Του Νίκου Γαζή
nikosfgazis@gmail.com
Συμμερίζομαι απόλυτα τις ανησυχίες και την αγωνία του αντιπεριφερειάρχη Λευκάδας για την τελική διαχείριση της τεράστιας ποσότητας άμμου που θα προκύψει απ’ την πρόοδο των εργασιών, κατά την διαπλάτυνση του βόρειου στομίου της διώρυγας της Λευκάδας στην αμμόγλωσσα. Και εν μέρει συμφωνώ στην συστράτευση των θεσμικών αιρετών αρχόντων που προτείνει, ώστε και οι τέσσερις μαζί, (βουλευτής, αντιπεριφερειάρχης και δήμαρχοι Λευκάδας και Μεγανησίου), να δράσουν από κοινού και συντονισμένα, με σκοπό η πολύτιμη αυτή άμμος να παραμείνει στη Λευκάδα.
Λέω πως συμφωνώ εν μέρει, γιατί θεωρώ αναγκαία και πολύ πιο αποτελεσματική μια ευρύτερη συστράτευση όλων των τοπικών φορέων και παραγόντων, αφού το ζήτημα αυτό είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη του τόπου και ως εκ τούτου μας αφορά όλους. Πιστεύω δηλαδή πως η ομάδα των αιρετών που προτείνει, πρέπει να ενδυναμωθεί με την συμπαράταξη του επιμελητηρίου, της ένωσης ξενοδόχων και όλων των επαγγελματικών ενώσεων καθώς και των μαζικών φορέων του τόπου, ακόμη και του Εργατικού Κέντρου, αν και εφόσον βέβαια αυτό αποφασίσει να απεμπλακεί απ’ τον ατελέσφορο ρόλο του επιλοχία συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος… Και θα πρότεινα, όλοι μαζί τούτοι οι παράγοντες, να πάνε και να εγκατασταθούν στα σκαλοπάτια του Υπουργείου Οικονομικών ή ενδεχομένως και στου Μαξίμου, υποστηριζόμενοι επικοινωνιακά απ’ τους (πολλούς) Λευκαδίτες των κεντρικών Μ.Μ.Ε., μέχρι να υποχρεώσουν την κεντρική πολιτική εξουσία, ξεπερνώντας τις στρεβλώσεις του σχετικού νόμου, να μας παραχωρήσει το αυτονόητο!
Για να οργανωθεί όμως και κυρίως για να τελεσφορήσει οποιαδήποτε τέτοια διεκδίκηση, είναι ανάγκη πριν, να καταλήξουμε σε κάποιες γενικότερες παραδοχές, ώστε να συμφωνήσουμε (οι Λευκαδίτες) στο τι ακριβώς θέλουμε. Γιατί είναι βέβαιο πως, είτε εξ αιτίας της λειψής ενημέρωσης, είτε γιατί πολλοί από μας διακατεχόμαστε από τις γνωστές και καθιερωμένες στείρες τοπικιστικές αντιλήψεις και «παραδοσιακές» αντιπαλότητες, δεν βλέπουμε απ’ την ίδια γωνία τα πράγματα, με φυσική συνέπεια να μην επιθυμούμε και την ίδια λύση. Η δε συνήθεια των πολιτικών μας να είναι και με τον αστυφύλαξ και με το χωροφύλαξ για να μην δημιουργούν δυσαρέσκειες και (να μην) έχουν απώλειες ψήφων, με αποτέλεσμα να μην λένε σχεδόν ποτέ την αλήθεια, ακόμη κι αν τη γνωρίζουν, συσκοτίζει τα πράγματα και αποπροσανατολίζει ακόμη περισσότερο τους πολίτες. Και δεν υπάρχει πιο ασφαλής τρόπος απ’ αυτόν τον αποπροσανατολισμό, για να μην πάρουμε στο τέλος τίποτα!
Έχοντας το προνόμιο να μην είμαι πολιτικός, δηλαδή όμηρος του πολιτικού κόστους ή των ποικίλων συμφερόντων, αλλά ούτε και ιδιοκτήτης ή επιχειρηματίας σε κάποια παραθαλάσσια περιοχή, έχω την άνεση και την πολυτέλεια να συνταχθώ με την κοινή λογική και με την όποια εμπειρία διαθέτω, να προσπαθήσω να δω το ζήτημα σε αμιγώς λογική βάση. Το πρώτο που είναι αναγκαίο να παραδεχθούμε, είναι ότι ο κάθε κόκκος άμμου που εναποτέθηκε στην αμμόγλωσσα, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν γράφει πάνω του τον τόπο προέλευσής του. Ο συγκεκριμένος κόκκος λοιπόν μπορεί να προέρχεται απ’ τον Αη- Γιάννη, απ’ τον Άγιο Νικήτα, απ’ το Κάθισμα, απ’ τη Γύρα, ακόμα κι απ’ την γειτονική παραλία του ΤΑΟΛ, χωρίς όμως να αποκλείεται να προήλθε κι απ’ την ευρύτερη περιοχή της ανοιχτής θάλασσας του Ιονίου, αφού όλες αυτές οι περιοχές επηρεάζονται απ’ τα ίδια θαλάσσια ρεύματα. Συνεπώς κάθε άποψη που υποστηρίζει πως ο συγκεκριμένος κόκκος προέρχεται απ’ την μια ή απ’ την άλλη παραλία, επειδή έχει διαπιστωθεί μεγαλύτερη απώλεια της άμμου εκεί, είναι τουλάχιστον αυθαίρετη και με τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν αλάθητο κριτήριο προέλευσης.
Το δεύτερο είναι, ότι ακόμη κι αν δεχθούμε την πιο επικρατούσα άποψη, πως δηλαδή η άμμος προέρχεται απ’ τον Αη-Γιάννη και συνεπώς πρέπει να επιστρέψει εκεί, πρέπει να προσέξουμε να μην γίνουμε «Σίσσυφοι» και να μην αποδειχθεί η προσπάθεια που προκρίνεται από πολλούς μάταιη, αφού είναι βέβαιο πως τότε η άμμος θα ξαναφύγει από κει, αν πριν δεν διαπιστωθεί το αίτιο και κυρίως αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα που θα αποτρέψουν την επανάληψη της μεταφοράς. Διαφορετικά είναι απολύτως βέβαιο πως η άμμος που θα εναποθέσουμε εκεί, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα μας ξανάρθει πίσω! Μ’ άλλα λόγια, θα είναι σαν να γεμίζουμε ένα τρύπιο δοχείο με ένα πολύτιμο υγρό, που θέλουμε να διαφυλάξουμε, χωρίς όμως πριν να έχουμε φροντίσει να κλείσουμε την τρύπα του…
Το τρίτο είναι πως πρέπει, επιτέλους, να συνειδητοποιήσουμε, ότι ο νομός Λευκάδας είναι πολύ μικρός για να διαιρεθεί, ενώ είναι «καταδικασμένος» να παραμείνει ενιαίος και αδιαίρετος, όχι μόνο πολιτικά αλλά και κυρίως σαν τουριστική και οικονομική οντότητα. Θα πρέπει όλοι λοιπόν να κατανοήσουμε κάποτε, πως οι παλιές γνωστές τοπικιστικές και διχαστικές αντιλήψεις, μόνο ζημιά προκαλούν στην αναπτυξιακή μας προσπάθεια. Αυτό τουλάχιστον δείχνει μέχρι σήμερα, η εμπειρία της ανάπτυξης των τουριστικών περιοχών κι η Λευκάδα δεν μπορεί βέβαια ν’ αποτελέσει εξαίρεση. Τα βραβεία που απέσπασε και η φήμη που απέκτησε το Πόρτο Κατσίκι σαν η καλύτερη παραλία, για παράδειγμα, είναι βέβαιο πως λειτούργησαν ευεργετικά για ολόκληρο το νομό κι όχι μόνο για την περιοχή της Νότιας Λευκάδας. Η ύπαρξη και η λειτουργία της μαρίνας πάλι, είναι εξίσου βέβαιο πως έχει ευεργετική επίδραση επίσης σε ολόκληρο το νομό κι όχι μονάχα στην πόλη που την φιλοξενεί. Και δεν εννοώ μόνο τις παραλιακές περιοχές όλων των νησιών του νομού στις οποίες η επίδραση είναι αυτονόητη. Αλλά ότι ακόμα κι η οικονομία των ορεινών οικισμών -παρότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μην έχει καμιά σχέση- εν τούτοις ωφελείται απ’ τους «σκαφάτους» της μαρίνας, που θα επισκεφτούν τις ταβέρνες, τα καφενεία, τα μαγαζιά τους των τοπικών προϊόντων και θα παρακολουθήσουν τις πολιτιστικές εκδηλώσεις τους το καλοκαίρι! Με την ίδια λογική λοιπόν, το Νυδρί, (για να αναφερθώ σε μια παλιά «παραδοσιακή» κόντρα και στην πιο γνωστή υποβόσκουσα αντιπαλότητα), μόνο να ωφεληθεί έχει απ’ την ευρύτερη τουριστική ανάπτυξη της πόλης, ενώ το ίδιο ισχύει και για την πόλη που θα ωφεληθεί αναμφίβολα, απ’ την ανάπτυξη του Νυδριού, της Βασιλικής του Μεγανησίου και όλων των άλλων οικισμών και περιοχών του νομού.
Με βάση όλα τα παραπάνω, πρέπει να παραδεχθούμε πως η ορθολογιστική διαχείριση της άμμου της αμμόγλωσσας, που πέρα απ’ τα προβλήματα που δημιουργεί τελικά καταλήγει να είναι μια μοναδική και «ουρανοκατέβατη» προσφορά της φύσης, αποτελεί μονόδρομο αλλά και χρυσή ευκαιρία για τον τόπο, τέτοια, που θα είναι έγκλημα αν χαθεί. Μιλάμε για περίπου διακόσιες χιλιάδες κυβικά μέτρα άμμου άριστης ποιότητας (ή αλλιώς για πενήντα χιλιάδες φορτία ανατρεπόμενου φορτηγού αυτοκινήτου), τα οποία επαρκούν για να καλύψουν τόσο τις απώλειες στις παραλίες της βορειοδυτικής Λευκάδας, όσο και να εμπλουτίσουν όλες τις (φτωχές) ανατολικές παραλίες του νησιού, συν αυτές του Μεγανησίου!
Με άλλα λόγια έχουμε μια σπουδαία ευκαιρία να διαφοροποιηθούμε επιτέλους απ’ το κακό παρελθόν μας, που μας έχει κατατάξει αναπτυξιακά ουραγούς και με διαφορά στα επτάνησα -μόλο που πλεονεκτούμε απ’ τα υπόλοιπα νησιά σε φυσική ομορφιά και συγκριτικά πλεονεκτήματα- και να εκτοξευτούμε μπροστά, στην μοναδική (δυστυχώς) αναπτυξιακή επιλογή που πλέον μας έχει απομείνει, αυτή της τουριστικής βιομηχανίας. Αν θα εκμεταλλευθούμε την ευκαιρία ή αν θα (παρα)μείνουμε ουραγοί να παρακολουθούμε μεμψιμοιρούντες την προκοπή των άλλων, αυτό θα εξαρτηθεί τόσο απ’ τη βούληση ημών των πολιτών, όσο και κυρίως απ’ τις επιλογές και τη δράση των αρχόντων-πολιτικών μας.