Ο Φώτης, εγώ και τα παθήματά μας…

Ο Φώτης, εγώ και τα παθήματά μας…

Απ΄ τα “ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΚΙ ΑΞΕΧΑΣΤΑ”

του Ανδρέα Σταύρακα

Με το Φώτη είμαστε από το ίδιο χωριό. Σαν παιδιά δεν κάναμε παρέα γιατί ο Φώτης ήταν παλαιότερης κοπής, ήταν  της δεκαετίας του είκοσι και εγώ της δεκαετίας του τριάντα και στα παιδιά η διαφορά ηλικίας είναι αισθητή. Ο Φώτης έπαιζε με τα παιδιά της ηλικίας του και εγώ με τα παιδιά της δικιάς μου ηλικίας .

Ο Φώτης ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας και μοναχογιός , η χαρά της μάνας και προπαντός του πατέρα του, του  μπάρμπα Αντρέα της Ζαβερδινιάς. Αυτό ήταν το παρατσούκλι του επειδή η μάνα του ήταν από τη Ζαβέρδα, η οποία ύστερα από τρεις κοπέλες απόκτησε αγόρι.

Ο μπάρμπα Αντρέας εκτός από τα λίγα κτήματα που είχε, έκανε και μικρεμπόρια. Ήταν έξυπνος και καλός άνθρωπος και αγαπητός σε όλους . Το Φώτη δε τον είχε με όλα του τα καλούδια, αφού αρσενικό παιδί ύστερα από τρεις κοπέλες ήταν δώρο Θεού .

Όταν ο Φώτης τελείωσε το Δημοτικό, ο πατέρας του  τον έστειλε στην Πόλη να μάθει επιπλοποιός.

Κάθισε κάμποσα χρόνια και αφού « αποφοίτησε » γύρισε στο χωριό και άνοιξε επιπλοποιείο, δίπλα στο σημερινό Δημαρχείο, στο μαγαζί του Ματαγιά. Ήταν η εποχή που η μόδα καταργούσε τα σκαλιστά έπιπλα, τους κομμούς και τα σκρίνια και έφτιαναν ντουλάπες και σιφονιέρες, βάζοντας τέσσερα σανίδια και δυο κόντρα πλακέ! Και αυτά τα έλεγαν έπιπλα….

Να σκεφθείτε πως κάποια φορά που περνούσε έξω από το επιπλοποιείο του Φώτη ο μπάρμπα Κωνσταντής ο Τσούλος, που το αστείο το είχε ψωμοτύρι καιείδε πολλά τέτοια μισοτελειωμένα έπιπλα έξω, σταμάτησε, ακούμπησε στο μπαστουνάκι του και λέει στο Φώτη δείχνοντας του ένα από  δαύτα: «Πόσο κάνει ένα τέτοιο κασόνι Φώτη μου;»

Ο Φώτης παραξενεύτηκε και σκέφτηκε μήπως δεν καλοβλέπει οπότε του λέει: «Δεν είναι κασόνι   μπάρμπα Κωνσταντή, είναι ντουλάπα». Και τον ρώτησε:

-Γιατί δουλειά το θέλεις μπάρμπα Κωνσταντή;

-Το ήθελα παιδί μου να τεκιάζω άχυρο για να ταΐζω τα ζώα το χειμώνα και με το μπαστουνάκι του, κουτσός όπως ήταν, αναχώρησε ικανοποιημένος που είχε κάνει το αστείο του.

Εγώ τότε μόλις είχα τελειώσει το Δημοτικό και πήγα στο βαρελοποιό του θείου μου του Επαμεινώντα του Γλένη, που ήταν απέναντι απ΄ τον Άγιο Νικόλαο, να μάθω βαρελάς. Κάθισα κάμποσα χρόνια και ύστερα άνοιξα δικό μου μαγαζί.

Μετά από λίγο καιρό έφυγα και πήγα στα Γιάννενα για « μεταπτυχιακό » στα κουφώματα. Αφού τελείωσα με «λίαν καλώς» όπως μου είπε ο «Δάσκαλός» μου έφυγα. Πτυχίο βέβαια δεν μου έδωσε, δεν είχε φτιαχτεί ακόμη η  «ΣΟΦΤΕΞ » και τα χαρτιά τότε ήταν είδος πολυτελείας, αφού δύο ξεροσαρδέλες και λίγο ψωμάκι μου τύλιγε σε δύο αμπελόφυλλα η γιαγιά, όταν με έστελνε να βοσκήσω τη γίδα.

Όταν γύρισα από τα Γιάννενα έφτιαξα στη πόλη μια βιοτεχνία γύρω από το ξύλο, ο δε Φώτης που είχε κληρονομήσει  από τον πατέρα του το εμπορικό « μικρόβιο», άφησε τα έπιπλα και ήρθε στη χώρα να κάνει τον έμπορα σε οικοδομικά υλικά.

Ομολογώ πως έγινε ο φόβος και ο τρόμος στους τότε εμπόρους του νομού και όχι μόνο, αγόρασε αυτοκίνητο και πήγαινε τα εμπορεύματα σε όλα τα χωριά της Λευκάδας και σε πολλά χωριά της Ακαρνανίας.  Έκανε μαγαζί και στην Καρυά και βοήθησε πολλούς συγγενείς του , δίνοντας τους δουλειά και όχι μόνο.

Έτσι γνωρίστηκα καλύτερα με το Φώτη και γίναμε φίλοι , κάναμε παρέα και όσο περνούσε ο καιρός τόσο ανακάλυπτα τα χαρίσματα του χαραχτήρα του, που ήταν, μπεσαλής και ανοιχτοχέρης. Πάντα προσπαθούσε να ευχαριστήσει την παρέα του και τη δραχμή που είχε έπρεπε να τη μοιραστεί με όλους! Ποτέ δεν έλεγε όχι σε όποιον του ζητούσε τη βοήθεια του, προπαντός ως εγγυητής στις τράπεζες όπου πήγαινε με προθυμία σε όποιον του το ζητούσε, γιατί ως έμπορας ήταν πελάτης στις τράπεζες και αρκετά φερέγγυος. Πολλές φορές πλήρωνε ο ίδιος όταν ο δανειολήπτης αδυνατούσε να πληρώσει , αν και ως ανταμοιβή από πολλούς εισέπραξε μόνο αχαριστία.

Όταν είχαμε δουλειές στην Αθήνα κανονίζαμε και πηγαίναμε μαζί . Γυρίζαμε το πρωί στις δουλειές μας και το μεσημέρι σμίγαμε στην Ομόνοια , γύρα από την οδό Δώρου που ήταν τα πατσατζίδικα ,μπαίναμε και τρώγαμε μοσχαροπόδαρα με λεμόνι και πιπέρι που ήταν πολύ νόστιμα κι ύστερα  πηγαίναμε σε κάποιο σινεμά.

Ένα απόγευμα ο Φώτης μου είπε πως ήθελε να πάει στον γιατρό τον Αραβανή να κάνει ένα τσεκ-απ στην καρδιά του. Μάλλον είχε μάθει πως ο γιατρός θα έφτιαχνε σπίτι στο Μερτάρι και ήθελε να τον πλησιάσει. Πήγαμε μαζί, τον κοίταξε ο γιατρός με σχολαστικότητα του έβγαλε και καρδιογράφημα, δεν είχε τίποτα . Κατόπιν φέραμε την κουβέντα για το σπίτι που θα έφτιαχνε ο γιατρός στο Μερτάρι, του είπε βέβαια ο Φώτης πως πουλάει οικοδομικά υλικά, μεταξύ μας άλλωστε γι’ αυτό πήγαμε.

Αφού τελειώσαμε τη συζήτηση, ο Φώτης του ζήτησε να του συστήσει κάποιον νεφρολόγο επειδή τον πόναγε το νεφρό του… Ο γιατρός δεν κατάλαβε και του έδωσε την κάρτα ενός νευρολόγου.

Φύγαμε, πήραμε ένα ταξί του δώσαμε τη διεύθυνση και μας πήγε στο νευρολόγο. Μπήκαμε στο ιατρείο καθίσαμε στο σαλόνι και όταν ήρθε  η σειρά μας βγήκε μια μεγαλόσωμη  γυναίκα, σαν τη Γιανάκου και μας φώναξε να μπούμε. Εγώ κάθισα στο χωλ. Ο Φώτης μπήκε στον γιατρό κι όπως η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, είδα που τον έβαλε σε μια πολυθρόνα, πήρε ένα σφυρί και άρχισε να του χτυπάει τα γόνατα και τους αγκώνες.

Ο Φώτης του έλεγε, γιατρέ το νεφρό με πονάει, αυτός το χαβά του. Τον κοίταζε μ΄ ένα καλαμάκι στα μάτια, του εξέταζε τη γλώσσα,  ώσπου ο Φώτης διαμαρτυρήθηκε έντονα.                                     Ο γιατρός φώναξε τη μεγαλόσωμη γυναίκα κι αυτή πήρε το Φώτη και τον πέρασε σε κάποιο δωμάτιο που είχε στα παράθυρα κάγκελα κι έκανε νόημα σε μένα να πλησιάσω. Όταν πήγα κοντά με ρώτησε να του πω τι συμπεριφορά παρουσιάζει ο ασθενής, αν κάνει καυγάδες και πόσες φορές την ημέρα.

Τότε κατάλαβα πως πέσαμε σε τρελογιατρό και του εξήγησα πως πονούσε το νεφρό του και είπε στον κύριο Αραβανή να του συστήσει κάποιον νεφρολόγο. Εκείνος όμως δεν  θα κατάλαβε και μας έστειλε σε σας.Τότε φώναξε το Φώτη και του είπε , γιατί δεν μου είπες από την αρχή πως σου πονάει το νεφρό;              Ο Φώτης του είπε: Γιατρέ μου όλο αυτό σου έλεγα, αλλά εσύ νόμιζες πως είμαι τρελός… Τελικά πλήρωσε ο Φώτης και φύγαμε .

΄Μια άλλη φορά που βρεθήκαμε με το Φώτη στην Αθήνα, ήταν Σάββατο και ψάχνοντας ο Φώτης τις τσέπες του να βρει κάποιο χαρτί, βρήκε μια πρόσκληση ενός συνεργάτη του που θα παντρεύονταν το εκείνη την ημέρα. Η πρόσκληση ήταν για δυο άτομα, δεν είχαμε που αλλού να πάμε κι αποφασίσαμε να πάμε στο γάμο μαζί.

Το απόγευμα πήραμε ένα ταξί και μας πήγε στη Γλυφάδα , στην Εκκλησία που θα γινόταν ο γάμος .

Εκεί βρήκαμε πολλούς γνωστούς , οι πιο πολλοί χωριάτες όπως εμείς, έγινε το Μυστήριο και αργά το βράδυ πήγαμε στο ξενοδοχείο που θα γινόταν η δεξίωση.

Όταν σταμάτησε το ταξί και μας έδειξε ο ταξιτζής το πολυτελές εκείνο ξενοδοχείο, τον ρωτήσαμε μήπως έκανε λάθος, του δείξαμε την πρόσκληση και ήταν πραγματικά αυτό που έγραφε η πρόσκληση .

Ανεβήκαμε τέσσερα πέντε σκαλιά, που ήταν στρωμένα με πολύχρωμα χαλιά και στην είσοδο ένας «στρατάρχης» σαν τον Παπάγο, μας ζήτησε την πρόσκληση. Αφού του την δώσαμε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση σαν τις μετάνοιες που κάναμε στις αγρυπνιές  και περάσαμε μέσα.

Αυτό το θέαμα δεν το είχα ξαναδεί , τι πολυτέλεια ,τι πολυέλεοι , στο βάθος μια αίθουσα σαν την πλατεία Συντάγματος στρωμένη με χαλιά,  που όταν μπήκαμε χωθήκαμε ως το γόνατο. Τα τραπέζια ήταν στρωμένα με κεντημένα τραπεζομάντιλα, δεν είχαν βέβαια την ομορφιά που έχουν οι βελέντζες που στρώνουμε στα σπίτια μας ή τα μεσάλια με την Καρσάνικη βελονιά και την φραντσέτα πλεγμένη με το αγκυρίδι» .

Μπήκαμε δειλά- δειλά και καθίσαμε, ενώ κάποιος ψηλός κύριος που φορούσε μαύρο μακρύ γιλέκο κι έμοιαζε  σαν αυτούς που παίζουν στα έργα τρόμου, μας παρακολουθούσε παράξενα .

Έρχεται ο σερβιτόρος και μας ρώτησε τι θα πιούμε, «κρασί μαύρο μπρούσκο» του λέει ο Φώτης. «Τι είναι αυτό κύριε;» τον ρωτάει ο σερβιτόρος, «μαύρο να μην είναι γλυκό», του λέει ο Φώτης.

Φεύγει ο σερβιτόρος και γυρίζει μ΄ έναν κουβά που γυάλιζε και μέσα είχε ένα μπουκάλι τυλιγμένο με μια μπόλια σαν μικρό παιδί. Μας γέμισε τα ποτήρια κι έφυγε.

Σε λίγο ήρθε ένα ζευγάρι και μας είπε πως οι θέσεις που καθόμαστε ήταν δικές τους, ο ψηλός κύριος που μας κοίταζε από την αρχή περίεργα ήρθε σαν αστραπή, έσκυψε στο αφτί του Φώτη και του ψιθύρισε κάτι. Ο Φώτης έβγαλε την  πρόσκληση και του την έδειξε και τότε του είπε ψιθυριστά πως κάναμε λάθος στην αίθουσα.

Σηκωθήκαμε, μας έβγαλε από μια μικρή πόρτα και μας παρέδωσε σ΄ ένα νεαρό μαζί με την πρόσκληση. Αυτός μας έβαλε σε ένα ασανσέρ χωρίς να μας πει τίποτα. Τότε τον ρώτησα εγώ τι συμβαίνει και μου είπε πως η δικιά μας η δεξίωση ήταν στο ισόγειο, εδώ είναι η δεξίωση του βιομηχανικού επιμελητηρίου.

Αν μας έδινε μια κουμπουριά θα ήταν καλύτερα! Τι ντροπή, τι ρεζιλίκι! Βγήκαμε από το ασανσέρ και μας έδειξε ο νεαρός την αίθουσα, αλλά εμείς καθίσαμε σε ένα καναπέ στενοχωρημένοι και αναρωτιόμαστε αν μας είχαν βγάλει καμιά φωτογραφία και την έβαναν στις εφημερίδες, με τι μούτρα θα εμφανιζόμαστε στο χωριό μας.

Εμείς τότε είχαμε ξεχωριστά καφενεία, άλλα οι δεξιοί, άλλα οι αριστεροί. Ο Φώτης κάποτε ήταν στην  «ΕΠΟΝ», εγώ ήμουν «Αετόπουλο» και με τους βιομηχάνους είχαμε μεγάλα νιτερέσα! Τι θα λέγαμε στους συναγωνιστές μας και πως θα δικαιολογούσαμε την παρουσία μας ανάμεσα στους βιομήχανους;

Ενώ κάναμε αυτές τις κουβέντες, ακούμε από την αίθουσα τα βιολιά που έπαιζαν « ιτιά- ιτιά, μόσχο ιτιά ». Αμέσως λησμονήσαμε τις πολιτικές μας υποχρεώσεις και μπήκαμε στην αίθουσα.

Εκεί βρήκαμε το στοιχείο μας ,η υποδοχή ήταν πρωτοφανής, καθίσαμε σε ένα πλούσιο τραπέζι που είχε και του πουλιού το γάλα που λένε, ενώ το κέφι ήταν το κάτι άλλο. Οι γυναίκες φορούσαν μίνι και αυτές που είχαν ίσια πόδια και αυτές που είχαν στραβά, έτσι ήταν η μόδα τότε και η μόδα είναι σαν τη γρίπη των πουλερικών, που ψοφάνε και οι κότες που έχουν ίσια πόδια και αυτές που έχουν στραβά .

Καθίσαμε μέχρι τις δύο το πρωί. Αφού χορέψαμε όλους τους χορούς, σηκωθήκαμε, αποχαιρετίσαμε και φύγαμε.

Περνώντας από την αίθουσα που γίνονταν η δεξίωση  των βιομηχάνων, ακούσαμε να παίζει η ορχήστρα άνοστα εισαγόμενα τραγούδια, αυτά που είναι μακαρόνια “καρμπονάρα”.                                Ρίξαμε μια ματιά και είδαμε να κουνιόνται άνθρωποι, μακριά ο ένας από τον άλλον με τα χέρια κατεβασμένα σαν παράλυτα λες και έκαναν αγγαρεία. Τότε σκέφτηκα πως αυτόν τον πολιτισμό της υποκρισίας  θα προείδε ο Φρόιντ και είπε  πως « ο πολιτισμός είναι πηγή δυστυχίας».

Βγήκαμε έξω, φωνάξαμε ένα ταξί και επήγαμε κατευθείαν για ύπνο, ενώ την άλλη μέρα φύγαμε για τη Λευκάδα .

Το άλλο απόγευμα βγήκαμε στο παζάρι σαν τις βρεγμένες γάτες. Περάσαμε διστακτικά από τα γραφεία του κόμματος,  ευτυχώς κανένας συναγωνιστής  δεν είχε μάθει πως βρεθήκαμε ανάμεσα στους βιομηχάνους κι έτσι ανακουφιστήκαμε μεν κάπως, αλλά έμεινε ένα βάρος στη συνείδηση μας για το «αμάρτημά» μας εκείνο.  Και είναι η πρώτη  φορά που το αναφέρω, αφού είδα πως και οι πιο φανατικοί σύντροφοι, έγιναν γυρολόγοι της πολιτικής και σύμβουλοι των βιομηχάνων και των εφοπλιστών .

 

 

Α  .  Ι  .  Σ  .  Κόκορος  .  

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *