Η μάζωξη των οπλαρχηγών στου “Μαγεμένου”

Η μάζωξη των οπλαρχηγών στου «Μαγεμένου»

της Δέσποινας Καλέζου(*)

Η επανάσταση του 1821, το εθνικό μας ορόσημο, δεν ήταν ένα αιφνίδιο ξέσπασμα. Προηγήθηκαν πολλά και σημαντικά γεγονότα σε ιδεολογικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο που είχαν τη σφραγίδα μεθόδων αντίστασης ενάντια στον κατακτητή και φανερώνουν τον ασίγαστο πόθο του Έλληνα για την λύτρωση από τα δεινά του μακροχρόνιου δυνάστη, για εθνική αξιοπρέπεια και ανάσταση. Ανυπότακτες ψυχές, ηρωικές μορφές, άλλοτε με το σπαθί και άλλοτε με την πέννα τάχτηκαν στην κοινή υπόθεση, θυσίασαν τη ζωή τους και άναψαν την επαναστατική φωτιά, τον μεγάλο ξεσηκωμό.

Φθινόπωρο του 1806. Ο Αλή Πασάς μετά την κατάληψη της Πρέβεζας τον Νοέμβριο του 1806 και ύστερα από λίγο της Βόνιτσας, στοχεύει στην άλωση και της Λευκάδας.  Η προσπάθειά του αυτή αρχίζει από το 1798 και είναι μέρος του σχεδίου του να κυριαρχήσει σ΄ όλη τη Δυτική Ελλάδα. Στέλνει το στρατό του «εις δισμυρίους άνδρας» αναφέρει ο Βαλαωρίτης, πολύ μεγαλύτερη δύναμη απ΄ όλο σχεδόν τον πληθυσμό του νησιού την εποχή εκείνη, απέναντι στον Τεκέ. Πολλοί μιλούν για ασφυκτική πολιορκία του νησιού και ο κίνδυνος να πραγματοποιηθεί ο σκοπός του Αλή είναι ορατός.

Η κατάσταση ήταν πολύ κρίσιμη. Ο κόμης Γεώργιος Μοτσενίγκος παρακινεί τον πρύτανη της Λευκάδας Στυλιανό Βλασσόπουλο να λάβει δρακόντεια μέτρα για την υπεράσπιση του νησιού στις 2 Νοεμβρίου 1806 και συγχρόνως καλεί τον στρατηγό Ναμιζώφ και τον αντιναύαρχο (Νάριε;) να δώσουν οδηγίες στην στρατιωτική διοίκηση της Λευκάδας και τα απαραίτητα εφόδια για ισχυρή άμυνα.  Και η άμυνα έπρεπε να στηριχτεί σε έμπειρους στρατιώτες που θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τον εμπειροπόλεμο και οργανωμένο στρατό του Βελή Πασά και του Μουχτάρ που πάνοπλοι και ακροβολισμένοι στον Τεκέ περίμεναν το σύνθημα για την έφοδο. Οι ντόπιοι δεν είχαν ούτε τον κατάλληλο οπλισμό, ούτε την απαραίτητη πείρα. Αυτοί που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον Αλή ήταν οι αρματωλοί και οι κλέφτες και όσοι με οποιονδήποτε τρόπο είχαν έρθει σε ρήξη με τους Τούρκους που πράγματι ήταν πολλοί. Ήταν η ένοπλη δύναμη του υπόδουλου γένους την εποχή της τουρκοκρατίας, οι ανυπότακτοι που πήραν τα βουνά και αποτολμούσαν κάθε παράλογη ενέργεια εναντίον του ξένου δυνάστη.

Ο ίδιος ο Αλής συνειδητοποίησε, όπως αναφέρει ο Κασομούλης στο έργο του «Τα απομνημονεύματα των αγωνιστών», ότι στην προσπάθειά του να αυξήσει την εξουσία του θα εύρισκε εμπόδιο από τους αρματωλούς που είχαν όλη την εξουσία στα ορεινά μέρη.  Έτσι στις μέρες του Αλή, μέρες άγριες και απάνθρωπες, παρατηρείται μεγάλο ρεύμα φυγής προς τα Επτάνησα, από Σουλιώτες, καπεταναίους του Ξηρομέρου, του Βάλτου και των Αγράφων. Επιπλέον, επειδή η Λευκάδα ήταν πολύ κοντά και απέναντι από την Ακαρνανία, ήταν το καταφύγιο όλων αυτών που καταδιώκονταν από τους Τούρκους, των Βλαχαβαίων, του Κατσαντώνη, του Νικοτσάρα και πολλών άλλων αργότερα.

Η διοίκηση της Ιόνιας Πολιτείας γνώριζε την όλη κατάσταση και με επιστολή της ανέθεσε την οργάνωση όλων αυτών των φυγάδων και των διωγμένων στον πρώην επίσκοπο Άρτης Ιγνάτιο τον επικαλούμενο Ουγγροβλαχία, με κύρια αποστολή του να οργανώσει την άμυνα του νησιού με τους αρματωλούς και κλέφτεςκαι να βοηθήσει των ντόπιο στρατό. Ο Ιγνάτιος 11 χρόνια επίσκοπος Άρτας, αγωνίστηκε να περιορίσει τις αρπακτικές διαθέσεις του Αλή, αντιστάθηκε και κινδύνεψε. Μετά την καταστροφή του Σουλίου και τις ανηλεείς σφαγές της Πρέβεζας, διαμαρτυρήθηκε έντονα, κινδύνεψε και κατέφυγε στην Κέρκυρα, όπου συνδέθηκε στενά με τον Γεώργιο Μοτσενίγκο, Ιωάννη Καποδίστρια και τον στρατηγό Εμμανουήλ Παπαδόπουλο, που ήταν ο αρχηγός των ελληνικών ταγμάτων για την άμυνα της Επτανήσου. Στην Κέρκυρα υπήρξε το επίκεντρο μιας πατριωτικής κίνησης εναντίον των Τούρκων με ξερριζωμένους Σουλιώτες και άλλους καταδιωγμένους.

Την όλη αυτή δράση του την εκτίμησε ο κόμης Μοτσενίγκος και τον έκρινε ως τον πλέον κατάλληλο για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Μάλιστα εκδίδει εγκύκλιο που στάλθηκε στους καπεταναίους της Ηπείρου και της Ελλάδας με την οποία πρόβαλλε,  όπως αναφέρει ο Εμ. Πρωτοψάλτης το όνομα του Ιγνατίου σαν δόλωμα για την προσέλκυση των Ελλήνων και την εξέγερσή τους. Τα ίδια έγραφε και ο στρατηγός Εμ. Παπαδόπουλος από την Κέρκυρα στις 15 Μαρτίου 1807, όταν απευθύνονταν στους καπεταναίους της Ελλάδας και της Ηπείρου, όταν τους παρακινούσε να εξεγερθούν εναντίον των Τούρκων.

Ο Ιγνάτιος έφθασε στη Λευκάδα τον Μάρτιο του 1807. Ήταν επικεφαλής σώματος από Ηπειροσουλιώτες, που ήταν διασκορπισμένοι σαν φυγάδες στην Κέρκυρα, την Ήπειρο, την Στερεά και τη Λευκάδα, μετά την καταστροφή του Σουλίου, της Πρέβεζας και της Βόνιτσας. Αρχηγός τους ήταν ο Ιωάννης Μπουκουβάλας, άλλοτε πρωτοπαλλήκαρο του Στάθα και γνωστός απ΄ τα Ορλωφικά, ο Γεώργιος Στράτος με τον αδερφό του από το αρματωλίκι του Βάλτου, ο Κώστας Πουλής, ο Μητσο-κοντογιάννης και άλλοι. Στη Λευκάδα βρισκόνταν και άλλοι κλεφτο-αρματωλοί. Ο Μαχαιράς αναφέρει τον Φώτο Τζαβέλλα, τον Νότη Μπότσαρη, Χριστάκη Καλόγερο, Δράκο Γρίβα, Χριστόφορο Περαιβό, Νάσο Ζέρβα και πολλούς άλλους. Τον Ιγνάτιο δέχτηκε στη Λευκάδα ο Μητροπολίτης Παρθένιος Κονιδάρης, ψυχή της άμυνας της Λευκάδας, που ακούραστος δραστηριοποιούνταν στην πόλη και στα χωριά για την οργάνωσή τους.

Όπως ήταν διαμορφωμένη η κατάσταση, με την απειλή του Αλή απέναντι στην Ακαρνανία, επιβαλλόταν να περιφρουρηθούν τα ανατολικά παράλια του νησιού. Στου Μαγεμένου φαίνεται να ήταν εγκατεστημένο στρατόπεδο, γιατί εκεί έγινε η συνάντηση του Καποδίστρια με τους κλεφτο-αρματωλούς. Η τοποθεσία ήταν η καλύτερη και για ζητήματα τροφοδοσίας από τα μετόχια του Σωτήρος, Αγίου Νικολάου, Αγίων Πατέρων και Εισοδίων στην Ακόνη, του Μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου Αλεξάνδρου.

Πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα πήρε η οχύρωση του νησιού από την στιγμή που η Ιόνιος Γερουσία με απόφασή της έστειλε τον Ιωάννη Καποδίστρια σαν ειδικό απεσταλμένο για την πρόνοια και οχύρωση του. Ο Καποδίστριας θα έρθει στη Λευκάδα στις 27 Μαΐου 1807 με έκτακτες εξουσίες. Θα φέρει μαζί του και τον Γάλλο μηχανικό Μισσώ. Μαζί του έφθασας 300 Ρώσοι στρατιώτες τυφεκιοφόροι και μερικοί πυροβολητές, ενώ λίγο μετά των ερχομό του πιθανώς να ήρθαν και Κερκυραίοι εθελοντές.

Εν τω μεταξύ η κατάσταση στη Λευκάδα ήταν πάρα πολύ κρίσιμη. Ο Αλής απέναντι στην Ακαρνανίαδεν υπήρχε τώρα ράχη, καθώς υπερβολικά γράφει η Γιούργα Σεττίνη στην πρώτη επιστολή της, όπου να μην είχε οικοδομήσει καστέλλι και να μην είχε εγκαταστήσει πυροβόλα, ενώ το μικρό Λευκαδίτικο Κάστρο του Αλεξάνδρου που βομβαρδίζονταν συνεχώς από τέσσερα πυροβόλα και μια μπομπάρδα απ΄το απέναντι φρούριο του Αγίου Γεωργίου που το χειρίζονταν Γάλλοι πυροβολητές, είχε πάθει τέτοιες ζημιές, ώστε η στρατιωτική διοίκηση της Λευκάδας στα τέλη Μαΐου αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει και να μεταφέρει από κει  τη φρουρά και το πολεμικό υλικό στον Άγιο Παντελεήμονα στις Κάτω Αλυκές.

Ο πιο κρίσιμος μήνας ήταν ο Ιούνιος του 1807. Ο Αλής είχε κατέβει στην Πρέβεζα και είχε συγκεντρώσει 7.000 Αλβανούς στο Μύτικα Πρέβεζας, στην Πρέβεζα, στο Άκτιο και στα απέναντι από τη Λευκάδα οχυρά και περίμενε άλλες τέσσερις χιλιάδες για να επιτεθεί. Η αποβατική επιχείρηση θα γινόταν, όπως όλα έδειχναν, στον Αλέξανδρο. Οι κάτοικοι και οι αρχές ανησυχούσαν πολύ. Ο στρατηγός Παπαδόπουλος που είχε φθάσει στο νησί στις 27 Ιουνίου και ο Καποδίστριας, με συντονισμένες προσπάθειες οργάνωναν όσο το δυνατόν καλύτερα την άμυνα και εμψύχωναν τους κατοίκους. Συγχρόνως ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος και ο Καποδίστριας ζητούσαν επειγόντως βοήθεια από την Κέρκυρα, την Ιθάκη και τον Κάλαμο, ενώ δεν σταμάτησαν να έρχονται ενισχύσεις απ΄ όλα τα Επτάνησα. Προς το τέλος Ιουνίου του 1807 αναφέρεται ότι είχαν συγκεντρωθεί στις θέσεις Μύλοι της Γύρας και Σέττε (μπροστά στο Κάστρο της Αγίας Μαύρας) μικρά και μεγάλα πολεμικά πλοία και ότι αναμένονταν και άλλα απ΄ την Κέρκυρα με στρατό και γίνονταν λόγος για σχέδιο επιθετικών ενεργειών κατά του Αλή.

Η μάζωξη των οπλαρχηγών στου «Μαγεμένου»

Η κα Καλέζου ενώ εκφωνεί τον πανηγυρικό της ημέρας στην εκδήλωση με το συμβολικό φύτεμα καρυδιάς στο σημείο με την αναμνηστική στήλη για το γεγονός, στου “Μαγεμένου” της Νικιάνας, στις 26 -3- 2017.

Μέσα σ΄ αυτήν την κρίσιμη κατάσταση στις 5 ή 6 Ιουλίου 1807, αποβιβάστηκαν στη Λευκάδα στην θέση «Μαγεμένου» πάνω από 400 κλέφτες που πολεμούσαν ως τότε στα νώτα του Αλή, με επικεφαλής τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κατσαντώνη. Έρχονταν καλεσμένοι για να βοηθήσουν στην άμυνα του νησιού. Την επομένη του ερχομού τους, στον χώρο που αποβιβάστηκαν και στρατοπέδευσαν έγινε συμπόσιο στο οποίο παρακαθίσανε  μαζί με τον Καποδίστρια, τον Ιγνάτιο Άρτης, τον στρατηγό Εμ. Παπαδόπουλο και πιθανώς της ντόπια Διοίκηση, πολλοί από τους διασημότερους κλέφτες της ηρωικής εκείνης εποχής με τα παλληκάρια τους. Το συμπόσιο αυτό έδωσε την ευκαιρία για ενθουσιώδεις πατριωτικές εκδηλώσεις. Την συγκέντρωση στου Μαγεμένου περιγράφει ο ίδιος ο Καποδίστριας στην από 10-8-1807 αναφορά του στην Κυβέρνηση:

«Ο σεβασμιώτατος Ιγνάτιος, μολονότι επισφαλούς υγείας, πήγε στην εξοχή στη θέση που λέγεται Μαγεμένο και κατασκήνωσε κάτω από τα δένδρα που είναι εκεί, ανάμεσα στους ανδρείους οπαδούς του, που ξεπερνούσαν τους 400. Η μέρα ήταν ωραιοτάτη. Καθισμένοι κάτω από την πλατειά σκιά μιας φουντωμένης καρυδιάς, ο σεβασμιώτατος Ιγνάτιος, ο στρατηγός Παπαδόπουλος και εγώ, περιτριγυριστήκαμε από τους Έλληνες καπεταναίους και μάλιστα τον συνετό και ανδρείο Μπότσαρη, τον φοβερό Κατσαντώνη και μερικούς άλλους,  που δεν είναι εύκολο να συγκρατήσει κανείς τα όχι συνηθισμένα ονόματά τους. Αυτό τον πρώτο κύκλο πλαισίωναν οι υπόλοιποι, σε κύκλο επίσης καθισμένοι. Περάσαμε το πρωί ακούοντας  από τους πιο εύγλωττους την διήγηση των κατορθωμάτων τους, που την ακολούθησε ένα γεύμα, που είχε όλα τα χαρακτηριστικά των ηρωικών συμποσίων που έψαλλε ο Όμηρος και τέλος τη μουσική, το τραγούδι και τον χορό…»

Εκεί ανάμεσα στους αρματωλούς και κλέφτες, ο Καποδίστριας εκστατικός και ενθουσιασμένος ένιωσε να τον πλημμυρίζει η Μεγάλη Ιδέα, ένιωσε να βιώνεται μέσα του η ιδέα της ελευθερίας, εκεί ενσαρκώνονταν ο ασίγαστος πόθος, η ακοίμητη ελπίδα για τον λυτρωμό της Πατρίδας. Και όπως αναφέρει ο Μαχαιρίτσας, «εν τω συμποσίω εκείνο ο Καποδίστριας ο οποίος κατείχε τιμητικήν θέσιν, καταληφθείς υπό πατριωτικού ενθουσιασμού ηγέρθη και απηύθυνε προς τους συνηγμένους εκεί εκ τόσων περιοχών της Ελλάδος πολεμιστάς, ενθουσιώδη προσφώνησιν, τονίσας ότι εν ουκ απομακρυσμένω μέλλοντι η σάλπιγξ της Πατρίδος θα καλέσει αυτούς, ίνα χύσουν και την τελευταίαν ρανίδα του αίματός των υπέρ σκοπού πολύ σπουδαιότερου εκείνου, δι όν είχον συναθροιστεί εν Λευκάδι. Εκείνοι δε εγερθέντες και υψώσαντες γυμνά τα ξίφη ώμοσαν επί της ωραίας εκείνης ακτής της Λευκάδος τον πρώτον φοβερόν όρκον της Παλιγεννεσίας».

«Και τότε – γράφει ο Βαλαωρίτης- ο Καποδίστριας συγκινηθείς μέχρι δακρύων ενηγκαλίσθη και ησπάσθη αδελφικών όλους, μάρτυρες δε αυτόπται της ωραίας σκηνής εβεβαίουν ότι είδον κλαίοντα τα κεραυνοβόλα όμματα των γενναίων Ελλήνων οπλαρχηγών και ηκούοντο μακρόθεν από τα λογγομένα στήθη των λεόντων εκείνων οι βροντώδεις παλμοί της καρδίας των».

Σε τούτο τον πανέμορφο χώρο στήθηκε ένα ηρωικό σκηνικό, ένα σκηνικό εθνικού μεγαλείου. Γίγαντες του Ελληνισμού αδελφωμένοι, με υψηλή συναίσθηση της ευθύνης απέναντι στις δύσκολες στιγμές της Πατρίδας, πολιτικοί, στρατιωτικοί και ιερωμένοι, με σκέψη και ψυχή και κυρίως με συναίσθημα έκαναν το χώρο τούτο ιερό σύμβολο ομοψυχίας και ομόνοιας για την αντιμετώπιση χαλεπών καιρών.

Στους χαλεπούς καιρούς που περνά σήμερα το Έθνος μας σε όλα τα επίπεδα, πολιτικό, ηθικό, οικονομικό και προπάντων εθνικό, ας γίνει τούτο το Συμπόσιο έναυσμα  για έντονο προβληματισμό για όλες, τις παντός είδους δυνάμεις του τόπου μας, ώστε να θέσουν το «εγώ» στην υπηρεσία του «εμείς», το ατομικό συμφέρον στην υπηρεσία του συλλογικού και αδελφωμένοι, ο καθένας από τον χώρο που υπηρετεί, με συνεργασία, ομόνοια και υπευθυνότητα να δώσουν δυναμικό παρών στον πιο δύσκολο εθνικό μας αγώνα.

*****

(*) Σημείωση Σύνταξης: Η κυρία Δέσποινα Καλέζου είναι  γνωστή φιλόλογος και συγγραφέας  που υπηρέτησε σαν καθηγήτρια επί πολλές δεκαετίες στα σχολεία της Λευκάδας, ενώ τα τελευταία χρόνια, εκτός της συγγραφής βιβλίων (κυρίως ιστορικού περιεχομένου) είναι και πρόεδρος του Συλλόγου Πολιτικών Συνταξιούχων Νομού Λευκάδας. Το παραπάνω άρθρο της αποτέλεσε και τον “πανηγυρικό της ημέρας” στην εκδήλωση της 26ης Μαρτίου 2017, με το φύτεμα μιας καρυδιάς στον τόπο  μάζωξης των οπλαρχηγών το 1807 και δημοσιεύεται για πρώτη φορά, με την ευκαιρία των εκδηλώσεων που θα γίνουν στην Νικιάνα σήμερα (Σάββατο 14-7-2018). 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *