Λησμονημένα κι αξέχαστα: Οι ιστορίες του Γιούρα

Λησμονημένα κι αξέχαστα: Οι ιστορίες του Γιούρα

του Ανδρέα Σταύρακα

Στα τέλη της δεκαετίας του σαράντα, εγώ ο Σπύρος και ο Αντώνης, δουλεύαμε στο υδροηλεκτρικό  έργο του Λούρου. Mέναμε σε ένα δωμάτιο έξι άτομα, οι δυο ήταν πρόσφυγες.

Ήταν αρχές χειμώνα και όταν σχολάγαμε από τη δουλειά κι άρχιζε να νυχτώνει, μαζευόμαστε στο δωμάτιο και αφού δεν υπήρχε τότε ούτε ραδιόφωνο ούτε τηλεόραση λέγαμε διάφορες ιστορίες και περνούσαμε την ώρα.

Ο ένας από τους πρόσφυγες, Γιούρα τον λέγαμε, ήταν καταπληκτικός, έλεγε γουστόζικες ιστορίες, οι ποιο πολλές από τα δικά τους μέρη, την Μικρά Ασία, ή  Ηπειρώτικες ιστορίες που  ήταν απόλαυση να τον ακούς.  Ήταν ωραίος τύπος και είχε το μεγαλειώδες χάρισμα, με τη διήγηση του να συναρπάζει τον ακροατή και κυριολεκτικά κρεμόμαστε όλοι από τα χείλη του.

Τις ιστορίες που μας έλεγε τις θυμάμαι όλες. Μια απ΄ αυτές είναι η παρακάτω, που θα την γράψω όπως ακριβώς την άκουσα από τον αγαπητό μου συγκάτοικο ,Γιούρα και ας έχουν περάσει από τότε εξήντα και πλέον χρόνια:

«Επί Τουρκοκρατίας στα Γιάννενα, ήταν ένας Σεΐχης, ο Αχμέτ, που η καλοσύνη του είχε διαδοθεί σε όλα τα Γιάννενα και στα γύρο χωριά. Τον εκτιμούσαν λοιπόν όλοι, Τούρκοι, Έλληνες, Αρβανίτες, Εβραίοι και Γύφτοι. Ήταν θρησκευόμενος άνθρωπος και όπως έλεγαν, μέρα και νύχτα προσεύχονταν στον Αλλάχ. Έλεγαν μάλιστα πως  πολλές φορές κουβέντιαζε με Δαύτον και πως ότι χατίρι του ζητούσε του το έκανε.

Φτωχοί και πλούσιοι, όταν τους λάχαινε κάποια περίσταση, ή αρρώστια ήταν, η οικονομικές διαφορές είχαν, έτρεχαν στο Άγιο αυτόν άνθρωπο να τους συμπαρασταθεί και να λύσει το πρόβλημα τους. Ο λόγος του δε, ήταν σεβαστός από όλους.

Αν το πρόβλημα ήταν του χεριού του, το τακτοποιούσε  δελόγκου, αν ήταν δουλειά του Αλλάχ, τους έλεγε να περιμένουν κάμποσες μέρες, έως ότου έβρισκε την κατάλληλη ευκαιρία, για να ζητήσει το ρουσφέτι από τον Αλλάχ ο οποίος σπάνια του το αρνιόταν.

Έλεγαν μάλιστα πως και ο Πασάς ακόμα, όταν του τύχαινε κάποιο σοβαρό πρόβλημα, πήγαινε ο ίδιος στο Τζαμί και συναντούσε τον Σεΐχη για να του ζητήσει τη βοήθεια του.

Κάποια μέρα ο Σεΐχης ένιωσε ένα ελαφρύ τσούξιμο στο πισινό του, έβαλε το χέρι του και πασπάτεψε ένα μικρό σπυράκι. Δεν έδωσε σημασία, όμως την άλλη μέρα τον πονούσε πιο πολύ και διαπίστωσε πως το σπυρί μεγάλωσε. Αλλά και πάλι δεν έδωσε σημασία, δέχονταν τον κόσμο κι έκανε τη δουλειά του όπως πριν. Σε λίγες μέρες το σπυρί τον πονούσε πιο πολύ και έκανε και υψηλό πυρετό, αλλά δεν φώναξε γιατρό, γιατί όπως έλεγε, γιατρός του ήταν ο Αλλάχ και προσεύχονταν ακόμα περισσότερο. Τα πράγματα όμως δεν πήγαιναν καλά και το γεγονός μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα σε όλα τα Γιάννενα, πως ο Σεΐχης είναι βαριά άρρωστος από ένα κακό σπυρί και όλοι έτρεχαν να μάθουν την πραγματική αλήθεια, ανήσυχοι για το μεγάλο ευεργέτη τους.

Ο ένας λοιπόν έλεγε πως το σπυρί του Σεΐχη είναι όσο ένα καρύδι, ο άλλος όσο ένα λεμόνι, και κάποιος τρίτος είπε πως είναι σαν πεπόνι, όμως κανένας δεν ήξερε την αλήθεια.

Την εποχή εκείνη ζούσε στα Γιάννενα ένας Εβραίος, που ήταν πρακτικός γιατρός και καταπιάνονταν με όλες τις αρρώστιες. Τον παρότρυναν λοιπόν πολλοί, Τούρκοι και Έλληνες, να πάει να δει τον Σεΐχη.

Πήγε ο Εβραίος, τον δέχτηκε με καλοσύνη ο Σεΐχης που ήταν ξαπλωμένος στο στρώμα και διάβαζε το κοράνι, μουσκεμένος από τον ιδρώτα, αφού  ψήνονταν απ΄ τον πυρετό.  Του φίλησε το χέρι και τον ρώτησε με ρεβάρδο τι ακριβώς συμβαίνει .

Ο Σεΐχης του εξήγησε με κόπο, γιατί από τους πόνους δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει, για το σπυρί που είχε βγάλει στον πισινό του.

Τότε ο Εβραίος του είπε διστακτικά, αν ή Αγιοσύνη του του επέτρεπε, να δει το σπυρί. Ο Σεΐχης  κοίταξε παράξενα μια τον Εβραίο και μια το ταβάνι, ψάχνοντας να βρει τον ουρανό, προφανώς για να δει αν του επέτρεπε ο Αλλάχ  να δείξει τον πισινό του σε έναν Εβραίο.

Τελικά πήρε το κοράνι, διάβασε μια παράγραφο από δάφτο, έκανε το σταυρό του στα Τούρκικα και έγνεψε στον Εβραίο να τον βοηθήσει να κατεβάσει τη βράκα του.

Ο πονηρός Εβραίος είχε υποψίες πως το σπυρί του Σεΐχη ήταν «καλόγερος», (όχι απ’ αυτούς που είναι στο Άγιο Όρος αλλά από αυτούς που γιατρεύονται) κι επειδή είχε ωριμάσει, τον πονούσε τόσο πολύ.

Του κατέβασε απότομα τη βράκα και το ζωνάρι άγγιξε με δύναμη το σπυρί που άνοιξε και βγήκε από μέσα περίπου ένα καρτεζίνι πύον! Με τη φόρα μάλιστα που βγήκε λέρωσε όλα τα ρούχα, αλλά αμέσως ο Σείχης ανακουφίστηκε.

Ο Εβραίος που ήθελε να γίνει σωστή η δουλειά, είπε στον Σεΐχη αν θα μπορούσε να μαλάξει λίγο τον πισινό του. Αυτός αφού σήκωσε ξανά τα μάτια στο ταβάνι, διάβασε πάλι κάτι από το κοράνι και του το επέτρεψε. Έτσι ο Εβραίος αφού το πίεσε, βγήκε από το σπυρί ένα κομμάτι ρίζα που ήταν έως ένα καρύδι.

Ο Σεΐχης αμέσως αισθάνθηκε πολύ καλύτερα. Ο Εβραίος αφού το καθάρισε με προσοχή και το έδεσε με μια μπόλια, του σήκωσε με προσοχή τη βράκα. Σε λίγο λοιπόν του έφυγαν ο ιδρώτας κι  ο πυρετός!

Αφού ετοιμάστηκε ο Εβραίος να φύγει, ο Σεΐχης τον ρώτησε πόσο θέλει για πληρωμή.

-Τι λες αφέντη μου, του απάντησε ο πονηρός ο Εβραίος, από εσένα να πάρω χρήματα που είσαι τόσο καλός άνθρωπος και έχεις κάνει τόσα καλά;

Αφού ο Σεΐχης είδε πως ο Εβραίος δεν ήθελε να του πει πόσο κάνει η δουλεία του, τράβηξε ένα σχοινί με μια φούντα που κρέμονταν δίπλα του, βγαίνει μια χανούμισσα και τον προσκυνάει .

Ο Σεΐχης της έγνεψε να του φέρει το πουγγί του. Όταν εκείνη του το έφερε, έβγαλε μια λίρα και είπε στον Εβραίο, «πάρε αυτή τη λίρα να αγοράσεις κάτι στα παιδιά σου».

Ο Εβραίος που υπολόγιζε πως θα τον χρειαζόταν κάποτε και θα κέρδιζε πιο πολλά, δεν τη δέχτηκε τη λίρα και κάνοντας χίλιες υποκλίσεις πήγε να φύγει, οπότε του έγνεψε ο Σεΐχης να γυρίσει και του είπε.

-Την   Παρασκευή να έρθεις  στο τζαμί να σου δώσω κάτι.

Ο Εβραίος έφυγε χαρούμενος, πήγε στο σπίτι πετώντας, είπε στη γυναίκα του τα καθέκαστα και περίμενε με ανυπομονησία, πότε θα έρθει η Παρασκευή, να πάει στο τζαμί περιμένοντας κάτι περισσότερο από μια λίρα.

Μαθεύτηκε σε όλα τα Γιάννενα, πως ο Εβραίος θεράπευσε τον Σεΐχη και η φήμη του διαδόθηκε παντού και οι δουλειές του δεκαπλασιάστηκαν, άσε που στο δρόμο τον προσκυνούσαν όλοι! Μέχρι κι ο Πασάς του μήνυσε να πάει να τον επισκεφτεί…

Ήρθε η Παρασκευή, πήγε ο Εβραίος στο τζαμί, τον δέχτηκε ο Σεΐχης, πήρε το κοράνι του το έβαλε στο κεφάλι και αφού διάβασε κάτι από δαύτο έβγαλε ένα φάκελο το σφράγισε με βουλοκέρι και του το έδωσε.

Του είπε πως αυτό ήταν ένα συμβόλαιο από το Αλλάχ, τον τούρκικο Θεό, με το οποίο τον ορίζει ιδιοκτήτη σε πενήντα πήχες στον Τούρκικο Παράδεισο, που μπορούσε να πάει ο ίδιος, αλλά και να στείλει όποιον άλλον επιθυμούσε.

Ο Εβραίος πήρε το φάκελο, χωρίς να δείξει την απογοήτευσή του και αφού τον ευχαρίστησε έφυγε στενοχωρημένος και μετανοιωμένος που δεν είχε πάρει τη λίρα. Πήγε στο σπίτι του, έριξε το φάκελο σ΄ ένα συρτάρι, σαν ένα άχρηστο πράμα και δεν κουβέντιασε με κανέναν το πάθημά του, ούτε στη γυναίκα του δεν είπε τίποτα.

Αφού πέρασαν κάμποσα χρόνια ο Σεΐχης πέθανε από γηρατειά. Τότε ο Εβραίος θυμήθηκε το φάκελο που του είχε δώσει με το συμβόλαιο που τον όριζε ο Αλλάχ ιδιοκτήτη σε πενήντα πήχες τόπο στον Τούρκικο Παράδεισο. Από περιέργεια λοιπόν έψαξε στο συρτάρι που είχε ρίξει το φάκελο και αφού τον βρήκε τον άνοιξε, αλλά το συμβόλαιο ήταν γραμμένα στα Τούρκικα και δεν ήξερε να το διαβάσει. Σκέφτηκε λοιπόν να το πάει σε ένα φίλο του ράφτη Τούρκο, να του το διαβάσει εκείνος.

Όταν άρχισε ο ράφτης να διαβάζει το συμβόλαιο, άρχισε να αλλάζει μορφή και να γουρλώνει τα μάτια, ο Εβραίος που παρακολουθούσε κάθε του μορφασμό, κατάλαβε πως κάτι παράξενο θα έγραφε στο χαρτί. Αφού τελείωσε το διάβασμα ο ράφτης, ο Εβραίος του το άρπαξε από τα χέρια σαν κάτι πολύτιμο, δίχως να τον ρωτήσει τι γράφει και πήγε να φύγει, αλλά ο ράφτης έτρεξε και τον τράβηξε πίσω.

-Άνθρωπε μου του είπε, είσαι πολύ τυχερός, πως και που βρήκες αυτό το θησαυρό; Ο Αλλάχ σε ορίζει κάτοχο σε πενήντα πήχες στον Τούρκικο Παράδεισο, αν και είναι τόσο πολλές που θα σου περισσέψουν .

Ο πονηρός Εβραίος έκανε πάλι πως θα φύγει, ο ράφτης τον σταμάτησε και του ζήτησε να του δώσει καμιά δεκαπενταριά πήχες.

-Τι λες άνθρωπε μου, του απάντησε, είμαστε τέσσερις νοματαίοι, να μην έχομε την απλωσιά μας;

Ο ράφτης όμως επέμενε.

-Αν θελήσει  η γυναίκα μου να βάλει και κάνα ζαρζαβατικό και λίγες κοτούλες, πάλι λίγες μας πέφτουν οι πενήντα πήχες, συνέχισε ο Εβραίος.

Τελικά από δω το πήγε από κει το έφερε, τελικά συμφώνησαν  και του έδωσε, δέκα πήχες αντί ογδόντα λίρες, με τον όρο να μην πει σε κανέναν τίποτα, αν και ο Εβραίος ήξερε πως ο ράφτης ήταν παινεσιάρης και θα το έλεγε.

Πράγματι το είπε ο ράφτης, το έμαθαν κάμποσοι πλούσιοι, πως ο Εβραίος είχε σαράντα πήχες ακόμη στον Τούρκικο Παράδεισο κι έτρεξαν να τον βρουν να αγοράσουν λίγες πήχες.

Έτσι ο πονηρός ο Εβραίος εκμεταλλεύτηκε τη ζήτηση και κονόμησε πάνω από πεντακόσιες λίρες, πουλώντας και τις πενήντα πήχες, αντί μιας λίρας που αρνήθηκε  να πάρει από τον Σεΐχη, για την ιατρική του αμοιβή.

Όταν το έμαθε η γυναίκα του έγινε θηρίο: «Δεν ντρέπεσαι βρε φιλάργυρε, που σε γέλασαν οι Τούρκοι και για λίγες ψωρολίρες  πούλησες τέτοια  περιουσία, που θα μπορούσαμε κ’ εμείς και τα παιδιά μας να ζήσομε σαν άνθρωποι, έστω στην άλλη ζωή, γιατί σε τούτη στερηθήκαμε τα πάντα από τη τσιγκουνιά σου».

-Μην κάνεις έτσι βρε γυναίκα, της είπε αυτός. Όταν έχεις λεφτά όλα γίνονται.

-Tι θα γίνει βρε ,τώρα το πουλάκι πέταξε, το κρατάν γερά οι Τούρκοι και εσύ κάτσε να μετράς τις λίρες, ν΄ακούς τον ωραίο τους χτύπο, αλλά όταν θα πας στην κόλαση θα με θυμηθείς.

-Μην  πανικοβάλεσε βρε γυναίκα. Όπως  σου  είπα,  όταν   έχουμε  χρήματα     όλα γίνονται.                                                                                                                                                                                             Θα δωροδοκήσομε τον πορτιέρη και θα μας βάλει σε όποια μεριά θέλουμε, ενώ με το συμβόλαιο που είχα, ποιος ξέρει σε ποια άκρη θα μας πέταγαν καθώς είμαστε και Εβραίοι.

Άντε από δω άντε από κει την έπεισε ο Εβραίος την Εβραία και όλα έγιναν μέλι γάλα.

Τώρα αν πήγαν η αν δεν πήγαν οι Τούρκοι στον Παράδεισο, κανένας δεν το ξέρει, πάντως ο Εβραίος θα πήγε σίγουρα με το φακελάκι, γιατί το φακελάκι πάντα είχε και έχει μεγάλη δύναμη το έρμο. .

 

Α  Ι  Σ  Κόκορος

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *