ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΚΙ ΑΞΕΧΑΣΤΑ: “Ο Νικολός στο πηγάδι”

ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΚΙ ΑΞΕΧΑΣΤΑ: «Ο Νικολός στο πηγάδι»

του Ανδρέα Σταύρακα

Ένα μέρος από αυτή την ιστορία την έζησα ο ίδιος κι ένα μέρος την άκουσα από παλιούς χωριανούς μου, που τα ξεστόμιζαν με μαστοριά κάτω από τα πλατύφυλλα πλατάνια του ωραίου χωριού μου.

Οι Λευκαδίτες ήταν και είναι οι πιο καλοί καλλιεργητές της γης, και ιδίως των αμπελιών. Όπου πήγαιναν για δουλειά τους προτιμούσαν, ιδίως στην Πελοπόννησο που είχαν πολλά και καλά αμπέλια.

Στο χωριό μας σχεδόν όλοι είχαμε πολλά και καλά αμπέλια. Μάλιστα στα τέλη του προπερασμένου αιώνα, που τα αμπέλια στη νότια Ευρώπη είχαν προσβληθεί από κάποια αρρώστια, όλα τα βουνά και τα πεδινά, τα είχαμε κάνει αμπέλια, γιατί η ζήτηση ιδίως από την Ιταλία  ήταν μεγάλη .

Ξένοι και ντόπιοι που ανέβαιναν στην ορεινή Λευκάδα, θαύμαζαν τα τόσο καλοδουλεμένα αμπέλια, με τις όμορφες λιθιές, που νόμιζαν πως οι σκάλες με την καλοδουλεμένη πέτρα και με το πολύχρωμο χαλί, περίμεναν το Θεό να ανεβεί  στον ουρανό!

Στην καλλιέργεια της γης, όπως και σε όλες τις δουλειές, ξεχώριζαν οι μερακλήδες, που περιποιούνταν τα αμπέλια τους με μεγάλη σχολαστικότητα . Δεν θα αναφέρω ονόματα,  γιατί μπορεί να ξεχάσω κάποιον και να τον αδικήσω, αν και τους ήξερα όλους, γιατί από μικρό παιδί  που έβοσκα τη γίδα, ζήλευα τα τόσο όμορφα αμπέλια με το νοικοκυριό τους. Θα αναφέρω μόνο τον μακαρίτη τον μπάρμπα  Αποστόλη τον Αραβανή, τον Κασούνη που τον φώναζαν Τζανάκα, τον οποίο μάλιστα αφορά και η παρακάτω ιστορία.

 

Ο μπάρμπα Αποστόλης, από ότι θυμάμαι, είχε τρία χτήματα. Το ένα ήταν στο κάτω μέρος και αριστερά στην πλαγιά, εκεί που ο ένας δρόμος πάει αριστερά στο λιβάδι της Καρυάς και ο άλλος πάει προς το Τριόδι και συνεχίζει προς το χωριό Πλατύστομα, την τοποθεσία εκεί τη λένε «Ξυλουργού».

Το άλλο χτήμα ήταν δεξιά στο κάτω μέρος του χωριού, κοντά στο Κόνισμα Του Αγίου Γερασίμου, απέναντι από το λιτρουβιό του Ραυτογιάννη και πιο κάτω από το φούρνο του Παλιάμπελου. Ήταν μεγάλο χτήμα, είχε μέσα κι ένα δυόροφο σπίτι που κάθονταν ο μπάρμπα Αποστόλης με τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά, τον Γιάννη και τον Νίκο που ήταν για πολλά χρόνια ψάλτης στον Άγιο Σπυρίδωνα.

Το σπίτι είχε τριγύρω κληματαριές και οπορωφόρα δέντρα, φτιαγμένα με το μολύβι που λέμε. Στο κέντρο είχε ένα αλώνι, που πήγαιναν οι χωριανοί και αλώνιζαν τη σοδιά, σιτάρι, λαθούρια, βρώμη κ.λ.π. Μικρό παιδί, πήγαινα με τον πατέρα μου τον Αλωνάρη εκεί για να αλωνίσουμε το σιτάρι και μου έκανε εντύπωση το νοικοκυριό που έβλεπα σ’ αυτό το χτήμα. Το κοτέτσι σε μια άκρη, φρεσκοασπρισμένο και φραγμένο ολόγυρα, για να μην βγαίνουν οι κότες και σκορπάνε τις θημονιές, τα εργαλεία για το αλώνισμα στον ίσκιο, κάτω από κάποιο δέντρο. Η σβάρνα ακουμπισμένη με προσοχή στην λιθιά, το δυκριάνι, το καρπολόι, το αντράβι και η λάτα που μέτραγαν τον καρπό, λίγο πιο πέρα βαλμένα με προσοχή .Οι ντορβάδες με το φαγητό των αλόγων που δούλευαν στο αλώνι, φέρνοντας γύρα για να θρυμματίσουν τα γεννήματα κρέμονταν επίσης από το δέντρο .

Ο μπάρμπα Αποστόλης έρχονταν πολλές φορές γυρίζοντας από τη δουλειά του και κάθονταν σε μια πέτρα και κοίταζε τα άλογα και τους εργάτες που δούλευαν στο αλώνι. Φορούσε σκούρο πουκάμισο, «σοταμπάρκα» το έλεγαν, βγαλμένο έξω από τη βράκα, ένα μαντίλι περασμένο από την άκρη του, ανάμεσα στη σκούφια και το κεφάλι, πέφτοντας στο σβέρκο και τα αφτιά του, για να τον προστατεύει από τον ήλιο.

Όταν οι εργάτες κάθονταν να κολατσίσουν και να πιούν νερό, έπιαναν κουβέντα με τον μπάρμπα Αποστόλη και μεταξύ των άλλων τον ρωτούσαν τι κάνει στα δέντρα και στ΄ αμπέλια και διατηρούνται τόσο φρέσκα, ακόμα και το καλοκαίρι με τόση ζέστη.

Έλεγε θυμάμαι, με χαριτωμένο τρόπο και με το χιούμορ που είχαν όλοι οι Κασουνέοι, πως τα φυτά δεν είναι όπως οι γυναίκες, που τους σερβίρεις αληθινά και ψεύτικα κοπλιμέντα, αλλά είναι όπως τα μικρά παιδιά, που καταλαβαίνουν μέσα από την κοιλιά της μάνας, αν τα αγαπάς πραγματικά. Από την ώρα που θα μπολιάσεις το φυτό, θέλει φροντίδα περιποίηση κι αγάπη.

Ο μπάρμπα Αποστόλης είχε κι ένα αμπέλι έξω από το χωριό,  στο δημόσιο δρόμο προς τη Λευκάδα, πιο πέρα από τη διασταύρωση που ανεβαίνομε στην Αεροπορία, αριστερά στο Κτεναίϊκο το λαγκάδι, εκεί το έλεγαν «πέτρα». Έπιανε από το δρόμο και έφτανε έως κάτω στη Βάλτα. Εκεί ήταν μια πλατωσιά που είχε μια κληματαριά και από κάτω ένα μικρό πηγάδι, που τον Αύγουστο κρατούσε λίγο νερό και πότιζε ο μπάρμπα Αποστόλης, λίγες ρίζες κραμπολάχανα, έως το Τρυγητή που θα έβρεχε.

Ο Αποστόλης ο Σταύρακας ο Φτερούγης που τον φώναζαν Τόλια, ο Νίκος ο Σταύρακας ο Κίτσος και ο Νικολός ο Σταύρακας ο Κόκορος, ήταν το τρίδυμο και το φόβητρο στο χωριό. Ο Τόλιας ήταν πολύ ψηλός και αδύνατος, ο Νίκος ο Κίτσος ήταν επίσης πολύ ψηλός και εύσωμος,  ο Νικολός ο Κόκορος ήταν κοντός και αδύνατος και πολύ ευκίνητος, «σπίρτο» που λέμε. Ήταν και οι τρεις από την ίδια γειτονιά και πήγαιναν στην ίδια τάξη στο δημοτικό σχολείο. Βρίσκονταν πάντα μαζί, γιατί εκτός που ήταν φίλοι, είχαν και το ίδιο τετράδιο που έγραφαν τα μαθήματα, ας τα πούμε μαθήματα, γιατί τότε τα τετράδια ήταν είδος πολυτελείας…

Το σχολείο τότε όπως έλεγαν οι πιο παλιοί -εγώ δεν είχα γεννηθεί τότε- ήταν κάτω από την πλατεία προς τα Σαββάτα, σε ένα ισόγειο σπίτι χωρίς ταβάνι και το δάπεδό του ήταν πηλός πατημένος.

Όπως ήταν επόμενο, αφού μέσα περπατούσαν τα παιδιά, δημιουργούνταν μια ελαφριά σκόνη. Τα παιδιά τότε δεν φοράγαμε  εσώρουχα και τα παντελονάκια μας, κατά κανόνα ήταν σκισμένα στο πισινό. Όχι γιατί ήταν η μόδα όπως είναι σήμερα, που αρσενικοί και θηλυκές φοράνε σκισμένα παντελόνια, αλλά γιατί κάναμε ξαχούρδες στους λόφους, που τους χρησιμοποιούσαμε για παιδική  χαρά.

Στο σχολείο δεν υπήρχαν θρανία κι έτσι  τα παιδιά κάθονταν κάτω στο χώμα, ενώ το στομαχάκι τους ήταν πάντα σε διαμαρτυρία αφού τότε δεν υπήρχαν ψυγεία και ότι έριχναν μέσα  δεν ήταν πάντα κατάλληλο κι έτσι δημιουργούσαν αέρια.

Στην κάθε αίθουσα έκαναν μάθημα δυο τάξεις μαζί γιατί δεν υπήρχαν δάσκαλοι για κάθε μια τάξη, έτσι τα παιδιά ήταν πολλά και στο μάθημα, πότε το ένα πότε το άλλο, αμολούσαν αυτά τα αέρια. Εκτός λοιπόν απ΄ τη δυσοσμία, που την είχαν συνηθίσει οι δάσκαλοι, σηκώνονταν και σκόνη από το δάπεδο, οπότε γίνονταν μια «εξαίρετη» ατμόσφαιρα, σαν να βρισκόσουν στην Αθήνα την δεκαετία του ογδόντα με το νέφος.

Που να ήξερε όμως ο δάσκαλος ποιος έκανε κάθε φορά τη βρωμοδουλειά;, Έτσι επέλεγε τους πιο ψηλούς, με αποτέλεσμα ο Τόλιας και ο Κίτσος να είναι τις περισσότερες μέρες τιμωρημένοι και να μην πηγαίνουν στο σχολείο. Αφού όμως δεν πήγαιναν αυτοί που είχαν και το τετράδιο, δεν πήγαινε ούτε και ο Νικολός, που ήταν  τρίδυμο και μαζί γύριζαν στις γειτονιές και στ΄ αμπέλια. Πότε τσίγαλα, πότε σουτζούκια, πότε σταφύλια, τα ξάφριζαν όλα τελικά.

Ήταν τέλη του Τρυγητή. Ο μπάρμπα Αποστόλης είχε τρυγήσει το αμπέλι στην «πέτρα», αλλά την κληματαριά που ήταν «κορίθι» την άφηνε έως τα μέσα του Δεκέμβρη. Το χτήμα ολόγυρα ήταν καλά φραγμένο, όπως και τα άλλα του αμπέλια, αφού τηρούσε κατά γράμμα αυτό που έλεγε ο Αμερικανός ποιητής Ρόμπερτ Φρόστ πως «οι καλοί φράχτες κάνουν τους καλούς γείτονες». Γι αυτό και δεν ανησυχούσε, αφού ούτε πουλί που λέμε δεν μπορούσε να μπει μέσα.

Το Τρυγητή όμως εκείνον είχε βρέξει πολύ και η λιθιά με το δημόσιο δρόμο γκρεμίστηκε, οπότε και έγινε μια καλή είσοδος στο αμπέλι του μπάρμπα Αποστόλη. Έτσι η παλιοπαρέα, το τρίδυμο, που παρακολουθούσαν νυχθημερόν όλες τις κληματαριές, το μυρίστηκαν πρώτοι .Μπήκαν από την ποριά της γκρεμισμένης λιθιάς, κατέβηκαν από της σκάλες και έφτασαν στην πλατωσιά με την κληματαριά. Ο Τόλιας κι ο Νίκος που ήταν ψηλοί, άπλωσαν τα χέρια τους, έκοψαν τα σταφύλια και αφού γέμισαν τα πουκαμισά τους γύρισαν να φύγουν. Ο Νικολός όμως που ήταν κοντός και δεν έφτανε, πήρε απίδρομο, πήδησε και πιάστηκε από το δοκάρι της κληματαριάς με το ένα του χέρι και με το άλλο έκοψε σταφύλια και γέμισε το πουκάμισο του.

Αφού τελείωσε, άφησε το δοκάρι και έπεσε μέσα στο πηγάδι που ήταν από κάτω, που δεν το είχε προσέξει στο σκοτάδι .Άρχισε να φωνάζει, οι άλλοι δυο που νόμισαν πως τον έπιασε ο μπάρμπα Αποστόλης το έβαλαν στα πόδια και έφυγαν τρέχοντας .

Η θειά Χριστίνα, η μάνα του Νικολού που είχε πέντε παιδιά και τρεις κοπέλες,(τις κοπέλες τότε δεν τις έλεγαν παιδιά),  δεν τον αποζήτησε. Σάματις ήξερε να μετρήσει η καψερή  αφού δεν είχε πάει καθόλου σχολείο; ούτε το φως του λυχναριού τη βοηθούσε .Πέρασε λοιπόν από την στρωματσάδα που ήταν ξαπλωμένα όλα τα παιδιά στο πόρτγο και πήγε να κοιμηθεί. Έτσι ο Νικολός έμεινε όλη τη νύχτα μέσα στο πηγάδι!

Την άλλη μέρα ο μπάρμπα Αποστόλης, φόρτωσε στο γαϊδουράκι του,  δυο τσουβαλάκια κοπριά όπως το συνήθιζε, τη γίδα την κρατούσε πάντα από το σχοινί στο χέρι του και δεν την έδενε στο σαμάρι, γιατί ο γάιδαρος ήταν μουρντάρης και άμα συναντούσε θηλυκό έτρεχε ξοπίσω του και την ταλαιπωρούσε. Πέρασε από το φούρνο του Παλιάμπελου, βγήκε στα Σαββάτα και από κει στου Βλογιασμένου, έκοψε δεξιά ανέβηκε στου Πονηρού άνοιξε τον φράχτη και μπήκε στο αμπέλι του .

Αφού έδεσε τη γίδα στο αμπέλι για να βοσκήσει και ξεφόρτωσε το ζωντανό, η πρώτη του δουλειά ήταν να ποτίσει το λάχανο και ύστερα να φιλέψει με ένα πλοχέρι κοπριά το κάθε κλήμα, όπως έκανε πάντα. Πήγε πήρε το καρτεζίνι που το είχε κρεμασμένο με ένα σχοινί από το δέντρο, του είχε και μια πέτρα δεμένη στο αρβάλι για να βυθίζετε στο νερό, πλησίασε στο πηγάδι και άκουσε αδύναμα κλάματα.Κοίταξε δεξιά και αριστερά να δει από πού έρχονταν τα κλάματα, δεν έβλεπε τίποτα. Πάει στο πηγάδι έτοιμος να ρίξει το καρτεζίνι με την πέτρα στο πηγάδι και με το που βλέπει μέσα το Νικολό, πήγε να πάθει συγκοπή.

Έτρεξε δελόγκου, πήρε το σχοινί από το σαμάρι του γαϊδάρου, το έριξε στο πηγάδι, πιάστηκε ο Νικολός και τον τράβηξε επάνω. Έτρεμε σαν το ψάρι το δόλιο το παιδί.

Στα χάλια που τον είδε, ούτε δεν τον μάλωσε, ενώ είχε ακόμα στο πουκάμισο τα σταφύλια .Το πήρε με το καλό το παιδί, του έδωσε λίγο ψωμί που είχε στο σακούλι, το ρώτησε  ποιανού είναι και το άφησε να φύγει .

Ήταν πολύ ευαίσθητος άνθρωπος ο μπάρμπα Αποστόλης, όπως άλλωστε όλοι όσοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης, ήταν ευαίσθητοι, γιατί τον πιο πολύ καιρό συναναστρέφονταν με τα φυτά με τα ζώα και με τη φύση που ήταν αγνά.Από την ώρα που επέμβηκε η επιστήμη με τα φυτοφάρμακα και τα λιπάσματα, έγιναν κι’ αυτά σαν εμάς τους ανθρώπους. Αυτά που  τους δίνομε, αυτά μας ανταποδίδουν και τα φυτά και τα ζώα «οφθαλμού αντί οφθαλμού» όπως λέει ο λαός μας.

Ο Νικολός όταν γύρισε στο σπίτι τα άλλα παιδιά είχαν φύγει, τα μικρά για το σχολείο, τα μεγάλα για το χωράφι. Πήγε ξάπλωσε στη στρωματσάδα και όταν πήγε η θειά Χριστίνα να σηκώσει τα σκεπάσματα τον βρήκε ξαπλωμένο να κλαίει και να τρέμει σαν το βούρλο.

Ανησύχησε η καψερή, αν και περίσσευαν τα παιδιά τότε, αλλά η μάνα είναι μάνα. Μπορεί να μην είχε να τα ταΐσει αλλά τα πονούσε η δόλια .Έτρεξε να φωνάξει τον κυρ Θανασάκια που καθότανε στου Κίτσου στο παλιό σπίτι που ήταν στην ίδια γειτονιά .Ήταν πρακτικός γιατρός και καταπιάνονταν με όλα. Ο κυρ Θανασάκης πήρε τα ιατρικά του εργαλεία που τα είχε σε ένα υφαντό σακουλάκι.

Για ακουστικό είχε ένα ξύλο από βέργα κοκορεφτιάς σαν το μικρό δαχτυλάκι παχύ ,τριάντα περίπου εκατοστά μακρύ .Το έβαζε ανάμεσα στα δόντια του, χωρίς να αγγίζει τα χείλια , το ακουμπούσε στο στήθος του αρρώστου, έκλινε με τα δυο του δάχτυλα τα αυτιά του και έτσι μεταδίνονταν ο βρόχος των πνευμόνων αν είχε κρύο .Ήταν ποιο τέλειο από τα σημερινά ακουστικά, δεν λάθευε ποτέ! Για θερμόμετρο είχε την παλάμη του, την έβαζε στο μέτωπο του αρρώστου και έβρισκε ακόμα και το μισό βαθμό .Για τα ούρα είχε ένα γυάλινο στενό και ψηλό ποτήρι που είχε επάνω αριθμούς από το ένα ως το δέκα.  Έβαζε την νοικοκυρά  έβραζε τα ούρα σε ένα μπρίκι , τα έριχνε στο ποτήρι με τους αριθμούς και έκανε τη διάγνωση, αν είχε ουρολοίμωξη η αν ήταν αδύνατα τα νεφρά η αν είχε πέτρα, τα εύρισκε δελόγκου .

Αν πέθαινε ο άρρωστος έλεγαν πως ή του σώθηκαν οι μέρες ή ήταν από το Θεό, ποτέ δεν έφταιγε ο γιατρός.

Για τα δόντια είχε ένα λεπτό σπάγκο φτιαγμένο από λινάρι και περασμένο από κερί μέλισσας για να είναι πολύ γερός. Όταν πονούσε κάποιου το δόντι έδενε την μια άκρη του σπάγκου στο δόντι και την άλλη άκρη την έδενε από ένα καρφί που είχε μπηγμένο στον τοίχο, έπιανε με τις παλάμες του το κεφάλι το τραβούσε με δύναμη και το δόντι έφευγε .Αν πονούσαν τρία τέσσερα δόντια μαζί, είχε ένα βότανο που το έλεγαν «σκάρφι» το έβαζε επάνω και έφευγε όλη η μασέλα, γι’ αυτό τότε πολλοί έτρωγαν με τα ούλα.

Αφού πασπάτεψε με λεπτομέρεια το Νικολό, γύρισε και είπε στην θειά Χριστίνα πως έχει φοβερό κρύο, τη φροντάρισε μάλιστα πως Τρυγητή μήνα με τέτοια ζέστα, άφησε το παιδί και κρύωσε .

Η θειά  Χριστίνα έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια και μονολογούσε: Μπα το καημένο χαρά Θεού έπεσε χθες να πλαγιάσει. Που να ξέρει η καψερή πως ο Νικολός ήταν όλη τη νύχτα μέσα στο πηγάδι .

Ο γιατρός όμως, αν και δεν είχε βγάλει πανεπιστήμια, επέμενε πως το παιδί κάπου κάθισε τη νύχτα και μάλιστα πολλές ώρες .

Ύστερα από κάμποσες μέρες, συνάντησε στο Λιβάδι ο μπάρμπα Αποστόλης ο Κασούνης τον πατέρα του Νικολού και του αράδιασε το πάθημα του γιού του, που τον βρήκε μπονόρα μέσα στο πηγάδι.

Άρα ο μπάρμπα Θανασάκιας ο γιατρός, είχε δίκιο που είπε πως το παιδί είχε κρυώσει τη νύχτα. Κι ο Νικολός έγινε καλά, έσμιξε πάλι με την παλιοπαρέα και συνέχισαν τα κατορθώματα τους .

 

Α..Ι..Σ..Κόκορος

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *