Μέρα των Χριστουγέννων του δυό χιλιάδες τόσο

ΤΣΑΚΑΛΟΣ ΗΛΙΑΣ(μικρος)

του ΗΛΙΑ ΤΣΑΚΑΛΟΥ

Τόσα χρόνια βυθίζει την σκέψη του στα περασμένα για να βρει μια μέρα Χριστούγεννα για να χαρεί τουλάχιστον με την θύμησή της. Μια μέρα. Έστω μια μέρα. Η μια μέρα πλάκωνε την άλλη κι αποπάνω κι άλλη, κι άλλη . Βουνό οι μέρες και μια μέρα βρε αδερφέ Χριστούγεννα χωρίς τον πόνο της απόλυτης μοναξιάς του μέσα στο πέλαγος της κοινωνίας που τον αδίκησε από την γέννα του. «…ενεφανίσθη ο εφημέριος του ενοριακού ναού των Αγίων Πάντων και εδήλωσε ότι η (έγραφε το όνομα και το επώνυμο της μάνας του) την 25η του μηνός Δεκεμβρίου χίλια εννιακόσα τόσο έτεκεν άρρεν αγνώστου πατρός, ως μου εδήλωσε»
Κάπως έτσι ξεκινούν οι δυστυχίες, με την μέρα της γέννας.

Στην μικρή του πόλη τις τελευταίες μέρες γυρνούσε ένας μαύρος σκύλος με μια γραμμή άσπρη στον λαιμό. Αδέσποτος. Μόνος. Αφημένος στην τύχη του μετά τον αδόκητο θάνατο του ανθρώπου που τον ταΐζε από τότε που τον πέταξαν έξω απ΄ το κότερο που ήταν αραγμένο μπροστά στο παλιό Λιμεναρχείο της πόλης.

Μέρα Χριστούγεννα. Σηκώθηκε απ΄ το σανιδένιο κρεβάτι του. Έριξε λίγο νερό στα μάτια του. Έδωσε μια με την τσατσάρα στο λιγδιασμένο μαλλί του και βγήκε στους δρόμους για να περάσει η μέρα του και να πιάσει μεσημέρι για να πάει στο ξυλοκρέβατό του να ανοίξει μισό κοτόπουλο ψημένο που είχε απ΄ τα χτες να το φάει παγωμένο όπως ήταν και να πιει με το μπουκάλι κρασί ως να στανιάρει το μυαλό του και να πέσει στον ύπνο κρούπα στο μεθύσι.
Περπατώντας, βήχοντας, με ένα τσιγάρο κολλημένο στο στόμα, έφτασε έξω απ΄ τον Ιερό Ναό των Αγίων Πάντων. Έκανε σαν να έπαιζε μπουζούκι τον σταυρό του και προχώρησε κοιτάζοντας τους χριστιανούς να πηγαίνουν ντυμένοι γιορτινά στην Εκκλησά τέτοια μέρα. Δεν είπε καλημέρα και χρόνια πολλά σε κανέναν.
Στρίβοντας στον πρώτο δρόμο δεξιά τον ακολουθούσε ο αδέσποτος σκύλος. Τον απόδιωχνε « Ουστ! Τι γυρεύεις από μένα. Άει σε έναν που έχει. Όξω βρε» και του έριξε ένα σουτ με το δεξί στα πισινά. Ο σκύλος, τίποτε, τον έπαιρνε από πίσω και μουτζόκλαιγε. Έτσι γύρισαν όλη την πόλη. Και ξανάφτασε στο ρημαγμένο απ΄ τους σεισμούς σπίτι. Άνοιξε την ετοιμόρροπη πόρτα λύνοντας το σύρμα που συγκρατούσε τα δύο φύλλα. Ο σκύλος εκεί. Το κοιτούσε με ένα θλιμμένο βλέμμα. «Όξω βρε « του είπε και έκλεισε την πόρτα.
Κάθισε στο ξυλοκρέβατο αλλά κάτι δεν του πήγαινε καλά. Εκείνο το βλέμμα του αδέσποτου σκύλου το έβλεπε παντού. Στο χωματένιο πιάτο του, στο ζαβό πιρούνι του, στα χέρια του, στο μισό κοτόπουλο, στα παλιοσίδερα, στα χαλκωματένια σύρματα και τα παλιά αλουμίνια που ήταν σωριασμένα στην άλλη άκρη του παλιόσπιτου. Δεν άντεξε. Πήγε στην πόρτα. Την άνοιξε. Ο σκύλος στην ίδια μεριά με το ίδιο θλιμμένο βλέμμα.
-Έλα εδώ βρε μαλάκα, του είπε, να μοιράσουμε το κοτόπουλο και την μοναξιά μας. Ξηγημένα. Το κρασί θα το πιω μονάχος μου.
Τον πήρε μέσα. Τον τάϊσε μπουκιά αυτός, μπουκιά ο σκύλος. Μοιράστηκαν τα πάντα κι αγκαλιασμένοι αποκοιμήθηκαν στο ξυλοκρέβατο μέρα των Χριστουγέννων του δυό χιλιάδες τόσο.

Εύχομαι χρόνια πολλά σε όλους και ειδικά σε όλους τους δυστυχισμένους ανθρώπους.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *