Η γειτονιά μου μια φορά… (ορθή επανάληψη)

Η γειτονιά μου μια φορά…

του Ανδρέα Σταύρακα

(Σημείωση Σύνταξης: Λόγω τεχνικού προβλήματος, το άρθρο τούτο του κ. Ανδρέα Σταύρακα αρχικά δημοσιεύτηκε λειψό. Ζητάμε συγνώμη, τόσο από τον συγγραφέα όσο και από τους αναγνώστες και το επαναλαμβάνουμε εδώ ολόκληρο…)

 

ΠΙΚΡΟΓΛΥΚΕΣ    ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

 Η  ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ  ΜΙΑ  ΦΟΡΑ

 

Σε ένα πανέμορφο χωριό στην ορεινή Λευκάδα που λέγετε Καρυά, στην νοτιανατολική μεριά του χωριού  βρίσκεται η συνοικία των Σταυρακέων.

Η συνοικία αυτή έχει το σχήμα του σταφυλιού, αρχίζει από την Εκκλησία Του Αγίου Νικολάου, κατηφορίζει αριστερά και συναντάει το δρόμο που πάει στο κάτω χωριό, επάνω από τα σπίτια του Κατωπόδη του Μπέλα.

Από τη δεξιά μεριά Του Αγίου Νικολάου, είναι ο δρόμος που συναντάει  τον επαρχιακό δρόμο που πάει στην Εγκλουβή.

Στα τρακόσα μέτρα περίπου  ποιο κάτω από τα σπίτια του Νικολάρα, κατηφορίζει ένα δρομάκι που φτάνει στη γειτονιά  του Ραυτο-Γιάννη, ανηφορίζει αριστερά στον άλλοτε επαρχιακό δρόμο και συναντάει τον προαναφερόμενο δρόμο στα σπίτια του Μπέλα.

Στον προαναφερόμενο χώρο βρίσκετε η συνοικία των Σταυρακέων, πιθανόν ο χώρος αυτός να ήταν «κτήμα» του Αγίου Νικολάου.

Στο ως άνω «κτήμα» βρίσκονται και άλλα επίθετα που πιθανών να προέρχονται οι από αγοροπωλησίες η από σώγαμπρους.

Στο βορειοανατολικό μέρος της ως άνω συνοικίας, βρίσκεται η γειτονιά μου που αποτελείται από εφτά οικογένειες.

Θα της αναφέρω με τα άτομα που χρονολογούνται από τα μέσα του δεκάτου  ένατου αιώνα έως τα μέσα του εικοστού αιώνα.

Μπροστά από το προαύλιο του Αγίου Νικολάου είναι το σπίτι του Περικλή του Μπακάλου,  η Πασία η γυναίκα του, τα παιδιά τους, η Πανωραία η Κούλα      η Διαμάντω και ο Βαγγέλης, που τον λέγαμε Πελέκαε.

Ποιο πέρα στην ίδια σειρά το σπίτι του Βασλιλη του Μπακάλου με τη γυναίκα του την Όλγα και τά δύο του παιδιά τον Θοδωρή και τον Γιώργο, είχε και δυο αδελφές .

Ποιο πέρα το σπίτι του Ξενοφώντα του Μπακάλου τη γυναίκα του την Ελένη, τα παιδιά τους, τον Αντώνη που έφυγε μικρός για την Αθήνα, τον Αποστόλη που έγινε μαθηματικός, η Ελένη και η Μαριώ που έμειναν ανύπαντρες.

Ακολουθεί το σπίτι του Ανδρέα του Μπακάλου, που είχε δύο αγόρια, τον Χρίστο και τον Σπύρο, μια κόρη την Σωφρόνο.

Ο Χρίστος ήταν αγρότης, η γυναίκα του η Γεωργίτσα   και είχαν δύο αγόρια, τον Αλέκο, τον μετέπειτα Δήμαρχο και τον Τάκη, και μια κόρη την Ζαχαρούλα.

Ο Σπύρος ήταν χωροφύλακας, ήταν παντρεμένος με την Αλεξάνδρα και είχαν ένα αγόρι και τρία κορίτσια.

Κατηφορίζοντας αριστερά στο δρόμο προς την Εγκλουβή, ύστερα από μερικούς κήπους είναι το σπίτι των αδελφών Σταθαρέ.

Ο πρώτος ο Χρίστος που ήταν κρεοπώλης, παντρεμένος με την Ελένη και είχαν μια κόρη, την Κωνσταντίνα «Ντάντω».

Δεύτερος ο Μήτσος γυρολόγος, ήταν παντρεμένος με την κόρη του Νικολάρα και δεν είχαν παιδιά.

Τρίτος ο Γιώργος που ήταν αγρότης, παντρεμένος με την Πανάγιω του Αφεντογιάννη και είχαν ένα αγόρι τον  Στάθη και μια κόρη την Ελεωνόρα.

Πίσω από του Σταθαρέ, νοτιότερα ήταν το σπίτι του Αφεντογγιάνη , του Λεωνίδα και του Γιάννη, ο Λεωνίδας είχε δύο αγόρια, από κάποιο λάθος στη βάπτιση έδωσαν και στους δυο το όνομα Κώστα, γι’ αυτό τον πρώτο τον έλεγαν Λοχία και τον δεύτερο τον έλεγαν Μπαλατσούρα, είχε και μια κόρη που παντρεύτηκε τον Ραυτογιάννη.

Ο Λοχίας ήταν παντρεμένος με τη θειά Φροσύνη και είχαν τρία αγόρια, τον Διονύση, «Νιόνιο», τον Αντρέα και τον Πάνο, και μια κόρη την Πανάγιω.

Ο Μπαλατσούρας παντρεύτηκε και πήγε σώγαμπρος στα Δουβιτσάτα, έκανε μια κόρη, η γυναίκα του πέθανε και ξανά παντρεύτηκε με την θειά Καλή που ήταν από την Ακαρνανία και την φώναζαν Βλάχα, έκαναν ένα γιό τον Ναπολέων που έγινε Δημοδιδάσκαλος.

Ο Γιάννης από την παντρειά του απέκτησε μια κόρη που παντρεύτηκε κάποιον Κατσαρό από τις Σφακιώτες και ένα γιό τον Αποστόλη που ήταν ανάπηρος και πέθανε νέος.

Ποιο κάτω στην ίδια σειρά είναι το σπίτι του Γιώργου του Φλαούνη που ήταν παντρεμένος με την θειά Κατερίνα και έκαναν δύο παιδιά, τον Χρήστο και τον Αντρέα.

Συνέχεα ποιο κάτω είναι τα δυο σπίτια του Γιάννη του Φλαούνη και του αδελφού του,  που τον έλεγαν  Βασίλη –Μπγενάρια. Ο Γιάννης ήταν παντρεμένος με την θεια Σούσω και είχαν δυο αγόρια, το Κώστα που τον φωνάζαμε Ντίνο και τον Θοδωρή που τον λέγαμε Λωλή.

Ο Βασίλης ήταν παντρεμένος με την θειά Αμαλία και είχαν τρία αγόρια, τον Κώστα τον Περικλή και τον Αντώνη.  Μεσολαβούσε ο δρόμος που ανηφορίζει προς τον Άγιο Νικόλα.

Στη συνέχεια του δρόμου είναι μια αποθήκη του Αφεντογιάννη, δίπλα το σπίτι του Κώστα του Κίτσου, η γυναίκα του η Ουρανία είχαν τέσσερα αγόρια τον Θοδωρή, τον Βασίλη, τον Σπύρο και τον Γιάννη,   δύο κορίτσια την Mαριώ και την Πασία.

Μεσολαβούσε το λαγκάδι που κατηφόριζε από την πάνω βρύση του χωριού και περνούσε  δίπλα από τα σπίτια του Μπέλα και χύνονταν κάτω στο λιβάδι.

Δεξιά από το λαγκάδι είναι το σπίτι του Τσούπη, είχε δυο αγόρια που έφυγαν στην Αμερική και μια κόρη την Σοφιά που παντρεύτηκε τον Θωμά τον Ζαβιτσάνο και έκαναν δυο αγόρια τον Νίκο και τον Αλέκο και μια κόρη την Κλεία.

Πιο πάνω είναι τα σπίτια του Κόκορου, του Αντρέα που είχε δυο αγόρια τον Γιάννη   που ήταν παντρεμένος με την Ακριβούλα και είχαν ένα αγόρι τον Αντρέα και μια κόρη την Αναστασία, τον Κώστα που δεν είχε παιδιά και τρίς κοπέλες, την Αλεξάνδρα την Ακριβούλα και την Κωνσταντίνα.

Ο Αντώνης ήταν παντρεμένος με την θια Χριστίνα, απέκτησαν πέντε αγόρια και δυο κορίτσια, τα δυο αγόρια έφυγαν στην Αμερική, ο Γιάννης παντρεύτηκε την θεια Διονύσω και έκαναν δυο αγόρια, τον Αντώνη και τον Πέτρο, ο Νίκος παντρεύτηκε την Ευτυχία και έκαναν δυο αγόρια τον Ερρίκο και τον Σοφοκλή, τρία κορίτσια την Ουρανία την Χριστίνα και τη Ζιζή, ο Σπύρος παντρεύτηκε την Λούλα και έκαναν ένα αγόρι τον Κώστα και την Κούλα.

Στο μέσον  στη γειτονιά οριζοντίως, είναι μια σειρά σπίτια, το αρχικό σπίτι του Γιάννη του Κίτσου, που το διέθεσε σε ένα πρακτικό γιατρό τον κυρ Θανασάκια και έμενε με τη γυναίκα του την Ελενάρα.

Μεσολαβεί του Γιώργου του Κόκορου αδελφό του Αντρέα και του Αντώνη, είχε δύο αγόρια τον Σπύρο παντρεμένος με την θεια Ελένη και είχαν δύο αγόρια τον Δημήτρη και τον Τριαντάφυλλο, και τρεις κοπέλες, την  Ακριβούλα, την Κωνσταντίνα  και την Νίκη.

Ο Τάκης ήταν παντρεμμένος με την θειά Μαρία και είχαν δυο κόρες την Κατερίνα και την Σαββούλα.  Συνεχίζει το σπίτι του Γιάννη του Κίτσου, ήταν παντρεμένος με τη θειά Βαγγέλω και είχαν οχτώ αγόρια, τον Βασίλη τον Νίκο τον Σπύρο τον Χρήστο τον Ζώη, τον Δημήτρη, τον Λευτέρη και τον Αλέκο, τέσσαρες   κοπέλες, την Ελένη, την Ζωίτσα, την Τασούλα και την Σταθούλα.

Η γειτονιά μου είναι τέσσερα περίπου στρέμματα, τα δέκα οκτώ σπίτια που προανέφερα καλύπτουν ενάμιση περίπου στρέμματα, μισό στρέμμα οι κήποι και τα υπόλοιπα δύο στρέμματα είναι η αυλές.

Εκατόν σαράντα πέντε άτομα, συν τα κατοικίδια ζώα άλογα μουλάρια γαϊδούρια κατσίκες πρόβατα σκύλοι γάτες και κότες, όλα αυτά το χειμώνα τα βάζαμε στο ισόγειο στο <κατώι > τον χώρο αυτόν τον χρησιμοποιούσαμε και για αποθήκη  βάζαμε τις τροφές για τα ζώα, το λάδι  και το κρασί.

Τα χνώτα και η μυρουδιά από τα κόπρανα των ζώων περνούσε από τις χαραμάδες από το πάτωμα και ζεσταίνονταν το σπίτι, αλά η μυρουδιά ήταν ανυπόφορη, ευτυχώς και έμπαινε αέρας από τα κεραμίδια και κάπως αραίωνε τη μυρουδιά.

Το καλοκαίρι τα ζώα τα βάζαμε στις αυλές, μόνο τις κότες προστατεύαμε, όποιοι είχαν μεγάλες αυλές είχαν κοτέτσια, οι υπόλοιποι τις βάζαμε στο κατώι, αν η κατωγόπορτα ήταν σάπια στο κάτω μέρος, <συνηθισμένο φαινόμενο> βάζαμε η την ξύλινη πλύστρα η ένα δεμάτι ξύλα για να τις προστατέψομε από τις αλεπούδες.

Τα αποχωρητήρια (οι σημερινές τουαλέτες) ήταν όνειρο θερινής νυκτός, έτσι το χειμώνα αποπατούσαμε μαζί με τα ζώα, το καλοκαίρι τρέχαμε όπου προφτάναμε σε κάποιο ανάμερο η στην εξοχή αν προφτάναμε.

Αφού στις άκρες από τις λιθιές η πίσω από τις μεγάλες πέτρες που αποπατούσαμε φύτρωναν διάφορα κηπευτικά, προπαντός ντοματιές από τις ντομάτες που είχαμε φάει την προηγούμενη μέρα.

Οι μύγες ήταν <σύννεφα> προπαντός το καλοκαίρι που έμεναν τα ζώα στις αυλές, οι γυναίκες οι καψερές στις ελεύθερες ώρες  με μια θρούμπη στο χέρι καθάριζαν τις αυλές και ασβέστωναν τις πέτρες.

Όσο για τις ακαθαρσίες τις μάζευαν σε κόφες η σε τσουβάλια που χρησίμευαν για κοπριά στις καλλιέργειες, η κοινότητα δεν διέθετε εργάτες και αυτοκίνητα για να καθαρίζουν ούτε τους κοινόχρηστους χώρους του χωριού.

Η γειτονιά μου είναι ένας κλεισμένος χώρος, στην ανατολική πλευρά είναι ο δημόσιος δρόμος που πάει προς την Εγκλουβή και μερικά σπίτια χωρίς παράθυρα από την πλευρά εκείνη γιατί είναι ξένες ιδιοκτησίες.

Στην δυτική πλευρά επίσης υπάρχει σύνορο με ξένες ιδιοκτησίες, στο βόρειο μέρος είναι ο δρόμος όπως προανέφερα που ξεκινάει από την Έκλεισα του Αγίου Νικολάου και καταλύει στο δρόμο της  Εγκλουβής.

Στη νότια πλευρά είναι ο δρόμος που οδηγεί στο κάτω χωριό και χωρίζει τη δίκια μου γειτονιά με τη γειτονιά των αδελφών Βλάχου.

Εμείς τα παιδιά, (αν και δεν είμαστε ποτέ παιδιά) δεν είχαμε καθόλου χώρο να παίξουμε.  Το προαύλιο της Εκκλησίας, που ήταν κάπως ευρύχωρο, δεν τολμούσαμε να παίξομεγιατί μας κυνηγούσαν οι επίτροποι, οι παππάδες οι χωροφύλακες ο παιδονόμος οι δάσκαλοι, οι γονείς μας, όλοι μας κυνηγούσαν ήταν η εποχή του κυνηγητού, ως που και ο Θεός μας κυνηγούσε.

Τώρα στην γειτονιά μου έχουν μείνει μόνο μία οικογένεια, απόγονοι του Ανδρέα του Μπακάλου, ο εξάδελφος μου ο Τάσος μόνος του, που αγόρασε το σπίτι του Περικλή του Μπακάλου και δύο γυναίκες  άνω των ενενήντα χρονών.

Αυτά είναι απίστευτα, αλλά είναι αληθινά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *