Ο σκορπιός και το πακέτο

Ο σκορπιός και το πακέτο

του ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΑΥΡΑΚΑ

Με την είσοδο των στρατευμάτων κατοχής στη χώρα μας, όπως ήταν επόμενο, όλες οι υπηρεσίες διαλύθηκαν και φυσικά και η χωροφυλακή. Οπότε όλα τα παιδιά του χωριού μας που υπηρετούσαν στη χωροφυλακή και όχι μόνο, γύρισαν στο χωριό.  Οι περισσότεροι ασχοληθήκαν με τη γεωργία, όπως ο Σπύρος ο Σταύρακας ο Μπακάλος, ο Βασίλης ο Κατωπόδης ο Ψεύτης,  ο Κώστας Αραβανής ο Καραμέτσος και άλλοι πολλοί που δεν τους θυμάμαι .

Ο Νίκος ο Γλένης ο Πομπιεμένος ασχολήθηκε με το καφενείο που είχε ο πατέρας του ο Ξενοφώντας  που έμοιαζε με κάποιο Γάλο στρατηγό και τον φώναζαν Πετέν.

Το καφενείο το έλεγαν « ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΑ», σήμερα είναι εστιατόριο. Έχει ακόμα την παλιά παραδοσιακή του αρχοντιά, προστέθηκαν μόνο δυο βεράντες μια βόρια και μία ανατολικά. Από κει μπορούν οι πελάτες, εκτός από τα καλοφτιαγμένα φαγητά και τους καλοψημένους μεζέδες, να απολαύσουν  και την ομορφιά του απέναντι βουνού.

Η καταπράσινη πλαγιά που κατεβαίνει από τις παρυφές του βουνού έως το γκρεμό του Κόκκινου βράχου με τους νερόμυλους πιο κάτω από τη Βάλτα, είναι σαν ζωγραφιά από μεγάλο ζωγράφο.

Η πλαγιά καταλήγει στο βενετσιάνικο γεφύρι στους Μάρκους, που αν και το ξέχασαν οι εκάστοτε άρχοντες, η φύση που είναι πάντα συνεπής, της ανέθεσε να στέλνει από ψηλά το δροσερό αεράκι ανάμικτο με ποικίλα αρώματα…

Όλοι όσοι είχαν γυρίσει στην Καρυά, που ήταν σε διάφορες υπηρεσίες του δημοσίου και στην χωροφυλακή, ήταν ντελικάτα παιδιά και ασυνήθιστοι στις αγροτικές δουλειές. Γι’ αυτό και προσπαθούσαν να ασχοληθούν με κάτι ποιο ξεκούραστο για να βγάζουν τα προς το ζην, αφού υποχρεώσεις δεν είχαν.

Προπαντός οι χωροφύλακες που απαγορεύονταν να παντρεύονται και να κάνουν οικογένεια, δεν ήταν όπως στις μέρες μας που οι χωροφύλακες έχουν ακόμη και συνδικαλισμό. Λέγεται μάλιστα πως τώρα θα συνδικαλιστή και ο στρατός, οπότε όταν γίνει πόλεμος και κάνουν απεργία οι στρατιωτικοί, αλίμονο μας.

Μερικά από τα παιδιά αυτά ασχολήθηκαν με το επάγγελμα του πραματευτή, άλλοι έκαναν κάποιο μικρομάγαζο.

Ο Κώστας ο Αραβανής ο Καραμέτσος, έκανε ένα ουζερί στο ισόγειο σπίτι του Κτενά του Φασόλια. Το σπίτι αυτό ήταν και είναι στην είσοδο του χωριού, στη διασταύρωση, που δεξιά οδηγεί στο επάνω χωριό προς την Αγία Παρασκευή, ο άλλος δρόμος οδηγεί ευθεία προς την πλατεία του χωριού .

Εκεί προπαντός το μεσημέρι μαζεύονταν μερικοί μαγαζάτορες του χωριού και έπιναν το ουζάκι τους, κάνοντας και το ανάλογο κουτσομπολιό τους. Ο Τάκης ο Τρίγωνος και ο Κώστας ο Ψώρος που ήταν φίλοι με τον Κώστα τον μαγαζάτορα, ήταν μόνιμοι πελάτες στο ουζερί.

Την εποχή εκείνη τα τσιγάρα ήταν συσκευασμένα σε κουτιά των εκατό τσιγάρων και τα πουλούσαν στους καπνιστές με το κομμάτι, ένα έως τέσσερα, πέντε τσιγάρα το πολύ και βερεσέ!

Κάμποσοι που είχαν πάρε δώσε με την Ακαρνανία, έφερναν λαθραίο καπνό, γιατί εδώ στη Λευκάδα απαγορεύονταν και να καλλιεργούμε και να καπνίζουμε. Οι καπνιστές λοιπόν τύλιγαν το καπνό σε κομμάτια εφημερίδας η σε τσιμπούκι  και κάπνιζαν κρυφά από τους χωροφύλακες.

Τα πακετάκια των είκοσι τσιγάρων ήταν σπάνια τότε, μόνο κανένας τουρίστας η κάποιος παραγγελιοδόχος μπορούσε να το έχει. Αν τύχαινε δε και το άφηναν άδειο στο τραπέζι, το παίρναμε εμείς τα μικρά παιδιά και το πουλούσαμε μία η δυο δεκάρες στους πιο μεγάλους νεαρούς. Οι νεαροί που έπαιρναν το πακετάκι αγόραζαν μερικά τσιγάρα χύμα. από το περίπτερο.

Κάνοντας βόλτες στην πλατεία προπαντός την Κυριακή που είχε πολύ κόσμο και οι κοπέλες στολισμένες πήγαιναν στη βρύση για νερό και κοίταζαν λοξά τους νέους.

Οι νέοι έβγαζαν το πακέτο, έπαιρναν ένα τσιγάρο, το χτυπούσαν επιδεικτικά στην άκρη για κάμποση ώρα για να τον δουν πιο πολλοί.  Έτσι σε μερικές ώρες κυκλοφορούσε σε όλο το χωριό η είδηση, πως ο τάδε νεαρός έχει πακέτο με τσιγάρα και μ’ αυτόν τον τρόπο ανέβαιναν οι   «μετοχές» του!.

Ο Τρίγωνος και ο Ψώρος, σαν νεαροί της πιάτσας που ήταν, φρόντιζαν να προμηθεύονται πάντα από ένα άδειο πακετάκι τσιγάρων.  Εκτός από την επίδειξη που έκαναν βγάζοντας το πακετάκι κάνοντας βόλτες στην πλατεία, όταν κάθονταν στο καφενείο η στο ουζερί, το έβαζαν πάνω στο τραπέζι, για να το βλέπουν οι περαστικοί και να αναρωτιούνται πως κατάφεραν και απόκτησαν ένα ολόκληρο πακέτο τσιγάρα.  Αυτό το έκαναν συχνά όταν πήγαιναν και στο ουζερί του Κώστα, έβγαζαν το πακέτο και το έβαζαν πάνω στο τραπέζι, ενώ τις πιο πολλές φορές κάθονταν έξω, που ήταν κοντά ο δρόμος απ΄ όπου περνούσε πολύς κόσμος, πηγαίνοντας βόλτα προς το βουνό…

Οι πιο πολλοί απ΄ τους περαστικούς ήταν παραθεριστές και προπαντός παιδιά από τη Χώρα, που τα έφερναν στο χωριό για καθαρό αέρα. Ήταν, θυμάμαι, κοπέλες σαν τα κρύα νερά που φορούσαν κοντές και λεπτές φούστες, απ΄ τις οποίες διαγράφονταν προκλητικό το καλλίγραμμο σώμα τους που ερέθιζε και τους παπάδες ακόμα!

O Τάκης με τον Κώστα παράγγελναν δυο ούζα με μεζέ ντομάτα και ξερή σαρδέλα, ο δε «καταστηματάρχης» πήγαινε πάντα τρία ούζα, το ένα δικό του. Κάθονταν μαζί τους και δήθεν με αφέλεια, κοιτάζοντας αλλού, άπλωνε πότε-πότε το χέρι του κι έπαιρνε από ένα τσιγάρο. Αυτό γινόντανε μια και δυο φορές την ημέρα. Όμως τα δυο τσιγάρα που τους έπαιρνε ο Κώστας ήταν πολλά, γιατί και αυτοί με δυσκολία τα αγόραζαν. Αλλά  ο Τρίγωνος και ο Ψώρος ντρέπονταν να του το πουν. Να μην βάζουν πάλι το πακέτο στο τραπέζι, δεν το ήθελαν, γιατί ήθελαν να κάνουν το «κομμάτι» τους, προπαντός στις κοπέλες που περνούσαν από το δρόμο.

Έτσι σαν αστεία σαν σοβαρά, σκέφτηκαν μια άλλη μέθοδο. Έψαξαν και βρήκαν ένα σκορπιό,  τον έβαλαν με προσοχή μέσα στο πακέτο και στρατάρισαν προς το ουζερί. Αφού κάθισαν, έβγαλαν το πακέτο, το έβαλαν στο τραπέζι και παράγγειλαν τα ούζα τους. Πήγε ο Κώστας με τρία ούζα και τον ανάλογο μεζέ και κάθισε όπως συνήθως.

Σε λίγο άπλωσε το χέρι του προς το πακέτο και πασπατευτά δίχως να κοιτάζει προς τα κει άνοιξε το πακέτο.

Πετάχτηκε σαν ελατήριο από την καρέκλα, βγήκε στο δρόμο και έτρεχε σαν το Βέγγο! Εν ριπή οφθαλμού έφτασε ένα χιλιόμετρο μακριά!! ..

Οι δε πελάτες που ήταν εκεί αλλά κι αυτοί που περνούσαν στο δρόμο,  ρωτούσαν ο ένας τον άλλο τη είχε συμβεί.

Ο Τρίγωνος κι ο Ψώρος εν τω μεταξύ είχαν πεθάνει από τα γέλια. Τότε οι σκορπιοί  ήταν ακίνδυνοι,  δεν ήταν μολυσμένοι όπως είναι σήμερα,  γι’ αυτό και οι δράστες δεν ανησύχησαν. Αφού την θειά μου τη Χρυσούλα που είχε αναμερίσει σε μια λιθιά να κάνει την ανάγκη της κατεβάζοντας το δήμτο  εσώρουχο της, την είχε τσιμπήσει ένας  σκορπιός,  στις παρυφές της δημιουργίας.

Μόνο φοβερούς πόνους είχε, πρήστηκε βέβαια και έγινε σαν παραγινομένη λειτουργιά, αλλά με κάμποσα γιατροσόφια της πέρασε .

Έτσι γλεντούσαν οι νέοι την εποχή εκείνη, στο όμορφο εκείνο ορεινό χωριό, την Καρυά….

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *