του Ηλία Τσάκαλου
Λέγανε χίλιες δυό δικαιολογίες. Άλλη έλεγε πως ήταν άνθρωπος της ανάγκης με άντρα μεθύστακα και βλαμμένο κι κάτι έπρεπε να κάνει για να κονομάει το ψωμάκι των παιδιών της. Άλλος έλεγε «μην την ακούτε της αρέσουν τα ξινά της πουτάνας κι έκαμε το μούλικο. Δεν είχε γκόμενο μαρέ τον χωριάτη που έφερνε το γάλα και βρώμαγαν γαλατίλας τα σκουτιά της».
Έτσι συμβαίνει πάντα. Ο καθένας λέει το κοντό και το μακρύ του για τους ανθρώπους που έριξε η τύχη στον απάνω κόσμο και ζουν όπως ζουν ώσπου να έρθει η ώρα που θα πάνε στας αιωνίους μονάς και την ανωνυμία του τάφου.
Ο άντρας της εκδοροσφαγέας με μια μέρα δουλειά και πέντε σχόλη δούλευε στα δημοτικά σφαγεία και κονόμαγε ένα μικρό μεροκάματο και καμιά πατσά μοσχαρίσα . Την γυναίκα του την φωνάζανε σε καμιά μπουγάδα να βοηθήσει την αριστοκρατία να μην χαλάσει τα νύχια της και να πάρει ένα τάλιρο και το φαΐ της. Αυτά ήταν όλα κι όλα. Από αλλού δεν παντυχαίνανε . Και πώς να βγούνε με δυό τέκνα νόμιμα και ένα του χωριάτη γαλατά που φορτώθηκαν τυχαίως. Από σπίτι είχαν δυό δωματιάκια δύο πάσα επί τρία σε ένα στενό κι ανήλιαγο σοκάκι της πόλης και το κράξιμο της κάθε μιας παρθένου του καλού κόσμου.
Με αυτή την κατάσταση τι να κληρονομήσεις και τι να πάρεις στον θάνατο του γραμμένου στα χαρτιά πατέρα σου που απεβίωσε φυματικός. Όμως ήταν σαφέστατα όλα. «Ο θανών κληρονομείται υπό της συζύγου και των νομίμων τέκνων του» τους είπε ο δικηγοράκος που ρώτησαν. Η χήρα επειδή δεν κατάλαβε ρώτησε «κι αν είναι μούλικο τι γίνεται;». Ο δικηγόρος της απάντησε σχετικά τι λέει ο νόμος και τι έπρεπε να γίνει. « κατάλαβα δικαιόρε» του είπε κι έφυγε κάνοντας την απαραίτητη μετάνοια.
Μετά από μέρες κι αφού κονόμισε λίγα πραγματάκια να του πάει – όλοι οι άγιοι έχουν καντήλια και αιτούνται έλαιον- τον ξαναρώτησε : «κι αν είναι μούλικο τι γίνεται;» ο γραβατάκιας της απάντησε ξανά τα ίδια. «καλά είπε» και πήγε να φύγει. Όταν έφτασε στην πόρτα επέστρεψε «Δικαιόρε, του είπε, να ξέρεις πως το τελευταίο παιδί δεν είναι δικό μου είναι του Στραβαλέξη που έφερνε το γάλα, πιάστηκε τυχαίως στα άντερα μου, κληρονομεί κι αυτό;»
Ο επιστήμων έβαλε τα γέλια με το τυχαίως που δεν προέβλεπε ο νόμος.
ΥΓ:( Ένα απ΄ τα μισοπάκετα ή ακουαρέλες της κοινωνίας)