Ο Πύργιας κι η φάρσα

Ο Πύργιας κι η φάρσα

του ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΑΥΡΑΚΑ

(Απ΄τα “Λησμονημένα κι αξέχαστα)

Η τσιγκουνιά είναι ασθένεια, δεν είναι μεταδοτική είναι κληρονομική, ο τσιγκούνης είναι όπως ο φιλάργυρος, δεν αγαπάει τον πλούτο για τα οφέλη που δίνει, αλλά για τον πλούτο .

Ο Πύργιας, έτσι τον αποκαλούσαν όσοι τον ήξεραν και τον έλεγαν έτσι γιατί η πύργια είναι το χωνί που γιομίζομε τα μπουκάλια, ενώ η εισαγωγή τους είναι μεγάλη η εξαγωγή τους είναι μικρή.  Έτσι λοιπόν κι ο Πύργιας, όταν ήτανε να πάρει τα ήθελε όλα, όταν ήτανε να δώσει τα έβγαζε με το τσιγκέλι .

Την ασθένεια αυτή ο Πύργιας την είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, που ήθελε να στερήσει το υστέρημα του άλλου για να αυγατίσει το δικό του πλεόνασμα. Από μικρό παιδί ο Πύργιας εργαζόντανε στο μαγαζί του πατέρα του και έμαθε όλα του τα κουσούρια .

Όταν μεγάλωσε ο Πύργιας παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά. Κάθε Κυριακή βράδυ λοιπόν έπαιρνε τα παιδιά του και τη γυναίκα του και πήγαιναν στην πλατεία . Στο βάθος δεξιά ήταν το καφενεδάκι της γυναίκας του Πούλου, που είχε ωραία και μεγάλα γαλακτομπούρεκα και σε καλή τιμή. Παράγγελνε πέντε γαλακτομπούρεκα κι  η Πούλαινα που ήξερε,  του τα σερβίριζε με μπόλικο σιρόπι. Αφού έτρωγαν τα γλυκά κάθονταν κάμποση ώρα, ύστερα φώναζε την Πούλαινα της έκανε κάποιες παρατηρήσεις όπως το συνήθιζε, πλήρωνε το λογαριασμό  εκατό  δραχμές και έφευγαν .

Ο Τριαντάφυλλος που συχνά κάθονταν δίπλα στην καφετερία « ΣΑΠΦΩ», άκουγε κι έβλεπε τον Πύργια που όλο γκρίνιαζε. Πότε πως είναι τα κομμάτια μικρά, πότε πως είναι λίγο το σιρόπι και τα παζάρια που έκανε όταν θα πλήρωνε και απορούσε με την υπομονή της Πούλαινας.

Ο Πύργιας κάθε πρωί έβγαινε στην πλατεία του Αγίου Μηνά, δεξιά απ΄ το άγαλμα του γιατρού του Γρηγόρη, που ήταν το καφενείο του Κολομπούρη. Ακουμπούσε το ένα του πόδι στον τοίχο και το άλλο κατά γης σαν τον πελαργό και περίμενε τους χωριάτες  που κάθε πρωί έφερναν και πουλούσαν αγροτικά προϊόντα, όπως αυγά, κοτόπουλα,  σταφύλια,  αχλάδια, μύγδαλα, καρύδια , κ.τ.λ . Τους πλησίαζε και αφού επιστράτευε όλα του τα κομπλιμέντα «τι κάνς κμπάρε, τι κάν-νε τα παιδιά;» κι ας μην ήξερε αν έχει παιδιά ο δόλιος ή ήταν άκληρος, αγόραζε με χίλια δυο παζάρια διάφορα αγαθά, άλλα για το σπίτι κι άλλα για το μαγαζί του και έφευγε.

Ο Τριαντάφυλος περνούσε εκείνο το πρωί, όπως κάθε μέρα, μπροστά από το καφενείο του Κολομπούρη για να πάει στο γραφείο του. Τον φώναξε κάποιος και κάθισε στην παρέα που ήταν τρεις-τέσσαροι να πιεί καφέ και όταν είδε τον Πύργια ακουμπισμένο στο τοίχο όπως τον πελαργό, του ήρθε η ιδέα να κάνει τη φάρσα του.

Τότε ήταν που είχε αρχίσει να λειτουργεί το « ΞΕΝΙΑ» που ήταν πράγματι ένα κομψοτέχνημα, ένα στολίδι για τη Λευκάδα εκείνη την εποχή. Άρχισε λοιπόν ο γλωσσοπλάστης ο Τριαντάφυλλος, κλείνοντας το μάτι στην παρέα του:

-Επήγατε παιδιά στο ΞΕΝΙΑ να δείτε, τι πολυτέλεια, τι ωραία πράγματα που έχει και πολύ φτηνά!  Ο βαρύ γλυκός για παράδειγμα έχει δώδεκα δραχμές, ο σκέτος έχει δέκα δραχμές και τα γλυκά δέκα πέντε δραχμές το κομμάτι. Εκείνα τα γαλακτομπούρεκα  είναι ίσα με ένα αγκωνάρι, αφού εγώ με το μισό γαλακτομπούρεκο χόρτασα, το άλλο μισό το άφησα! Και με το σιρόπι γεμίζεις μια γαδίνα .

Το αυτί του Πύργια είχε γίνει σαν την κεραία του ΟΤΕ. Ο Τριαντάφυλλος που παρακολουθούσε λοξά τον Πύργια, συνέχισε να εκθειάζει τα επιδόρπια και τα φαγητά  του «ΞΕΝΙΑ» με εκείνη την μοναδική έκφραση που έχει ο Τριαντάφυλλος όταν διηγείται  γαστρονομικές απολαύσεις. Πραγματικά όταν  τον ακούει  κάποιος του πέφτουν τα σάλια .

Την Κυριακή το βράδυ ο Τριαντάφυλλος ξεκίνησε με τη γυναίκα του κι  επήγαν στο «ΞΕΝΙΑ». Κάθισαν σε μια γωνία και περίμενε, αφού ήταν σίγουρος πως θα έρχονταν κι ο Πύργιας. Σε κάμποση ώρα παρουσιάζετε ο Πύργιας με τα τρία του παιδιά και τη γυναίκα του.

Έμεινε για κάμποση ώρα όρθιος κοιτάζοντας και θαυμάζοντας αυτή την πολυτέλεια. Απέραντες αίθουσες, κρυστάλλινοι μεγάλοι πολυέλαιοι, τραπέζια καλοφτιαγμένα με πανάκριβα ξύλα, πολυθρόνες μεγάλες ντυμένες με πολύχρωμα υφάσματα.

Προχώρησαν μηχανικά και  χώνονται και οι πέντε στις πουπουλένιες  πολυθρόνες. Χτυπάει της παλάμες του ο Πύργιας, ήρθε το γκαρσόνι με σμόκιν, άσπρο πουκάμισο και παπιγιόν και λέει με ευγένεια, «παρακαλώ:»

Παράγγειλε ο Πύργιας πέντε γαλακτομπούρεκα με μπόλικο σιρόπι, όπως συνήθως.

Το γκαρσόνι γύρισε σε λίγο με έναν ασημένιο δίσκο, με πέντε κρυστάλλινα ποτήρια, με ένα μαστραπά που έλαμπε γεμάτος νερό. Τα σερβίρισε ευγενικά, είπε στην υγείας σας και έφυγε.

Ο Πύργιας κάτι μουρμούριζε, αλλά ο Τριαντάφυλλος που ήταν ανάζερβα στη γωνία δεν πολύ- άκουγε , πάντως δεν του άρεσαν όλα αυτά του Πύργια .

Σε  λίγο γύρισε πάλι το γκαρσόνι με το δίσκο, που είχε τα πέντε γαλακτομπούρεκα μικρά λες και ήταν κασέτες από σπίρτα, σε πιατέλα από πορσελάνη, πέντε ασημένια κουταλάκια τυλιγμένα σε έγχρωμες χαρτοπετσέτες, τα τοποθέτησε στο τραπέζι, είπε καλή σας όρεξη και έφυγε.

Ο Πύργιας άρχισε να στριφογυρίζει και να στενοχωριέται, γιατί το γαλακτομπούρεκο της Πούλαινας, αν το έκοβε στα πέντε, το κάθε κομμάτι θα ήταν μεγαλύτερο από το ένα ολόκληρο του «ΞΕΝΙΑ».  Αφού το μεγάλο παιδί ρώτησε τον πατέρα του, μήπως έκανε λάθος το γκαρσόνι κι έκοψε το ένα γαλακτομπούρεκο στα πέντε.

Ο Πύργιας δεν απάντησε, αλλά άρχισε ν΄ ανησυχεί για το λογαριασμό. Αναλογίζονταν πως τέτοια περιποίηση και τόση πολυτέλεια με τόσο λίγα λεφτά, όπως έλεγε ο Τριαντάφυλος; Αλλά  πάλι, δικαιολογιόνταν σκέφθηκε η τιμή των δέκα πέντε δραχμών, αφού ήταν τόσο μικρά τα γαλακτομπούρεκα.

Κάθισαν κάμποση ώρα, οπότε χτυπάει της παλάμες του ο Πύργιας και ζητάει το λογαριασμό.

Έρχεται το γκαρσόνι κι αφήνει  στο τραπέζι ένα ασημένιο δίσκο με ένα ωραίο φάκελο, σαν αυτούς που στέλνει η εφορία για τη φορολογική δήλωση. Τον ανοίγει ο Πύργιας κι έγινε κίτρινος σαν το κερί, εκατόν πενήντα δραχμές! Φώναξε με πείσμα το γκαρσόνι και του λέει:

-Δε μλες κμπάρε,  μην έκαμες λάθος; Τόσα λεφτά για ένα γαλακτομπούρεκο κομμένο στα πέντε;

-Ο λογαριασμός είναι σωστός κύριε, λέει το γκαρσόνι ξερά, θέλοντας να μην δημιουργηθεί θόρυβος, γιατί είχε καταλάβει περί τίνος επρόκειτο.

Τι να κάνει ο δόλιος ο Πύργιας, πλήρωσε κι έφυγε φουρκισμένος, ο δε Τριαντάφυλλος που παρακολουθούσε όλη αυτή την διαδικασία είχε πεθάνει από τα γέλια.

Την επόμενη μέρα το πρωί, ο Πύργιας την έστησε  μπροστά στην Εκκλησία Του Αγίου Μηνά και περίμενε τον Τριαντάφυλλο ,που θα περνούσε όπως συνήθως να πάει στο γραφείο του .

Ο Τριαντάφυλος όμως τον είδε από μακριά και είχε προετοιμαστεί.

Φτάνοντας κοντά,πετάγεται ο Πύργιας και του λέει:

-Δε μλές κμπάρε,  σόχω καν τίποτα κακό:

Απόρησε δήθεν ο Τριαντάφυλος και του απάντησε:

-Γιατί εγώ τι σου έχω κάνει;.

-Μ΄ έστλες  κατ΄ στο φαρμακείο να φάου γλυκά!

-Εγώ; και πότε σε είδα; Τι είναι αυτά που μου λες, μπας και με μπερδεύεις με κάποιον άλλονε;

-Προχθές στο καφενέ του Κολομπούρη, δεν έλεγες στην παρέας σου πως στο « ΞΕΝΙΑ » έχει ωραία και φτηνά γλυκά και πως είναι ίσα μ΄ ένα αγκωνάρι το ένα;

Κακό παιδί του λέει ο Τριαντάφυλλος, δεν το ξέρεις πως είναι κακό να στήνεις  αυτί όταν κουβεντιάζουν οι άλλοι;  Άλλωστε εγώ πάω ταχτικά στο ΞΕΝΙΑ, κάθομαι άνετα και πίνω το καφεδάκι μου η το ουζάκι μου, σ΄ ένα τόσο ωραίο περιβάλλον!

-Μα εσύ βλέπς είσαι γιος τ’ Βαλαωρίτ

-Μπα Πύργια μου, του λέει ο Τριαντάφυλλος, πρέπει να είσαι γιος τσιφλικά για να πας στο «ΞΕΝΙΑ» να φας ένα γλυκό;  Το γιορτινό μυαλό φοράς σήμερα ή το καθημερινό; και συνέχισε το δρόμο του ικανοποιημένος που είχε πετύχει η φάρσα του.

 

Α  Ι  Σ  Κόκορος

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *