1974: Η επιστράτευση διέκοψε τον εορτασμό του Προφήτη Ηλία

1974: Η επιστράτευση διέκοψε τον εορτασμό του Προφήτη Ηλία

           του ΝΙΚΟΥ ΓΑΖΗ

Πως η επιστράτευση διέκοψε το πανηγύρι του Αη-Λιά και πως ζήσαμε τα γεγονότα σαν ένστολοι

            ***

Ήταν δυο μετά τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας το Σάββατο 20 Ιουλίου 1974, όταν η δεύτερη νυχτερινή βάρδια των χειριστών ραντάρ αντικαταστήσαμε την πρώτη που ήταν υπηρεσία απ΄ τις εφτά το απόγευμα της Παρασκευής μέχρι εκείνη την ώρα, στο τμήμα παρακολούθησης της εναέριας κυκλοφορίας (των ΡΑΝΤΑΡ) της αίθουσας Επιχειρήσεων, της 4ης Μοίρας ΚΕΠ της Πολεμικής Αεροπορίας, στο Μεγανόρος της Λευκάδας.

Σε μια γωνιά αυτής της αίθουσας, υπήρχε ο πίνακας ετοιμότητας της Μονάδας, που αποτελούνταν από τέσσερα χρωματιστά εν σειρά τετράγωνα τζάμια 15Χ15 εκατοστά, το καθένα εκ των οποίων έγραφε πάνω του από ένα κεφαλαίο λατινικό γράμμα έχοντας διαφορετικό χρώμα: Το πρώτο τζάμι πράσινου χρώματος, είχε το γράμμα Α, που σήμαινε την συνήθη ετοιμότητα ρουτίνας της μονάδας, το δεύτερο ήταν κίτρινο και είχε το γράμμα Β, που σήμαινε κατάσταση ετοιμότητας αυξημένη, το τρίτο ήταν πορτοκαλί με το γράμμα C και σήμαινε πολύ αυξημένη ετοιμότητα μονάδας και το τέταρτο ήταν κόκκινο με το γράμμα D που σήμαινε ετοιμότητα μονάδας κατάστασης πολέμου!

Κατά την ώρα της αλλαγής της βάρδιας λοιπόν,  στον πίνακα υπήρχε σταθερά αναμμένη (σ΄ όλες τις τελευταίες πέντε ημέρες, απ΄ το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο στις 15-7 και μετά), η κίτρινου χρώματος κατάσταση Β (της αυξημένης ετοιμότητας). Καθίσαμε λοιπόν ο καθένας στο πόστο του, δύο στις οθόνες των ραντάρ, ένας στην υποτύπωση, ένας στην καταχώρηση, ένας στην διαβίβαση κι ένας στην διευκρίνιση, ενώ οι δυο παλιότεροι και πιο έμπειροι, “περισσεύαμε” και απλά πιάσαμε την κουβέντα καθόσον είμαστε εις διάθεσην για την κάθε δυσκολία που ενδεχομένως θα προέκυπτε στους νεώτερους συναδέλφους μας ή για ν΄ αντικαταστήσουμε όποιον για κάποιο λόγο έπρεπε ν΄ απομακρυνθεί απ΄ το πόστο του.

Ο γράφων κατά την συγκεκριμένη μέρα υπηρετούσε τον 22 μήνα της θητείας του, έχοντας ακόμη να υπηρετήσει 6 μήνες μέχρι τους 28 που ήταν τότε η θητεία στην Αεροπορία, οι οποίοι όμως τελικά έγιναν 10 (συνολικά 32 δηλαδή) αφού προστέθηκαν δυο μήνες φυλακή (επειδή ήμουν ανυπάκουο και απείθαρχο παιδί) και ακόμη δυο μήνες σαν πρόσθετη θητεία, λόγω των γεγονότων στην Κύπρο και της έντασης με την Τουρκία που ακολούθησε…

Η βάρδια μας εκείνη τη νύχτα λοιπόν εξελίσσονταν κανονικά, μέχρι που περίπου στις 3:30 έσβησε το κίτρινο Β στον πίνακα ετοιμότητας κι άναψε το πορτοκαλί C της αυξημένης ετοιμότητας. Αυτό έφερε μια κάποια ανησυχία στην ομήγυρη, όμως δεν θεωρήσαμε πως συμβαίνει κάτι το πάρα πολύ σοβαρό, αφού ευρισκόμενοι στην πιο σκληρή περίοδο της χούντας (αυτή του Ιωαννίδη) και μάλιστα σαν στρατιώτες είμαστε χωρίς ραδιόφωνα (για να ακούμε Ντόϋτσε Βέλε και BBC) κι έτσι είχαμε ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα ενημέρωσης για ότι συνέβαινε στον έξω κόσμο απ΄ ότι είχαν οι πολίτες!

Σε λιγότερο από μια ώρα αργότερα όμως, το πορτοκαλί C έσβησε κι αντικαταστάθηκε απ΄ το κόκκινο D, γεμίζοντάς μας σοβαρή ανησυχία πλέον για το τι συμβαίνει εκεί έξω. Μοναδικός τρόπος να μάθουμε κάτι παραπάνω, ήταν ο συνάδελφος της βάρδιας στο τηλεφωνικό κέντρο που ήταν φίλος, κι ο οποίος μιλώντας με δικούς του συναδέλφους άλλων μεγαλύτερων και πιο κεντρικών μονάδων ή ακούγοντας τις τηλεφωνικές συνομιλίες των κορυφαίων αξιωματικών της μονάδας (διοικητή και υποδιοικητή) μας έδινε κι εμάς καμιά πληροφορία. Όταν λοιπόν του τηλεφώνησα και τον ρώτησα αν ξέρει τίποτα, μου είπε: “Δεν περνάς από δω να σε δω κιόλας;” Κατάλαβα πως δεν ήθελε να μιλήσει απ΄ το τηλέφωνο κι έτσι τον επισκέφθηκε στο τηλεφωνικό κέντρο, μόλο που απαγορεύονταν οι επισκέψεις εκεί. Κι έτσι έμαθα πως οι Τούρκοι επιτίθενται στην Κύπρο…

Στις οκτώ το πρωί μας αντικατέστησε η επόμενη βάρδια και εμείς κατεβήκαμε για πρωϊνό, ύπνο και ξεκούραση στον καταυλισμό στον Αμμόκαμπο, εκεί που ήταν τα μαγειρεία, οι εγκαταστάσεις και οι θάλαμοι που κοιμόμαστε, όταν δεν είχαμε νυχτερινή βάρδια στον λόφο.

Φάγαμε μεν πρωϊνό αλλά για ύπνο ούτε κουβέντα! Ήταν η 20η Ιουλίου, ανήμερα της γιορτής του προφήτη Ηλία και γιόρταζε το εκκλησάκι του στην διπλανή βουνοκορφή, ενώ μάλιστα τότε γίνονταν και μεγάλο πανηγύρι στην Εγκλουβή, που τον τιμούσε σαν προστάτη της. Απ΄ το παράθυρο του θαλάμου λοιπόν, παρακολουθούσα τους χωρικούς, κυρίως Εξανθείτες και Δρυμωνιώτες, που περνούσαν αμέριμνοι στον δρόμο που είναι έξω ακριβώς απ΄ την μονάδα, καβάλα στα ζώα τους με πλουμιστά καβαλοσκούτια και με προορισμό το εξωκλήσι του προφήτη. “Πηγαίνετε και σε λίγο θα δείτε το πραγματικό πανηγύρι…” σκέφτηκα, καθώς ήμουν σίγουρος γι αυτό που θα επακολουθούσε…

Ήταν γύρω στις δέκα και μισή όταν άρχισαν τα όργανα στο κρατικό ραδιόφωνο του Ε.Ι.Ρ. (Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας) να παίζουν δημοτικά και τσάμικα τραγούδια, τα οποία πυκνά διακόπτονταν απ΄τα βαρύγδουπα πατριωτικά συνθήματα του εκφωνητή! “Ωχ, άρχισαν τα όργανα” σκέφθηκα, αφού κάθε φορά που οι κρατικοί σταθμοί κατέληγαν σε κλαρίνα και εμβατήρια, κάποια συμφορά αναγγέλλονταν…

Θα ήταν λοιπόν λίγο μετά τις έντεκα, όταν τα ραδιόφωνα ανήγγειλαν την επιστράτευση κι οι πανηγυριώτες που προείπαμε γύριζαν αλαφιασμένοι με τα ζώα και τα καβαλοσκούτια τους στα χωριά τους, διαλύοντας στο λεπτό το πανηγύρι…

1974: Η επιστράτευση διέκοψε τον εορτασμό του Προφήτη Ηλία

Το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία                                                                                                       Φωτο: Πάνου Γαζή

***

Την επόμενη μέρα, Κυριακή 21 Ιουλίου, είχαμε ημερήσια βάρδια στα ραντάρ στον λόφο, όπως λέγαμε το βουνό με τις στρογγυλές κεραίες, σε αντιδιαστολή με τον καταυλισμό που ήταν κάτω στον Αμμόκαμπο. Όταν μετά τη βάρδια κατεβήκαμε στους θαλάμους, μας ήρθε κεραμίδα: Βρήκαμε εκεί εγκατεστημένους αρκετούς επίστρατους, που βολεύτηκαν στα περισσευούμενα κρεβάτια. Το κακό ήταν πως μερικοί εξ αυτών είχαν επιδοθεί στο πλιάτσικο, με θύματα τις στολές (καθαρές και σιδερωμένες) που είχαμε έτοιμες για την έξοδο, όποτε κι αν θα αυτή θα επαναλαμβάνονταν, γιατί βέβαια όσο διαρκούσε η κατάσταση Δέλτα, έπρεπε να ξεχάσουμε και την έξοδο!

Κάποιοι απ΄ τους συναδέλφους γκρίνιαξαν για τις απώλειες που είχαν. Εγώ, μολονότι ήμουν μεταξύ των θυμάτων δεν είπα τίποτε. Σεβάστηκα αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους, που τους άρπαξαν απ΄ τα σπίτια τους κι απ΄ τις δουλειές τους και μέσα σ΄ ένα απίστευτο αλαλούμ προσπάθησαν να τους ντύσουν φαντάρους. Και τότε διαπίστωσαν πως δεν υπήρχε τίποτε: Ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια και το κυριότερο; Ούτε όπλα!

Έτσι, άλλος απ΄ το Μεσολόγγι, άλλος απ΄ την Πάτρα κι άλλος απ΄ την Ήπειρο, κατέληξαν να περιφέρονται σε μια στρατιωτική μονάδα της Λευκάδας, άλλος μ΄ ένα στρατιωτικό παντελόνι μόνο και τα υπόλοιπα ρούχα πολιτικά, άλλος με τον αντίθετο συνδυασμό, άλλος με παπούτσια στρατιωτικά (χαμηλό αρβυλάκι), άλλος με παπούτσια πολιτικά, μερικοί άφραγκοι, οι περισσότεροι νηστικοί κι όλοι άοπλοι, άγρυπνοι και με το μέλλον τους αβέβαιο και σκοτεινό!

Ευτυχώς δεν έμειναν για πολλές μέρες στη μονάδα οι ταλαίπωροι αυτοί άνθρωποι. Σύντομα τους πήραν κι ούτε που ξέρω που τους μετέφεραν. Η ιστορία πάντως αυτή στο σύνολό της καταγράφεται σαν μια ιστορία ντροπής που καθόλου δεν μας τιμά σαν κράτος. Κι ευτυχώς που οι ανεγκέφαλοι πρωτεργάτες εκείνων των γεγονότων δεν προχώρησαν σε πόλεμο κι έτσι, όχι μόνο αποφύγαμε τουλάχιστον τα χειρότερα, αλλά μας άδειασαν και τη γωνιά οι ίδιοι…

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *