Το λαντώ του Καρνάβαλου

ΤΣΑΚΑΛΟΣ ΗΛΙΑΣ(μικρος)

του ΗΛΙΑ ΤΣΑΚΑΛΟΥ

Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο.

“παρακαλώ”, απάντησα.

“είμαι εγώ”, μου είπε μια φωνή, “ο Νίκος”.

“Ποιος Νίκος, ο Καπετανοδημοσιογράφος ή κατά έγκυρες δημοσιογραφικές πληροφορίες Άσχετος;”

“Ναι”, μου είπε .

“Και τι θέλεις”;

“Θέλω να πιούμε καφέ”;

“Πού”;

” Όπου θέλεις”.

“Παραλία να βλέπουμε και τα παπάκια στο Ιβάρι, του είπα”.

“Εντάξει”.

“Εντάξει”.
Πήρα το ποδήλατο (το κίτρινο για να του την σπάσω μετά το 1-0 του Ολυμπιακάκια) και πήγα παραλία. Κάθισα στο γυαλί μαγαζί και τον περίμενα. Ήρθε και κάθισε. Κοιτάζαμε και οι δύο πέρα κατά το Ιβάρι που ήταν στολισμένο με το άρμα του καρνάβαλου που φέτος ήταν ένα Λαντώ που το έσερναν τρία άλογα.

λαντώ
Παραγγείλαμε δυό καφεδιές και ο Νίκος με παράπονο μου είπε να γράψω κάτι για το Φόρτσα Λευκάδα. Του εξήγησα πως πλέον δεν περιμένω τίποτε από τους ανθρώπους και δεν με απασχολεί η παρούσα εν γένει κατάσταση τόσο παγκόσμια όσο και πανελλήνια και τοπικά. «Τους βαρέθηκα όλους και πλέον δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη σε κανέναν. Ζω σ΄ ένα λιβάδι χατζατζάρηδων. Κι αν θέλει κάποιος να πει δυό κουβέντες μαζεύεται στο καβούκι του και κοιτάζει πώς να μην πληρώσει αυτός το μάρμαρο. Τι να γράψω, για ποιους να γράψω. Πάει αυτό το είδος της εξάσκησής μου πάνω στον γραπτό λόγο. Χαιρετίσματα στους ζώντες. Δώσε χαιρετίσματα στους πάντες μίστερ Άσχετε»
Ο Άσχετος επέμενε. Γράψε ένα πεταχτό χρονογράφημα. Να γράψε κάτι για το καρναβάλι.
Εγώ αμετάπειστος του τόνισα ότι «να μην περιμένεις πλέον σχόλια από μένα πάνω στα γεγονότα και τους ανθρώπους, όλα αυτά τα βλέπω σαν νεκροφόρες των εφηβικών ανεκπλήρωτων ονείρων μου για ένα διαφορετικό κόσμο».
Μέσα στο μυαλό μου όμως γύριζε το Λαντώ, γύριζαν αυτοί που βάλανε το Λαντώ, γύριζαν αυτοί που ήταν μέσα στο Λαντώ, γύριζαν στα ζώα που τράβαγαν το Λαντώ.
Μιλήσαμε για διάφορα και η συζήτηση μας έφυγε εντελώς από τις παραινέσεις του «να γράψεις κάτι που γράφεις τόσο όμορφα, σφάζεις με το μπαμπάκι και βαράνε στο κεφάλι εκείνους πρέπει».
Φύγαμε. Αλλά το Λαντώ υπήρχε. Το Λαντώ υπήρχε στην θέση του για να το βλέπουν τα μάτια των ανθρώπων. Το Λαντώ υπήρχε στην σκέψη μου και με απασχολούσε. Και το Λαντώ έπρεπε να το διώξω από πάνω μου.
Ο Μόνος τρόπος για να το διώξω ήταν να βάλω μέσα ανθρώπους να πιάσουν τα γκέμια των αλόγων και να το πάνε στον προορισμό του, αν υπήρχε προορισμός και δεν πήγαινε του χαμού γιατί , πώς να το κάνουμε, το μεγάλο πρόβλημα είναι: το Λαντώ πηγαίνει τους ανθρώπους ή οι άνθρωποι πηγαίνουν το Λαντώ ή τα άλογα πηγαίνουν και το Λαντώ και τους ανθρώπους;
Τρία άλογα θηλυκά, τουτέστιν η Ματαιοδοξία, η Υπεροψία και η Άγνοια. Αυτά τα άτιμα άλογα που ζεύονται το Λαντώ της Εξουσίας που μέσα του κουβαλάει κάθε λογίς καραγκιόζηδες ντυμένους ως Πρωθυπουργούς, Υπουργούς, Βουλευτές, Νομάρχες, Δημάρχους, Αντιδημάρχους, δικαστάδες, στρατηγούς, καθηγητάδες, μορφωμένους πά να πει και άλλα τέτοια μαραφέτια που μας οδηγούν στο απέραντο αύριο χωρίς να ξέρουν από βέσπα. Χωρίς να ξέρουν από βέσπα……….Κι όλος αυτός ο χαζός κόσμος -θέλεις από συμφέρον, θέλεις από δειλία, θέλεις από απέραντη θλίψη, θέλεις από απόλυτη άγνοια- να χειροκροτεί τον καρνάβαλο Βασιλέα, με στέμμα μάλιστα, που απλώθηκε μπροστά τα μάτια του και τον θαυμάζει και τον προσκυνά και τον υπολογίζει… ενώ τον οδηγεί στο απέραντο αύριο χωρίς να ξέρει από βέσπα!!!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *