αυτιά και στα χέρια κρέμονταν χρυσοί χαλκάδες σαν τυροκούλουρα και στο λαιμό καδένες με μεγάλα μενταγιόν σαν πέταλα αλόγων!

Πραγματικά ήταν να τις λυπάται κανείς,  που κουβαλούσαν τόσα κιλά βάρος, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τις ψευδαισθήσεις τους.

Αφού κάναμε με τη σκέψη μας το ως άνω κουτσομπολιό, στρωθήκαμε στα τραπέζια περιμένοντας καλό και πολύ φαγητό .Υπολογίζαμε κανένα αρνί ψητό στη σούβλα, τυρί σφήνα αρμυρό, ντοματοσαλάτα και κρασί μπρούσκο…

Σε λίγο έφτασαν τα γκαρσόνια ντυμένα με μαύρα σμόκιν ,κολάρα άσπρα, παπιγιόν μαύρα και χρυσαφί μανικετόκουμπα. Έφεραν κάμποσα πιατελάκια του γλυκού, που μέσα είχαν κάτι σαν φύλλα κοκορεφτιάς κίτρινα. Κάποιος ρώτησε, τι είναι αυτό βρε παιδιά;

Ένας απ΄ το απέναντι τραπέζι, που ήταν κτηνοτρόφος και τον έφεραν για βιοτέχνη, είπε πως είναι τυρί Αμερικάνικο. Μόνο οι νέο δημοκράτες το καταδέχτηκαν, κανένας από μας τους προοδευτικούς δεν το δοκίμασε. Αυτό δα μας έλειπε,  να φάμε φόρα Αμερικάνικα τυριά την εποχή εκείνη! Αν ήταν στα κρυφά, σίγουρα θα τα τρώγαμε….

Άλλα γκαρσόνια έφεραν πιάτα μεγαλύτερα, που μέσα είχαν κάτι σαν πατάτες πασαλειμμένες με ένα γλοιώδες κατασκεύασμα, σαν κάκα μικρού παιδιού. Κοιτάζοντας το μας έφερνε αναγούλα, οπότε μεριάσαμε τα πιάτα, σκεπάζοντας το περιεχόμενό τους με χάρτινες πετσέτες. Ρωτώντας ο ένας τον άλλο από περιέργεια, τι να είναι αυτό, κάποιος Πελοπονήσιος που ήταν μάγειρας, είπε πως είναι Ρωσική σαλάτα .Τότε χύμηξαν οι υπέρ προοδευτικοί κι όχι  μόνο το έφαγαν, αλλά άγλειψαν και τα πιάτα…

Όταν έφεραν το κύριο πιάτο η απογοήτευση έφτασε στο αποκορύφωμα της.

Τέσσερες φέτες στρογγυλές σαν τσιγαρόχαρτο κρέας και στην άκρη στο πιάτο μια σαν κουτσουλιά κότας κίτρινη. Ευτυχώς που ήταν και ο μάγειρας, που μας είπε πως η κουτσουλιά ήταν μουστάρδα για να αλείβουμε το κρέας που ήταν άνοστο, λες και είχαμε νεφρίτη.

Στο τέλος μας έφεραν από ένα πιατέλο, που είχε μέσα ένα κίτρινο τρίγωνο κομμάτι, που έμοιαζε με τυρόπιτα. Ευτυχώς που πρόφτασε ο μάγειρας και μας είπε πως είναι χαρτοπετσέτες βρεγμένες με άρωμα για να σκουπίσομε τα χέρια μας , άλλωστε θα προσπαθούσαμε να τις φάμε…

Αφού τελείωσε η δεξίωση φύγαμε και πήγαμε στα κοντινά εστιατόρια να φάμε, σχολιάζοντας με τα πιο κοσμικά επίθετα το κουβαρνταλίκι των βιομηχάνων…

 

Α . Ι . Σ . Κόκορος

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *