Κώστας ντε Βαλαμόντε

Κώστας ντε Βαλαμόντε

του ΗΛΙΑ ΤΣΑΚΑΛΟΥ

*****

(ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ: Προ ημερών που έγινε μια μικρή εκδήλωση στην πόλη μας στην μνήμη του Κώστα ντε Βαλαμόντε, λόγοι εκτός και πέραν των προθέσεών μας δεν μας επέτρεψαν να συμμετάσχουμε και ν΄ ασχοληθούμε σχετικά. Συμπληρώνουμε λοιπόν εδώ εκείνο το κενό, μ΄ ένα πόνημα του Ηλία Τσάκαλου για τον παρεξηγημένο από πολλούς αυτόν συμπατριώτη μας, το οποίο είχε την καλοσύνη να μας παραχωρήσει -και τον ευχαριστούμε γι αυτό- και με το οποίο θεωρούμε πως προσεγγίζει το φαινόμενο Βαλαμόντε με τον καλύτερο τρόπο αλλά και με τον προσήκοντα σεβασμό).

*****

Κώστας ντε Βαλαμόντε

(κάτι σαν ξαναχυμένο μπρούτζινο άγαλμα)

(αφιερωμένο στην μνήμη ενός παρεξηγημένου Ανθρώπου και στον Ηλία Γεωργάκη που μου έδωσε το έναυσμα)

Για όποιον δεν γνωρίζει την φάτσα του τον πληροφορώ ότι είναι ο Κώστας ντε Βαλαμόντε, ο γνωστός σε όλους εμάς κάποιας ηλικίας σαν Κοκονιώρος. Ναι αυτή η συγκλονιστική μορφή που πέρασε πάνω από το σώμα αυτής της μικρής πόλης αφήνοντας πίσω του χίλια δυό, φιλοσοφικές θεωρήσεις, πίνακες, ομιλίες, πλάκες , ρητά κι ανάμεσα σε αυτά όλα δυό θαυμάσια ποιήματα που για μένα τουλάχιστον δεν έχουν γραφεί καλύτερα ούτε από τους θεωρούμενους μεγάλους ποιητές που παρήγαγε αυτός ο τόπος. Το ένα το έγραψε για την γη του και το άλλο για την μάνα που τον γέννησε.

Προσέξτε αυτά τα γλυκά διερευνητικά ματάκια του που δεν επέτρεπε στον καθένα να τους κοιτάξει το βάθος λέγοντας
-«απαγορεύεται να με κοιτάξεις στα μάτια. Είσαι κλέφτης».
-«Γιατί Κώστα» τον ρώταγες .
-«Γιατί κλέβεις τις σκέψεις των ανθρώπων από ιδιοτέλεια», σου απαντούσε.
Οι περισσότεροι το θεωρούσαν αυτό τρέλα και ιδιοτροπία, που όμως δεν ήταν έτσι, γιατί, σαν άνθρωπος πεντακάθαρος, δεν ήθελε να επιτρέψει στον καθένα να του αφαιρέσει την αγνότητα που ήταν πλημμυρισμένο το είναι του.
Προσέξτε τα ανακατωμένο αχτένιστο μαλλί του που έμοιαζε λες και ήταν ριζωμένος στον απέραντο ουρανό. «Το μαλλί είναι το κεραμίδι της σκέψης» έλεγε.
Προσέξτε την Φαλάκρα του με τις χαρακιές των χρόνων και του πόνου του
Το ηχηρό χαμόγελό του και το γλυκό δοντάκι του που κι αυτό δεν το είχε χρεία η περήφανη φύση του.
Προσέξτε το πηγούνι του που πάνω του αντικαθρεφτίζεται η λάμψη της αγνότητας του προσώπου του.
Το πουκάμισο το ανοιχτό και λεύτερο για να επικοινωνεί με το οξυγόνο της ζωής.

Αχ Κώστα γιατί να είναι η ανθρωπότητα έτσι και γιατί εσύ ποτέ δεν θέλησες να συνεννοηθείς μαζύ της και την απέρριψες, μια και αυτή βρίσκονταν στον πλανήτη της γης φουσκωμένη από συμφέροντα ,ιδιοτέλειες, πονηριές, παλαβομάρες, ψευτοεγωισμούς, χαζομάρες , τρέλες κάθε λογίς, πόθους και πόνους εφήμερους…. Εσύ ζούσες στον δικό σου κόσμο εκεί που η συνεννόηση δεν γίνεται με αυτιά, μάτια, τηλέφωνα, ταχυδρομεία, δικαστικούς κλητήρες, δικηγόρους, δικαστές, δημάρχους, παπάδες και όλα αυτά τα τζαμπράγκαλα που ανακάλυψε η ανθρώπινη αδυναμία να επιβιώσει πάνω σε αυτό το καράβι του Σύμπαντος για να μην φάει ο ένας τον άλλον αλλά να του πάρει το «δίκιο του» νόμιμα με νόμους, δικαστές, δικηγόρους, δικαστικούς κλητήρες, κατασχέσεις και χωροφυλάκους.
Δεν χρειάστηκες ποτέ ιδιοκτησία γιατί «λερώνει τα πρόσωπα των ανθρώπων» . Δεν χρειάστηκες ποτέ παρέα σοφών αλλά την αναγνώριση ότι ήσουν σοφός από την γέννα σου αυτοφυής , αυτόχθων, ανυμέναιος, αδιακόρευτος, ακήρατος, άσπιλος, παρθένος , ξένος από τα προσκυνήματα και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί η σοφία των σοφών στους εφήμερους ταγούς της εξουσίας του Πλούτου και της Εγκόσμιας Δύναμης.

Δεν θα καθίσω άλλο να ασχοληθώ γενικόλογα με την ψυχούλα αυτή την περήφανη ,καθαρή και γνήσια που έζησε σαν σκιά ανάμεσά μας. Θέλω να σας περιγράψω μόνο δύο άμεσα βιώματά μου που τα έζησα και τα απόλαυσα πραγματικά.

Πρέπει νάτανε καλοκαίρι του 1979 στο μήνα που γουρμάζανε τα σύκα, τέτοια εποχή ακριβώς. Εμείς που μεγαλώσαμε στην Νεάπολη τότε που υπήρχαν μόνο τα χαμηλά, ταπεινά πηλόχτιστα , όπου κι αν πήγαμε, μας έμεινε από τα νιάτα μας ένα συνήθειο. Κάθε μεσημέρι με την μπουκιά στο στόμα πηγαίναμε στου Πάλα να καθίσουμε κάτω από τις συκιές, γύρω –γύρω όλοι, όπως όταν είμαστε παιδιά, να πιούμε τον καφέ μας , να ακούσουμε τους μεγαλύτερους από μας και τα βάσανά τους, να σπάσουμε πλάκα με τα παθήματα του καθενός μας , να περιγελάσει ο ένας τον άλλο αθώα, να ανεβούμε στις συκιές να φάμε σύκα και έτσι, έστω και για λίγες ώρες μεσημεριάτικες, αντί ύπνου νοιώθαμε άνθρωποι. Δεν είχε καμιά σημασία τι είχε κάνει ο καθένας στην ζωή του. Όλοι για εκείνες τις ώρες είμαστε αυτά τα ζημιάρικα παιδιά με τις σφεντόνες στην κωλότσεπη που μεγαλώσαμε στην Νεάπολη μετά τον σεισμό του 1948, που τρελάναμε τα περιβόλια με τις αθώες κλεψές των οπωροφόρων, που πατήσαμε και το τελευταίο όριο των ιδιοκτησιών στον ελαιώνα που περιβάλει τον τόπο μας. Μιλάμε για απόλυτο σοσιαλισμό να λέει μαλάκα ο καροτσέρης τον γιατρό και να το απολαμβάνει, να ξεφωνίζει ο αχθοφόρος τον δικηγόρο και να γελάει με την ψυχή του, να μαθαίνει πρόσθεση ο ψαράς τον καθηγητή των μαθηματικών και να βρίσκει ότι έκανε λάθος γιατί μέσα τους δεν είχε πεθάνει το παιδί, δεν είχε πνίξει η γραβάτα το παιδί και ούτε πήρε την τριγωνομετρία του καθηγητή η λέξη μαλάκα.

Τότε στου Πάλα ερχόντανε και ο Κώστας ο Βαλαμόντες. Έπιανε μια καρέκλα και τράβαγε κάτω από τον φτελιά στον μεγάλο δρόμο του αμπαλιού και καθόντανε για να πιει την λεμονάδα του. Η ώρα που εμφανίζονταν ήταν γύρω στις τρεις με τρεις και τέταρτο. Ερχόταν πάντα από την πλευρά που σήμερα είναι το Δεσποτικό, τον παλιό φιδωτό δρόμο που μας πήγαινε στο Φρύνι μέσα από τον Κάμπο.
Τον Κώστα τον γνώριζα από παιδί αλλά ποτέ δεν τον είχα πειράξει. Δεν είχα ποτέ περιγελάσει την σοφία του και ούτε μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να βρεθώ σε παρέα μαζύ του.

Κάποτε είχε εμφανισθεί στο γραφείο μου με χαρτιά και εφημερίδες και μου ζήτησε να πιστοποιήσω την σοφία του με την υπογραφή μου. Του είπα «ρε Κώστα εσύ πρέπει να υπογράψεις στο πτυχίο μου και όχι εγώ στα δικά σου». Αυτό του άρεσε πολύ αλλά ,μου είπε, «εσύ έχεις την αυθεντία του εγγράφου».
Του υπέγραψα θυμάμαι τα χαρτιά που μου ζήτησε και του έβαλα και σφραγίδα. Του είπα ευχαριστώ για την τιμή που μου έκανε και έφυγε.
Μετά από αυτό πάντα με σεβόνταν και με χαιρετούσε στον δρόμο και επιδίωκε να βρίσκεται σε παρέα που του άρεσε κι αυτού μαζύ μου. Μια βραδυά μάλιστα αξέχαστη πέρασα μαζύ του στο Καφέ-μπαρ Φαγκότο παρέα με τον καταστηματάρχη, τον Πέτρο τον Πανάγο, Τον Νιόνιο τον Γράψα, τον Κώστα τον Βλάχο και δυό τρείς άλλους θαμώνες που είχαν δική τους παρέα. Εκεί έδωσε ρέστα παίζοντας κιθάρα, τραγουδώντας την «Ξανθιά βαρόνη» και κάνοντας κορνέτα με τον στόμα. Ο Κώστας τραγουδούσε την Ξανθιά βαρόνη μόνο αν βρίσκονταν με παρέα που ένοιωθε άνετα.

Τέλος πάντων με βάση αυτή την γνωριμία , θεώρησα καλό κάθε μεσημέρι να πηγαίνει η λεμονάδα κερασμένη από μένα. Την δέχονταν και αντί για ευχαριστώ ή το εις υγείαν έριχνε ένα γέλιο κατσαρό βάζοντας ταυτόχρονα το χέρι του μπροστά στο στόμα του για να μην μεταδίδονται τα μικρόβια.
Αυτό έγινε για καμιά δεκαριά μέρες συνέχεια. Λεμονάδα, γέλιο κατσαρό, το χέρι μπροστά να μην μεταδίδονται τα μικρόβια.

Ξαφνικά μια μέρα ο καταστηματάρχης μου έφερε τον ιδιότροπο καφέ μου (βαρύ γλυκός στο χοντρό, κομμένος στο ανέβασμα , μερακλίδικος καφές που τον έμαθα στα καφενεία της Θεσσαλονίκης φοιτητής) με το που κάθισα. Τον κοίταξα με απορία και τον ρώτησα πως αυτό. Αντί για λόγια μου έκανε μια κίνηση του κεφαλιού του προς τα δεξιά. Κοιτάζω και τι να δω. Ο Κώστας κάθονταν στην καρέκλα του και μου χαμογελούσε. Σηκώθηκα του έκανα μια υπόκλιση , έβαλε το χέρι του μπροστά από τα μικρόβια και γέλασε κατσαρά.

Αυτό έγινε πέντε –έξη μέρες. Βλέποντας ότι αυτό συνεχίζεται ρωτώ τον καφετζή τι συμβαίνει και παίρνω την απάντηση ότι ο Κώστας έρχεται από τις δώδεκα το μεσημέρι και περιμένει «το δίπλωμα του τυχαίου της δικαιοσύνης».

Βλέποντας την φιλοτιμία και την λεβεντιά του πήρα τον καφέ μου και πήγα κοντά του να τον πιω. Συζήτησα αρκετή ώρα μαζύ του για διάφορα πράγματα. Κάναμε πλάκα και σχόλια για τα πάντα. Κοροϊδέψαμε το σύμπαν. Είχε μια αθωότητα, μια γλυκύτητα, μια περίεργη ανθρωπιά, μια παρατηρητικότητα…… Η Δικαιοσύνη, μου είπε, είναι αδελφή του Άδικου, γιατί το Άδικο ασφαλτοστρώνει τις κοινωνίες!!!!!! Αυτά δικηγοράκο δεν τα λένε στα πανεπιστήμια γιατί είναι και αυτά κομμάτι από το Άδικο!!!!!! Παρατήρησα ότι μου μιλούσε με μια γλώσσα διαφορετική, σε μια γλώσσα που μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με άνεση. Όλα εκείνα τα περίεργα τα είχε ξεχάσει και τα χρησιμοποίησε προσεκτικά. Τον ρώτησα γιατί μιλάμε έτσι και μου απάντησε ότι «με γνωρίζει μέσω του πατέρα μου και επομένως είχα το τεκμήριο της ανθρωπότητας που οδηγεί στην άρνηση των μικροβίων» . Κατάλαβα πως μέχρι εκεί ήταν η κουβέντα μας και κατάλαβα και τι ήθελε να μου πει.
Από την επομένη δεν ξαναπάτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στου Πάλα.

Ήρθε μια μέρα που και ο Κώστας έπρεπε να πεθάνει. Πέθανε χειμώνα καιρό αγκαλιά με το τσουβάλι του που το χρησιμοποιούσε σαν γη, πλησίον του και κλινοστρωμνή του. Τον Βρήκαν ξυλιασμένο εκεί που έπεσε να κοιμηθεί από την ίδια άγνωστη αιτία που γεννήθηκε.

Η κηδεία του έγινε στο εκκλησάκι του Νεκροταφείου παρισταμένης απάσης της Αρχής και Εξουσίας Θεού τε και Ανθρώπων. Παρών ο τότε Δεσπότης Νικηφόρος Δεδούσης. Παρών ο εκλεγείς Δήμαρχος. Παρών ο εκλεγείς Νομάρχης. Παρόντες αρκετοί απρόσκλητοι θνητοί μεταξύ των οποίων και ο ήσκιος μου στην γη μου.
Ο Κώστας έχων αναχωρήσει στας αιωνίους Μονάς ξύλο στην κάσα που του είχε διαθέσει, αν δεν κάνω λάθος, ο Δήμος Λευκάδος. Το ένα του χέρι , δεν βάζω στοίχημα ποιο, κάτω κοντά στα γεννητικά του όργανα ανοιχτό και κεκλιμένο προς τα αριστερά ,άρα ήταν το αριστερό, και το άλλο πάνω ψηλά κοντά στο πρόσωπό του κεκλιμένο προς τα δεξιά , άρα ήταν το δεξί, με τέτοιο τρόπο που νόμιζες ότι είχε στην αγκαλιά του τον κόσμο που εγκατέλειψε, μα αυτό που νόμιζες ήταν απόλυτα λάθος γιατί αυτή η στάση ήταν η στάση ανθρώπου που έχει αγκαλιά το παιδί του, την ερωμένη του και μια και δεν είχε από αυτά ο Κώστας είχε αγκαλιά την κλινοστρωμνή του!!!!

Στο πρόσωπο του δεν υπήρχε πόνος ή οδύνη. Ένα αδιόρατο χαμόγελο αξιοπρέπειας υπήρχε στα ανοιχτά του χείλη . Δεν υπήρχε καμιά απορία για την ζωή ή τον θάνατο. Ένα χαμόγελο μιας ήπιας εγκαρτέρησης της στιγμής , ένα χαμόγελο μιας σκέψης που ήρθε να του ταράξει την ώρα που έφευγε μακριά από αυτούς που ποτέ δεν συνεννοήθηκε στην ζωή του. Μια παράσταση που δεν μπόρεσε να την απολαύσει όπως αυτός την ήθελε.

Και το Σύμπαν εκπροσωπούμενο από όλους εμάς Εξουσία, εξουσιάζοντες και θνητούς στέκονταν εκεί περιμένοντας να ακούσει δυό τρεις λεξούλες σαν εκείνες που είπε ο Δεσπότης : Σήμερα φεύγει από κοντά μας ένας παράξενος άνθρωπος που δεν θέλησε ποτέ να συνεννοηθεί μαζύ μας !!!!! Ο δεσπότης μέσα σε αυτές τις λέξεις έπιασε το νόημα της ύπαρξης του Κώστα. Οι παριστάμενοι ποτέ δεν κατάλαβαν ότι την στιγμή εκείνη ο Σεβασμιώτατος Νικηφόρος Δεδούσης είχε εισχωρήσει στο άβατο της ύπαρξής του αγαπημένου μας Κώστα και από εκεί με ταπείνωση μετέφερε στους παρόντες αδαείς την απόλυτη γνώση μα και άγνοια της στάσης και παρουσίας του.

Οι παρόντες είχαν λύσει την απορία τους πώς πεθαίνει ένας αυτοεπικαλούμενος φιλόσοφος, είχαν παραστεί σε μια ασυνήθιστη κηδεία, είχαν ακούσει την σιωπή του σκηνώματός του και απήλθαν έχοντας στο νου και στις αισθήσεις τους το γεγονός της απόλυτης απουσίας του.
Η συνέχεια είναι περιττή. Ετάφη όπως όλοι οι θνητοί και έμεινε πλέον στην μνήμη μας , στα διάφορα σχόλια στο ιντερνέτ και σε κάποια βιβλία που σκιαγραφούν την προσωπικότητα μιας παρουσίας που δεν υπήρξε ποτέ.

Κλείνοντας αντιγράφω ένα από τα μεγαλύτερα ποιήματα που έχουν γραφεί στα Ελληνικά για την Λευκάδα Του που ασφαλώς και η καλλιτεχνική του αξία, τα πυκνά νοήματά του και η τόλμη των μέτρων, των συμβόλων –λέξεών του πλησιάζει την διαπασών των δυνατοτήτων της Ελληνικής Γλώσσας.
Ιδού:

ΛΕΥΚΑΔΑ

Ω, Σύ παραπόδας Ενετού ανόγραμμα της Σικελίας Μέτωπο

Λευκάδα κλαδωτή από πολυελαίους φωτοσκιάσεων.

Σου έφερα τον ωκεανογράφο του ορίζοντα

να αστραπογράψει μυριόηχος ο Νομοπλάστης.

Να η όαση του κάμπου Σου στη δίψα της ερήμου.

Να οι προτομές που χειροτόνησαν οι ίσκιοι Σου.

Εσύ Βυζαντίου ανάγνωσμα, ορθοπτέρυγου Φανερωμένης.

Το κάποτε της ζωής μου το ζωηφόρο σώσμα.

Πόσων γενιών πατήματα εφώλιασαν στις σκέπες Σου.

Ζευγολάτης εφύτευσε αντρότητες στις πόρτες Σου Νησί,

γιατί του αγαπώ μαζί γεννήθηκαν οι χρόνοι απ’ το δρόμο Σου

ηρωθεόρατος Οδυσσεολόγος είσαι γενέτειρα μου.

Απαλός αγέρας Ιόνιος στο κάθισμα της μάνας

πριν γεννηθεί το σήμερα εβύζαξε ο κόρφος Σου

να σκάψει τη λιθιά γονατισμένη στο ντύσιμο του Φάρου

Μέσα στα πλοία του αντίλαλου πολύχρωμες σημαίες.

Βωμός απ’ το Λευκάτα η στεριά νίβει τα μνημεία,

Ο θρόνος της Σαπφούς στην άβυσσο του γαλάζιου.

Η γέννα σου το Κάστρο και η μήτρα σου τα ύψη.

Η σταυρωμένη πέτρα του αετού πίνακας του νου μου.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *