Το παραμύθι της ημέρας: Ο Χάδας, ο Χάϊδος κι η Χάϊδω

παραμύθι 3

Μια φορά κι ένα καιρό στην Μπανανία των ποιητών και των θρήνων, στα πράγματα έτυχε να βρίσκεται ο άρχοντας Χάϊδος. Ήταν ένας πολύ συμπαθητικός άρχοντας ο Χάϊδος, άσχετα αν οι Μπανανίτες είχαν αγανακτήσει μαζί του και δεν έβλεπαν την ώρα να τον ξεφορτωθούν και να τον στείλουν να καλλιεργεί αγγουράκια! Εμφανισιακά, η αλήθεια είναι πως δεν έμοιαζε και τόσο με άρχοντα, αλλά μάλλον θύμιζε ταβερνιάρη του παλιού καλού καιρού, έτσι χοντρούλης κι αρτσούμπαλος που ήταν ο καημένος. Κι εσωτερικά ήταν πονηρούλης και τσαχπινούλης, παρότι η φάτσα του παρέπεμπε σε καλοκάγαθο μπουνταλά.
Στον όχθη του αύλακα της Μπανανίας, οι προκάτοχοι του Χάϊδου πέταγαν ότι τους περίσσευε κι έτσι άρχισε να δημιουργείται εκεί ένας πολύχρωμος σουρεαλιστικός πίνακας που τον ονόμασαν «Χάδα».
Ο Χάϊδος είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και πίστευε πως είναι σουρεαλιστής καλλιτέχνης. Έτσι όταν ήρθε στα πράγματα, αντί ν’ ακυρώσει και να εξαφανίσει τον κακόγουστο αυτό πίνακα, τον “Χάδα”, όπως άλλωστε είχε υποσχεθεί στους Μπανανίτες, τον εμπλούτισε τόσο πολύ που όμοιός του δεν υπήρχε στους τόπους πέριξ της Μπανανίας! Και για να γίνει πιο γήινος και ακόμη πιο εντυπωσιακός, ανέθεσε σε δικούς του ανθρώπους (φυσικά με το αζημίωτο) να ανακατεύουν τον πίνακα, σε μια προσπάθεια να αναδείξουν τις φυσικές του (απωθητικές είναι η αλήθεια) μυρωδιές! Αυτό όμως ήταν που προσκάλεσε σμήνη από όρνια, που ήρθαν, εγκαταστάθηκαν κι έτσι συμπληρώθηκε το σουρεαλιστικό αυτό τοπίο…
Κάπως έτσι ο “Χάδας” κατέληξε να είναι το σημαντικότερο αξιοθέατο της Μπανανίας κι όλοι οι πρεσβευτές που αρμένιζαν στον αύλακά της, όχι μόνο θαύμαζαν το περίτεχνο αυτό δημιούργημα, αλλά το φωτογράφιζαν κιόλας και το έστελναν να κάνει το γύρο της οικουμένης αμέτρητες φορές!
Όλα τα ωραία πράγματα όμως (όπως και τα άσχημα άλλωστε) κάποτε τελειώνουν. Έτσι λίγο πριν λάβει σάρκα και οστά το «ουστ» των Μπανανιτών στον Χάϊδο και το όνειρό τους να τον δούνε να φυτεύει αγγουράκια γίνει πραγματικότητα, αυτός έστειλε (με το αζημίωτο πάντα) τους ανθρώπους του να καλύψουν τον “Χάδα” και να τον σβήσουν απ’ το χάρτη, ώστε να μείνει στη μνήμη των ανθρώπων σαν δικό του αποκλειστικά δημιούργημα και να μην μπορεί να το καπηλευτεί ο επόμενος άρχοντας και να το εμφανίσει σαν δικό του! Και μόλις οι άνθρωποί του ανέφεραν ότι «αποστολή εξετελέσθη», σαλτάρησε σε μια βάρκα, έβαλε και τρεις παρατρεχάμενους να καθίσουν στην άλλη μεριά της βάρκας, για να ‘ρθει στα ίσα της και να μην τουμπάρει και έπλευσε στον αύλακα για να επιθεωρήσει το έργο, που από σουρεαλιστικό έγινε πλέον σκέτη …αφαίρεση!

Εκείνο το καλοκαιρινό πρωϊνό, έτυχε να ξυπνήσει με πολύ άσχημη διάθεση η Χάϊδω η παραμυθατζού. Και σαν να μην της έφτανε ο λίγος και κακός ο ύπνος της προηγούμενης νύχτας, ένας φοβερός εφιάλτης που είδε, πως της έκαναν εμπάργκο από κάθε εξουσία, την έκανε να ξυπνήσει λουσμένη στον ιδρώτα! Στην προσπάθειά της λοιπόν να ηρεμήσει και να ξεχάσει τον απαίσιο εκείνο εφιάλτη, σκέφτηκε να πάρει μια βάρκα και να κάνει μια χαλαρωτική βόλτα στον αύλακα! Πήρε όμως μαζί της και την φωτογραφική της μηχανή, μην τυχόν και χρειαστεί να φωτογραφίσει κανένα δελφίνι ή καμιά περίεργη μαρίδα που θα νομίζει πως είναι δελφίνι και θα σαλτάει έξω απ’ το νερό!
Και κάπως έτσι κι εντελώς τυχαία βεβαίως-βεβαίως, η Χάϊδω συνάντησε τον Χάϊδο στον αύλακα και τον φωτογράφισε. Κι αφού έτυχε να τον φωτογραφίσει, τον ρώτησε «πως από δω;» κι έμαθε τα καθέκαστα! Κι αφού τα ‘μαθε, ε, άνθρωπος του παραμυθιού είναι, τα ‘γραψε κιόλας κι έτσι τα μάθαμε κι εμείς, όλως τυχαίως βέβαια!
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *