του Ηλία Τσάκαλου
3η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1911(*)
Αφιερώνεται στην μνήμη του Αγίου των Γραμμάτων για τα εκατό χρόνια από τον θάνατό του και στους αναγνώστες μου.
-Τι λες Παππού; Ο Αστυνόμος σε ποιο σημείο της διήγησης να μπει και ποιο ρόλο να έχει Παππού στη φτωχή ιστοριούλα που τριγυρνάει στο νου μου και ψάχνω στα κατάβαθα της ύπαρξής μου να βρω το ποιο κατάλληλο πρόσωπο απ΄ τα γνωστά μου για να το ντύσω για την περίσταση κατά πως πρέπει; Τι λες Παππού ο Αστυνόμος έστω φαιδρός ή αγέρωχος ή άτεγκτος ή ταπεινός ή γελαστός ή συνοφρυών την ώρα που νομίζει ότι ασκεί τα « εμπεπιστευμένα εκ των Νόμων» καθήκοντά του; Εσύ θα τον έβαζες Παππού πριν ή μετά το ανθρώπινο δράμα ; Θα άφηνες το ανθρώπινο σαρκίο να δοκιμαστεί αν αντέχει την βάσανον ή μπας κι είναι προτιμότερο να τελειώνουμε μια και καλή στα χέρια της ανθρώπινης εξουσίας χωρίς να προλάβει η ψυχή του να δώσει λόγο με επίγνωση στον Πλάστη. Θα εκτελούσε εν τέλει την προσταγή του Θεού ή των ανθρώπων ο Αστυνόμος; Εσύ τι λες Παππού;
———————————————————————————————————————————————-
(*)Την ημέρα αυτή απεβίωσε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης που (μπορεί και να μην) είναι ο κορυφαίος, αλλά ασφαλώς είναι εκείνος που έμαθε την άλλη πλευρά της ζωής σε αυτούς που τον ονόμασαν «Άγιο των Γραμμάτων μας» και που σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη συγκυρία, έχουμε ανάγκη όλοι την ύπαρξή Του στην καθημερινή ζωή μας για να μην χαθούμε στο πέλαγος που μας ρίξανε αυτοί που διορίζουνε τον Αστυνόμο!!!.
———————————————————————————————————————————————-
Αυτά ρώτησα σήμερα την εποπτεύουσα σκιά που με ακολουθεί και βρίσκεται συνήθως πάνω ψηλά στην κάμαρή μου, σαν την εικόνα του Μεγαλοδύναμου στον θόλο της μονής μου, τώρα που αισθάνομαι ανάγκη να γράψω κάτι για να ξεκουραστεί το πνεύμα μου από την βιοπάλη .
Με κοίταξε αυστηρά και χωρίς να μου μιλήσει κατέβηκε σιωπηλός και κάθισε στην ταπεινή καρέκλα δίπλα μου, ένωσε απαλά τα πόδια του, κούμπωσε το κορφινό κουμπί του τετριμμένου αμπεχόνου του, ενέπλεξε τους λεπτούς δακτύλους των χειρών του, χαμήλωσε το πράο βλέμμα του με μια απαλή κίνηση της κεφαλής του, μετά ακούμπησε το αριστερό του χέρι στο λιπόσαρκο γόνατο, χαΐδεψε την υπόλευκη γενειάδα του απαλά με το δεξί του και με κοίταξε με το απλανές βλέμμα της αγιοσύνης που ακολουθεί την ανθρώπινη γνώση και επιείκεια.
Τον ξανακοίταξα προσεχτικά. Σαν γνωστή φυσιογνωμία μου φάνηκε. Σαν να συναντώ το σαρκίον του, μου φάνηκε, συνέχεια τις μέρες των Μεγάλων Γιορτών στις πατρίδας του τα ακρογιάλια και τα χαμόσπιτα με τους φτωχούς, μοιραίους και κι από φθαρτά υλικά ανθρώπους του να τριγυρνούν ανάμεσα μας από τα πρώτα- πρώτα χρόνια της ζωής μας. Μπα, είπα, Αυτός ! Και τι ζητάει εδώ μετά από εκατό χρόνια; Δεν απώλεσε τον βίον; Πώς επιτελεί το εκ φύσεως καθήκον του, τη λήθη, πεθαίνοντας ένας άνθρωπος , όσο Άγιος και να ΄ναι;
Καλά είν΄ όλα αυτά, σκέφτηκα, αλλά τι θέλω και ρωτώ Αυτόν που τον ανακήρυξαν οι τάχα μου-τάχα μου σοφοί και κραταιοί Άγιο των Γραμμάτων, ερήμην του και ερήμην των ανθρώπων που Αυτός τους έδωσε ζωή και νόημα στα κείμενά του, αφού ποτέ στην ζωή του δεν ήταν επικίνδυνος γι αυτούς; Είναι να ρωτάς τι θα κάνεις, ανθρώπους που ποτέ δεν έκαναν κακό, πόρεψαν τη ζωή τους με ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί και πέθαναν στην ψάθα γιατί ποτέ δεν ζήτησαν ούτε το δικό τους αλλά ούτε και το δίκιο των ηρώων τους μια και αυτό το είχαν εναποθέσει στα χέρια του Θεού;
Λες κι είχε διαβάσει την σκέψη μου αυθωρεί δραπέτευσε από τα μάτια μου και χάθηκε στο απόλυτο σκοτάδι και την μοναξιά της μικρής επαρχιακής πόλης μου. Τον είδα, μα τα μάτια μου, να σαλτάρει το ρείθρο του παραθυριού μου και να πιάνει τα φιδωτά σοκάκια για να βρει την φτωχολογιά να κουβεντιάσει κι από κει να πάει γραμμή στις φτωχικές, υπόγειες ταβέρνες με το ξινό κρασί για να συναντήσει μέσα από τις διηγήσεις και τα βάσανα του ποτηριού του τους ανθρώπους του κόσμου του να κολυμπούν στην απεραντοσύνη της άγνοιας της ύπαρξής τους.
Συνεπώς το πρόβλημα παραμένει φίλε. Να μπει ο Αστυνόμος στην αρχή, στην μέση ή στο τέλος της διήγησης και σε ποιο ρόλο;