Μια ιστορία της Ιρίνης Περδικάρη: “Μελίνα”

%ce%bc%ce%b5%ce%bb%ce%af%ce%bd%ce%b1
Θα σας πω μία ιστορία για την φίλη μου, τη Μελίνα.
Η Μελίνα ήταν ένα σπάνιο μικρό κορίτσι, το οποίο γεννήθηκε μία ηλιόλουστη μέρα όταν ο κόσμος ήταν γεμάτος λουλούδια, ο ουρανός καταγάλανος και καθαρός και οι άγγελοι τραγουδούσαν ευτυχισμένοι για το απέραντο, το μεγαλύτερο Θείο δώρο, το δώρο της ζωής και ζωγράφιζαν στα μάτια της την ομορφιά αυτού του κόσμου, με τον σκοπό τον οποίο έχουν πάντα όταν ένα μωρό γεννιέται.
Να ζήσει, να γευτεί αυτή την ομορφιά και να την κλείσει στην ψυχή του.
Έτσι και η Μελίνα ήταν ένα λουλουδάκι μέσα στο όμορφο λιβάδι με τα χρυσάνθεμα, τα τριαντάφυλλα και τις μαργαρίτες.
Το λουλουδάκι άρχισε σιγά σιγά να μεγαλώνει. Με την ζεστασιά του ήλιου και τον καθαρό αέρα. Άρχισε να βλέπει, να αισθάνεται τα υπόλοιπα λουλούδια δίπλα της. Ήταν παντού ολόγυρα της. Τα αγαπούσε και εκείνα την φρόντιζαν και όλα έμοιαζαν τέλεια. Παραδεισένια! Το ταξίδι της είχε ξεκινήσει και εκείνη χαμογελούσε, πάντα χαμογελούσε γιατί μεγάλωνε με αυτήν την αγάπη. Ήταν ευτυχισμένη γιατί ένιωθε πως όλα θα γίνουν όπως πρέπει και το λουλουδάκι θα μεγαλώσει, θα μεγαλώσει, σιγά σιγά θα γίνει θάμνος και κάποτε ένα όμορφο, πελώριο δέντρο. Το δέντρο της ζωής!
Ήρθε όμως μία μέρα, ξαφνικά που ο ήλιος κρύφτηκε και εμφανίστηκαν μαύρα σύννεφα και άρχισε να πέφτει βροχή. Η Μελίνα κοίταξε τον ουρανό έκπληκτη απο αυτό το γκρίζο που δεν είχε ξαναδεί. Κάθε σταγόνα που έπεφτε, βάρενε την ψυχή της. Άρχισε να κρυώνει, να ανησυχεί και να φοβάται. Και τότε ξέσπασε καταιγίδα.
Όλα σκοτείνιασαν. Τα λουλούδια του λιβαδιού έτρεξαν τρομαγμένα με φωνές να φύγουν, να γλυτώσουν.
Μέσα στον πανικό κανείς δεν σκέφτηκε να πάρει μαζί του τη Μελίνα. Έμεινε εκεί. Ακίνητη. Μόνη. Δεν ήξερε τί να κάνει. Απλώς στεκόταν. Περίμενε, δίχως να ξέρει τι.
Η μπόρα κάποια στιγμή κόπασε και ήρθε μία απόλυτη σιωπή. Ο ήλιος πιάστηκε δειλά με το ουράνιο τόξο και ανέβηκε πάλι στον ουρανό.
Όμως τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Το γκρίζο δεν είχε χαθεί τελείως. Τα χρώματα είχαν πάρει μια βαθιά, πιο σκούρα χροιά. Κανείς δεν ήταν εκεί. Είχαν φύγει όλα τα λουλούδια.
Μόνη της η Μελίνα κοιτούσε ολόγυρα της απορημένη. Δεν φοβήθηκε. Δεν έκλαψε. Μόνο απορούσε. Τι έγινε; Πού πήγαν όλοι; Γιατί άλλαξαν όλα; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Απλώς περίμενε. Περίμενε… Περίμενε μέχρι που ένιωσε πως το χώμα ήταν μαλακό και υγρό και οι ρίζες της είχαν βγεί έξω απο αυτό
“Ω! Περπατώ! ” σκέφτηκε με έκπληξη και ενθουσιασμό. Και τώρα τί ; “Κανείς δεν είναι εδώ ” “πρέπει να βρω τα λουλούδια ” είπε αφού κατάλαβε πως κανείς δεν θα γυρίσει πίσω να τη βρει.
“Πού να πάω ;” αναρωτήθηκε και κοίταξε τριγύρω της. Όλα της έμοιαζαν τόσο άγνωστα και τόσο μακρινά! Σε ποια κατεύθυνση του ορίζοντα να περπατήσει; Πού θα συναντήσει τα υπόλοιπα λουλούδια;
Ανασφαλής μα θαρραλέα επέλεξε να φύγει ευθεία. Και ξεκίνησε.
Ο δρόμος ήταν μακρύς. Περνούσε απο ερήμους. Απο άγονα μονοπάτια . Άλλοτε γεμάτα πέτρες που πλήγωναν τις ρίζες της και άλλοτε φρικτές λάσπες που εμπόδιζαν τα βήματα της.
Μα εκείνη προχωρούσε. Πότε με τον ήλιο, πότε με την βροχή. Αναζητούσε. Λαχταρούσε να φτάσει στον σκοπό της. Ένιωθε αγωνία. Τόσο μόνη. Πολλές φορές απελπιζότανε. Έκλαιγε. Πονούσε. Μάττωναν τα φύλλα της. Αιμορραγούσε. Τα παρατούσε για λίγο μα συνέχιζε. Σαν ένα αγγελικό χέρι να την ωθούσε να προχωρήσει. Και έτσι συνέχιζε.
Πολλές φορές στο ταξίδι της συναντούσε αγκάθια, για τα οποία εκείνη ποτέ δεν γνώρισε την σκοπιμότητα τους. Τα θεωρούσε λουλούδια και χαιρόταν γιατί πίστευε ότι θα την οδηγούσαν στα αλλα λουλούδια. Αλλά τα αγκάθια αν τα αγγίξεις πληγώνουν. Και εκείνη πληγωνόταν. Κάθε φορά. Έπεφτε μα έβρισκε τη δύναμη και σηκωνόταν γιατί δεν πίστευε ότι όλα τα αγκάθια κάνουν το ίδιο. Κάποιο θα τη βοηθούσε.
Το ταξίδι της δεν είχε τελειωμό. Οι μέρες περνούσαν. Τα χρόνια. Άρχισε να κουράζεται. Οι ρίζες της είχαν πονέσει τόσο πολύ. Είχαν ματώσει τόσο και τα φύλλα της άρχισαν να μαραίνονται και να πέφτουν.
“Θεέ μου, θα χαθώ. Γιατί με αφηνεις;” αναφώνησε απελπισμένα και γονάτισε μη έχοντας άλλες δυνάμεις. Δεν μπορούσε άλλο να συνεχίσει. Δεν μπορούσε άλλο να σκεφτεί. Δεν είχε άλλο κουράγιο να ελπίσει. “Ήρθε το τέλος! ” αναφώνησε σπαρακτικά και με τα φύλλα της σκέπασε τα γεμάτα δάκρυα μάτια της. Παραδομένη.
Μα ξαφνικά κοίταξε στον ουρανό. Τί είναι αυτό; Τί ακούγεται; Μελωδία είναι αυτή; Μήπως είναι οι άγγελοι που τραγουδούν;
Είναι ένα πουλί. Ένα πολύχρωμο, πανέμορφο πουλί που κελαηδά. Τόσο όμορφα! Τόσο αρμονικά! Κρατάει μία ηλιαχτίδα. Μία χρυσή βροχή πέφτει στη Μελίνα. Πάνω στα φύλλα της που ξαναζωντανεύουν. Μέσα της κυλάει και φτάνει μέχρι τις πληγωμένες ρίζες της που γίνονται καλά.
Και η Μελίνα σηκώνεται. Στέκεται ψηλά. Περήφανα. Κοιτάζει ολόγυρα της βλέπει ένα λιβάδι. Μεγάλο λιβάδι. Με πολλά λουλούδια, θάμνους, δέντρα!
“Επιτέλους σας βρήκα! ” αναφώνησε με χαρά και έτρεξε προς τα αλλα λουλούδια.
“Δεν ξέρετε τί πέρασα μέχρι να σας βρω” τους είπε.
“Εμείς ήμασταν πάντα εδώ. Δεν φύγαμε ποτέ. ”
“Μα πώς;” αναρωτήθηκε εκείνη, μα δεν πήρε απάντηση.
Της έδειξαν ένα δέντρο. “Να κοίτα Μελίνα. Σ’αυτό το σημείο έμεινε μία ρίζα σου όταν έφυγες. Εκείνη ξαναγεννήθηκε λουλούδι, έγινε θάμνος και μετά αυτό το πελώριο χρυσαφένιο δέντρο. Είναι το δικό σου δέντρο. ”
Η Μελίνα σάστισε. Δεν ήξερε τι να πει. Το δικό της δέντρο;
Ξεριζώθηκε. Χάθηκε. Ταλαιπωρήθηκε. Μα είχε το δικό της δέντρο!
Μία ρίζα, ένα κομμάτι της ψυχής της είχε εκεί ανέγγιχτο. Αγνό. Όπως όταν γεννήθηκε.
Τα μάτια της άστραψαν σαν να είδε τους αγγέλους να τις χαμογελούν.
Πλησίασε το δέντρο. Κάθισε στις ρίζες του και το αγκάλιασε τόσο τρυφερά και με δάκρυα στα μάτια φίλησε τον κορμό του.
Και εκείνο τη σκέπασε με τα χρυσά του φύλλα και έγιναν ένα.
Κάτω απο τον καταγάλανο, ηλιόλουστο ουρανό!

Ιρίνη Ιοάνου Περδικάρη
9/10/2016

Αφιερωμένο στη Μελίνα και στον κάθε άνθρωπο που γεννήθηκε ένα λουλούδι σε αυτόν τον κόσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *