Η θειά Πανάγιω και το χαπάκι της αίγας

Η θειά Πανάγιω και το χαπάκι της αίγας

του Ανδρέα Σταύρακα

Απ΄τα “ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΚΙ ΑΞΕΧΑΣΤΑ”

Η θειά Πανάγιω τελευταία έπεφτε για ύπνο το βράδυ, πρώτη σηκωνόταν το πρωί. Τι να κάνει η καψερή μεγάλη φαμελιά είχε, εννιά νοματαίοι ήταν: Η ίδια, ο άντρα της η γριά πεθερά της, δύο παιδιά και τέσσερες κοπέλες. (Οι κοπέλες τότε ήταν ανεπιθύμητες και απέφευγαν να τις πουν παιδιά).

Όταν κάποια γεννούσε κοπέλα και πήγαιναν να την ευχηθούν, της έλεγαν.

-Δεν πειράζει παιδί μου να έχει καλή τύχη και σε σερνικά τώρα.

Δεν υπήρχε βέβαια το πνεύμα της «Φραγκογιαννούς» του Παπαδιαμάντη, αλλά πάντως οι κοπέλες την εποχή εκείνη δεν ήταν καθόλου ευπρόσδεκτες.

Πριν λαλήσει λοιπόν  ο κόκορας, σηκώνονταν η θειά Πανάγιο και άρχιζε τις δουλειές. Πρώτα έπρεπε να ετοιμάσει το σακούλι του άντρα της, έβαζε σε μια μπόλια λίγο ψωμί, δυο ξερές σαρδέλες, λίγες ελιές κολυμπάδες, το μπουκάλι με το λαδόξυδο,  και το κολοκύθι με λίγο κρασί λάγγερο. Τα έβαζε στο σακούλι, έβαζε το κλαδευτήρι και την ψαλίδα, κατέβαινε από τον καταράχτη στο κατώι και κρεμούσε το σακούλι στο καδνάτσο της κατωγόπορτας, για να μην τα μαγαρίσει καμιά γάτα.

Έβγαζε τα ζωντανά στην αυλή, το γάιδαρο τη γίδα κι ένα βετούλι που το είχαν για μαρτίνι.  Είχε την τέντζερη με νερό χαζίρι αποβραδίς,  για να τα ποτίσει μπονόρα τα ζωντανά, να τα βρει έτοιμα ο άντρα της, όταν θα κατέβαινε στο κατώι.

Η πεθερά της σηκωνόταν πιο αργά, έβγαζε το δαυλί από τη στάχτη, που το πίθωνε αποβραδύς για να ανάψει τη φωτιά, γιατί σπίρτα δεν υπήρχαν τότε. Έβαζε λίγα προσανάμματα και φυσούσε, άναβε τη φωτιά και έφτιαχνε τον καφέ, ας τον πούμε καφέ, γιατί λίγα ρεβίθια κάκοψα και δυο κλωνιά καφέ έβαζαν, έτσι για τη μυρουδιά. Τα έψενε στο καφοσούβλι και μετά τα έτριβε στο χαβάνι, κι’ αυτό το μίγμα το λέγαμε καφέ.

Όταν θα σηκωνόταν ο γιος της  ο Νικολάκης, να είναι όλα έτοιμα. Αυτός  έπινε το καφέ του, κατέβαινε στην αυλή, σαμάρωνε το γαϊδούρι,  έδενε τη γίδα στο πισινό κολτσάκι από το σαμάρι και μπροστά κρέμαγε το σακούλι και το τσαπί.  Ανέβαινε μετά καβάλα και αφού ξεκινούσε, η θειά Πανάγιω ανέβαινε επάνω στο σπίτι.

Άρχιζε η καψερή να ετοιμάσει τα σκουτιά των παιδιών, τα δυο που πήγαιναν στο σχολείο τα σήκωνε πρώτα και τους είχε έτοιμο η γριά το ρόφημα τους:  Βρασμένο ζουμί από καρυδόφυλλα, μια κουταλιά  μπακαλόλαδο, που ήταν καλό για το στομαχάκι τους, τους έβαζε στη σάκα από μισό κυδώνι και τα παιδιά έφευγαν για το σχολείο. Τα άλλα τρία παιδιά ήταν μικρά, ενώ την κοπέλα τη μεγάλη την είχε βγάλει από το σχολείο από τη τρίτη τάξη, για να τη βοηθάει στις δουλειές.

Έπειτα από πού να βάλει αρχή και πού να βάλει τέλος: Μπουγάδα, διασίδι, μαγείρεμα, μπάλωμα, βράδιαζε και η δόλια η Πανάγιω ήταν στο τρέξιμο.

Έρχονταν ο Νικολάκης κατάκοπος από τη δουλεία, του ζέσταινε λίγο φαΐ και αφού έτρωγε κάθονταν λίγο με τα παιδιά κι ύστερα πήγαινε για ύπνο.

Η Πανάγιο όσο να μαζέψει το ένα και το άλλο, αργούσε να πάει για ύπνο και όταν κάποτε ξάπλωνε, ήταν τόσο κουρασμένη που αποκοιμιόταν αμέσως.

Ο Νικολάκης ο καψερός, ήθελε πότε -πότε να γευτεί τη γυναικεία λιχουδιά, αν και δεν του είχαν μείνει και πολλές δυνάμεις, από τη στέρηση και από την πολλή δουλειά, αλλά η φύση που βάζει πάντα την ουρά της παντού, τον ερέθιζε.

Άπλωνε λοιπόν το χέρι ο Νικολάκης αλλά η Πανάγιω τον σκουντούσε λέγοντας του,  πότε πως είναι κουρασμένη, πότε πως είναι σαρακοστή, πότε πως θα πήγαινε να μεταλάβει και που να τολμούσε η δόλια ύστερα να πάει στον παπά να εξομολογηθεί. Το πρώτο που ρωτούσε ο παπάς ήταν αν έκανε καμιά αμαρτία με τον Νικολάκη, τις μέρες της σαρακοστής.  Άσε που ήταν κι από καρπερή οικογένεια και με το που την άγγιζε ο Νικολάκης έπιανε αμέσως παιδί και φοβόνταν μην μοιάσει στη γιαγιά της που είχε κάνει δέκα οχτώ παιδιά…

Έτσι ο Νικολάκης ο καψερός ήταν από όλα στερημένος.

Εκείνη τη χρονιά αφού τελείωσε ο τρύγος, ανάμεσα στις άλλες δουλειές που θα έπρεπε να κάνουν ήταν να πάνε και τα μαρτίνια στο τραγί για γονιμοποίηση.

Τότε στο χωριό πέντε έξι οικογένειες είχαν από ένα τραγί που πήγαιναν τις γίδες και μάλιστα πλήρωναν ένα ποσόν για την κάθε γίδα.

Παλιότερα έλεγαν πως είχε και η κοινότητα ένα τραγί, αλλά δεν δούλευε πολύ, έτσι κι αλλιώς μισθό έπαιρνε γιατί να κουράζεται,  δημοτικός υπάλληλος ήταν,  όσα πάνε κι’ όσα έρθουν.

Ο ανταγωνισμός υπήρχε και τότε όπως και τώρα και αυτοί που είχαν τα τραγιά χρειάζονταν να κάνουν κάποια διαφήμιση. Τώρα υπάρχει η τηλεόραση και ο τύπος, τότε είχαμε το ντελάλη, ήταν ο μακαρίτης ο Μπκιόνας ο Ρόνκολας και ο Γκανάρος,  έβγαιναν στην πλατεία πότε ο ένας και πότε ο άλλος και φώναζαν.

«Με το τραγί του τάδε η γίδες κάνουν δυο κατσίκια». Την άλλη μέρα έβγαινε ο άλλος και φώναζε ότι «με το τραγί του δείνα οι γίδες κάνουν  τρία κατσίκια».

Έτσι και η Πανάγιω πήγαινε τα μαρτίνια στο καλύτερο τραγί, αλλά η μεγάλη γίδα δεν ήθελε να ζυγώσει στο τραγί με καμιά δύναμη.

Η στενοχώρια ήταν μεγάλη και με τη σκέψη πως θα  μείνει η γίδα στείρα ήταν για τρέλα, γιατί ήταν ένα σημαντικό έσοδο για την εποχή εκείνη, δυο η τρία κατσίκια το χρόνο, άσε  το γάλα που ήταν πολύτιμο τότε.

Αφού ο Νικολάκης έλεγε, καλύτερα να ήταν η Πανάγιω στείρα παρά η γίδα και το έλεγε στ’ αλήθεια, γιατί κάποιος συγγενής θα του έδινε ένα δυο παιδιά, περίσσευαν βλέπεις τότε τα παιδιά, ενώ  κατσίκια που να εύρισκε;

Κάποια μέρα ο Νικολάκης μάζεψε αποβραδίς τέσσερα καλάθια κορίθια από το κλήμα, έβαλε η Πανάγιω καμιά εικοσαριά αυγά και λίγα μύγδαλα στο καλάθι και  την άλλη μέρα μπονόρα τα φόρτωσε στο γαϊδούρι, πήρε δυο πλακίδες κι έναν κόκορα και ξεκίνησε για τη χώρα να τα πουλήσει.

Όταν βγήκε από το χωριό, τον περίμενε ο κουμπάρος του ο Μάρκος, που ήταν φίλοι από το στρατό, είχε και ο Μάρκος στο γαϊδούρι του λίγο κρασί και λίγο λάδι, για πούλημα. Έβαλαν τα ζώα μπροστά και αυτοί πίσω έκαναν από κανένα  τσιγάρο κι έπιασαν κουβέντα για να περάσει η ώρα.  Έλεγαν για τα παλιά, τότε που ήταν στρατιώτες .

Κουβέντα στην κουβέντα, του είπε ο Νικολάκης πως είναι πολύ στενοχωρημένος με το πρόβλημα της γίδας που θα έμενε στείρα.

Ο Μάρκος που ήξερε πόσο σοβαρό ήταν να μείνει η γίδα στείρα, στενοχωρήθηκε πολύ αλλά σε λίγο λέει στον Νικολάκη πως είχε ακούσει πως έξω από τη χώρα, στα περιβόλια ήταν ένας πρακτικός γιατρός που καταπιάνονταν με όλα.

-Μη χολοσκάς  θα ρωτήσουμε όταν φτάσουμε και κάτι μπορεί να γίνει.

Έφτασαν στη χώρα, πούλησαν την πραμάτεια και αμέσως ρώτησαν για το «γιατρό». Πράγματι εκεί προς του Καλιγόνι ήταν ένας  πρακτικός γιατρός που τον έλεγαν Μερατζίνη. Στο γυρισμό λοιπόν, πήγαν από τον κάτω δρόμο, ρώτησαν και βρήκαν τον Μερατζίνη σε κάποιο περιβόλι, που  κάθονταν στο πεζούλι με ένα χαβάνι στα χέρια κι ανακάτευε διάφορα βότανα.

Τους καλοδέχτηκε ο άνθρωπος και άκουσε με προσοχή το πρόβλημα με τη γίδα .

Αφού χάιδεψε κάπως τα γένια του, όπως το συνήθιζε ο Μερατζίνης, τους είπε πως το πρόβλημα είναι απλό και  λέει στο Νικολάκη.

Θα σου δώσω ένα χαπάκι και μια ώρα πριν πας τη γίδα στο τραγί, θα το ανακατέψεις σε λίγο καλαμπόκι να το δώσεις στη γίδα και όλα θα πάνε καλά. Όσο για πληρωμή δεν δέχτηκε ο Μερατζίνης, του είπε όποτε σε φέρει ο δρόμος από δω, θα μου φέρεις ένα κολοκύθι γεμάτο  κρασί κεροπάτι ,από το Άρκο Λαγκάδι, που μου έχουν πει,  πως όποιος το πιεί κάνει αρσενικά παιδιά, γιατί είχε τέσσερες κοπέλες ο δόλιος .

Πήρε το χαπάκι ο Νικολάκης το τύλιξε στο μαντίλι του κι έφυγαν για το χωριό.  Έφτασαν το χαλίπωμα. Κατέβηκε η Πανάγιω, πήρε το γαϊδούρι και ο Νικολάκης ανέβηκε επάνω, έβαλε το χαπάκι με προσοχή πάνω στο κομό, τσίμπησε κάτι και ξάπλωσε να πλαγιάσει.

Σε λίγο ανέβηκε η Πανάγιω, έκανε κάμποσες δουλειές και πριν πάει για ύπνο, πήγε στον κομό και ψαχούλεψε αντκιαστά να πάρει ένα χαπάκι για τον πονοκέφαλο που τη βασάνιζε από καιρό.

Αλλά στο σκοτάδι αντί να πάρει το χαπάκι για το πονοκέφαλο, πήρε το χαπάκι που είχε φέρει ο Νικολάκης για τη γίδα.

Πήγε στο κρεβάτι, ο Νικολάκης κοιμόνταν του καλού καιρού, κουρασμένη η καψερή αποκοιμήθηκε αμέσως.

Σε καμιά ώρα άρχισε νάχει εξάψεις! Σε λίγο δεν κρατιόνταν… Άρχισε να χαϊδεύει το Νικολάκη. Από τα πολλά ξύπνησε αυτός και μισοκοιμισμένος όπως ήταν, κουτσά στραβά γεύτηκε τη λιχουδιά  που είχε πολύ καιρό να γευτεί. Αλλά η Πανάγιω δεν κρατιόνταν, ήθελε ξανά.

Τότε ο Νικολάκης, που του φάνηκαν  περίεργα τα καμώματα της Πανάγιως,  το μυαλό του πήγε δελόγγου στο χαπάκι της γίδας και τον έζωσαν τα φίδια.

-Ε μουρή κακούργα, μπας και πήρες το χαπάκι που έφερα για τη γίδα; Τη ρώτησε. Αλλά η Πανάγιω ήταν σε τέτοια έξαψη που δεν άκουγε κουβέντα.

Ο Νικολάκης που να σηκωθεί να ψάξει στο σκοτάδι, δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα.  Αφού έφεξε σηκώθηκε και είδε πως το κακό είχε γίνει. Ξύπνησε λοιπόν την Πανάγιω ο Νικολάκης,  έβαλε  το δάχτυλο  στόμα, το δάγκωσε και της είπε ψιθυριστά για να μην  ακούσουν τα παιδιά και το μάθει η γειτονιά και γίνουνε ρεζίλι.

-Μουρή παλαβή αντί να πάρεις το χαπάκι για το πονοκέφαλο, πήρες το χαπάκι που έφερα για τη γίδα; Η  Πανάγιω μόλις το άκουσε κόντεψε να λιποθυμήσει. Ο Νικολάκης τη σκούντησε να σηκωθεί.

Κατέβηκαν στο κατώι,  ετοίμασαν το γάιδαρο πήρε ο Νικολάκης ένα καλάθι, έβαλε λίγα σταφύλια από το κλήμα, ένα κολοκύθι παλιό κρασί που το φύλαγε για ώρα ανάγκης και είπε στην Πανάγιω να μην κάνει κουβέντα. Ανέβηκε καβάλα και κατηφόρισε από τον πόντζο, έπιασε τους Μάρκους βγήκε στο Πινακοχώρι από τη ψηλή στράτα, έκοψε δεξιά στα Καρναβαλέικα και από τα παλιά σφαγεία βγήκε στο Καλιγόνι.

Δεν θυμόνταν ούτε το σπίτι ούτε το όνομα του Μερατζίνη, οπότε ρώτησε μια κοπελίτσα  που ταΐζε τις κότες:

-Μήπως ξέρεις κοπέλα μου το σπίτι κάποιου «γιατρού» που τον λένε κάπως σαν κίτρο ή σαν λεμόνι;

Η κοπελίτσα δεν καταλάβαινε τι της έλεγε. Κάποια γυναίκα όμως που ταΐζε τις κότες  πιο πέρα κατάλαβε και πήγε και του έδειξε το περιβόλι του Μερατζίνη.

Τον βρήκε ο Νικολάκης  που κάθονταν στο πεζούλι κι έπινε τον καφέ του.

Τον καλημέρισε του έδωσε το ρεγάλο, τα σταφύλια και το κρασί και του είπε πως το χαπάκι έλιωσε στην τσέπη του από τον ιδρώτα και αν μπορούσε να του δώσει ένα άλλο.

Τι να κάνει ο δόλιος ο Μερατζίνης, του έδωσε ένα άλλο χαπάκι του έβαλε στο καλάθι λίγα λεμόνια και λίγα πορτοκάλια, έβαλε φτερά στα πόδια του ο Νικολάκης και σε τρία τέταρτα ήταν στο χωριό.

Βάζει λίγο καλαμπόκι και το χαπάκι στο ταψί, όπως του είχε πει ο Μερατζίνης, το έδωσε στη γίδα και σε μια ώρα την πήγε ο ίδιος στο τραγί.

Σε πέντε μήνες η γίδα γέννησε δυο κατσίκια και σε εννιά μήνες, η Πανάγιω γέννησε δυο χαριτωμένα αγοράκια που τα βάφτισε ο Μερατζίνης,  που εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει κι’ αυτός αρσενικό παιδί.

Το κρασί από το Άρκο Λαγκάδι που του είχε πάει ο Νικολάκης έκανε το θαύμα του!

 

Α  Ι  Σ  Κόκορος

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *