43 χρόνια πριν…

43 χρόνια πριν…

Πως ο εορτασμός του Προφήτη Ηλία διακόπηκε άδοξα απ΄την επιστράτευση!

του ΝΙΚΟΥ ΓΑΖΗ

Στις δυο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας το Σάββατο 20 Ιουλίου 1974, η β΄ νυχτερινή βάρδια των χειριστών ραντάρ αντικατέστησε την α΄ νυχτερινή βάρδια, που ήταν υπηρεσία απ΄ τις εφτά το απόγευμα της Παρασκευής μέχρι εκείνη την ώρα, στο τμήμα παρακολούθησης της εναέριας κυκλοφορίας (των ΡΑΝΤΑΡ) στην αίθουσα Επιχειρήσεων της 4ης Μοίρα ΚΕΠ της Πολεμικής Αεροπορίας, στο Μεγανόρος της Λευκάδας.

Σε μια γωνιά αυτής της αίθουσας, υπήρχε ο πίνακας ετοιμότητας της Μονάδας, που αποτελούνταν από τέσσερα χρωματιστά εν σειρά τετράγωνα τζάμια 15Χ15 εκατοστά, το καθένα εκ των οποίων έγραφε πάνω του από ένα κεφαλαίο λατινικό γράμμα και είχε διαφορετικό χρώμα: Το πρώτο πράσινου χρώματος έφερε το γράμμα Α, που σήμαινε την συνήθη νορμάλ ετοιμότητα σε καιρό ειρήνης, το δεύτερο κίτρινου χρώματος έφερε το γράμμα Β που σήμαινε κατάσταση αυξημένης ετοιμότητας, το τρίτο πορτοκαλί χρώματος το γράμμα C που σήμαινε πολύ αυξημένη ετοιμότητα και το τέταρτο κόκκινου χρώματος με το γράμμα D, που σήμαινε κατάσταση πολέμου!

Κατά την ώρα της ανάληψης υπηρεσίας από μας εκείνη τη νύχτα, στον πίνακα υπήρχε σταθερά αναμμένη (σ΄ όλες τις τελευταίες πέντε ημέρες, απ΄ το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο στις 15-7 και μετά), η κατάσταση Β (της αυξημένης ετοιμότητας), με το κίτρινο χρώμα. Καθίσαμε λοιπόν ο καθένας στο πόστο του, δύο στις οθόνες των ραντάρ, ένας πίσω απ΄ τον γυάλινο πίνακα στην υποτύπωση, ένας στην καταχώρηση, ένας στην διαβίβαση κι ένας στην διευκρίνιση, ενώ οι δυο παλιότεροι και πιο έμπειροι, σαν περισσευούμενοι πιάσαμε την κουβέντα και απλά είμαστε εις διάθεσην για την κάθε δυσκολία που ενδεχομένως θα προέκυπτε στους νεώτερους συναδέλφους μας ή ν΄ αντικαταστήσουμε όποιον για κάποιο λόγο έπρεπε ν΄ απομακρυνθεί απ΄ το πόστο του.

Ο γράφων, σαν ένας απ΄ τους παλαιότερους κι εμπειρότερους χειριστές ραντάρ της συγκεκριμένης βάρδιας, μια που υπηρετούσα ήδη 22 μήνες, ήμουν ο ένας απ΄ τους δυο τελευταίους που περιέγραψα. Πέρα βέβαια απ΄ τους 22 μήνες που είχα υπηρετήσει, μου απέμεναν ακόμη έξι μήνες κανονικής θητείας, αφού τότε στην Αεροπορία η θητεία ήταν 28μηνη(!), συν δυο μήνες φυλακής επειδή ήμουνα …πειθαρχημένο παιδί(!), συν δυο μήνες πρόσθετης υπηρεσίας που μας προέκυψε εξ αιτίας της κρίσης του Κυπριακού, σύνολο 32 ολόκληροι μήνες θητείας, παρακαλώ…

Η βάρδια μας εκείνη τη νύχτα εξελίσσονταν κανονικά, μέχρι που περίπου στις 3:30 έσβησε το κίτρινο Β στον πίνακα ετοιμότητας κι άναψε το πορτοκαλί C της αυξημένης ετοιμότητας. Αυτό έφερε μια κάποια ανησυχία στην ομήγυρη, όμως δεν θεωρήσαμε πως συμβαίνει κάτι το πάρα πολύ σοβαρό, αφού ευρισκόμενοι στην πιο σκληρή περίοδο της χούντας (του Ιωαννίδη) και μάλιστα στρατιώτες (χωρίς ραδιόφωνα για Ντόϋτσε Βέλε και BBC), είχαμε ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα ενημέρωσης για ότι συνέβαινε στον έξω κόσμο, απ΄ ότι είχαν οι πολίτες!

Σε λιγότερο από μια ώρα αργότερα όμως, το πορτοκαλί C έσβησε κι αντικαταστάθηκε απ΄ το κόκκινο D, γεμίζοντάς μας σοβαρή ανησυχία πλέον για το τι συμβαίνει εκεί έξω. Μοναδικός τρόπος να μάθουμε κάτι παραπάνω, ήταν ο συνάδελφος της βάρδιας στο τηλεφωνικό κέντρο που ήταν φίλος, κι ο οποίος μιλώντας με δικούς του συναδέλφους άλλων μεγαλύτερων και πιο κεντρικών μονάδων ή ακούγοντας τις τηλεφωνικές συνομιλίες των κορυφαίων αξιωματικών της μονάδας (διοικητή και υποδιοικητή) μας έδινε κι εμάς καμιά πληροφορία. Όταν λοιπόν τον ρώτησα (απ΄ το τηλέφωνο) αν ξέρει τίποτα να μου πει, μου απάντησε: «Δεν περνάς από δω να σε δω κιόλας;» Κατάλαβα πως δεν ήθελε να μιλήσει απ΄ το τηλέφωνο κι έτσι τον επισκέφθηκε δίπλα, στο τηλεφωνικό κέντρο, μόλο που απαγορεύονταν οι επισκέψεις εκεί. Κι έτσι έμαθα πως οι Τούρκοι επιτίθενται στην Κύπρο…

43 χρόνια πριν…

Στις οκτώ το πρωί μας αντικατέστησε η πρωινή βάρδια και εμείς κατεβήκαμε για πρωϊνό, ύπνο και ξεκούραση στον καταυλισμό στον Αμμόκαμπο, εκεί που ήταν τα μαγειρεία, οι εγκαταστάσεις κι οι θάλαμοι που κοιμόμαστε κανονικά, όταν δεν είχαμε νυχτερινή βάρδια. Φάγαμε μεν πρωϊνό αλλά για ύπνο ούτε κουβέντα! Ήταν η 20η Ιουλίου, ανήμερα της γιορτής του προφήτη Ηλία και γιόρταζε το εκκλησάκι του στην διπλανή βουνοκορφή, ενώ μάλιστα τότε γίνονταν και μεγάλο πανηγύρι στην Εγκλουβή, που τον τιμούσε σαν προστάτη της. Κι εγώ απ΄ το παράθυρο του θαλάμου, παρακολουθούσα τους χωρικούς, Εξανθείτες και Δρυμωνιώτες στην πλειοψηφία τους, που περνούσαν αμέριμνοι στον δρόμο έξω ακριβώς απ΄ την μονάδα, καβάλα στα ζώα τους με πλουμιστά καβαλοσκούτια και με προορισμό το εξωκλήσι του προφήτη. «Πηγαίνετε και σε λίγο θα δείτε πανηγύρι…» σκέφτηκα σίγουρος γι αυτό που θα επακολουθούσε, ενώ μου πέρασε κι απ΄ το μυαλό να τους φωνάξω και να τους πω τα καθέκαστα για να γυρίσουν μια ώρα νωρίτερα στα σπίτια τους και να μην κουράζονται άδικα. Ευτυχώς όμως που δεν το έκανα, γιατί θεωρώ βέβαιο πως θα έμπλεκα άσχημα…

Ήταν γύρω στις δέκα και μισή όταν άρχισαν τα όργανα στο κρατικό ραδιόφωνο του Ε.Ι.Ρ. (Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας) να παίζουν δημοτικά και τσάμικα, που βέβαια διακόπτονταν απ΄ τα βαρύγδουπα εθνικά συνθήματα του εκφωνητή! «Ωχ, άρχισαν τα όργανα» σκέφθηκα, αφού κάθε φορά που συνέβαινε μια μεγάλη μεταβολή, συνήθως κατέληγε σε εθνική συμφορά, απ΄ την αρχική εγκατάσταση της χούντας το 67 μέχρι και το ψυχορράγημά της ανήμερα του προφήτη Ηλία του 74, με κλαρίνα και με βιολιά αναγγέλλονταν…

Και ήταν γύρω στις έντεκα, όταν τα ραδιόφωνα ανήγγειλαν την επιστράτευση κι οι πανηγυριώτες αλαφιασμένοι γύριζαν με τα ζώα και τα καβαλοσκούτια τους στα χωριά τους, διαλύοντας στο λεπτό το πανηγύρι…

Την άλλη μέρα, Κυριακή 21 Ιουλίου, είχαμε ημερήσια βάρδια στον λόφο, όπως λέγαμε το βουνό με τις κεραίες, σε σχέση με τον καταυλισμό στον Αμμόκαμπο. Όταν μετά τη βάρδια κατεβήκαμε στους θαλάμους, μας χτύπησε κεραμίδα: Βρήκαμε εκεί εγκατεστημένους αρκετούς επίστρατους, που βολεύτηκαν στα περισσευούμενα κρεβάτια. Το κακό ήταν πως μερικοί εξ αυτών είχαν επιδοθεί στο πλιάτσικο, με θύματα τις στολές (καθαρές και σιδερωμένες) που είχαμε έτοιμες για την έξοδο, όποτε κι αν θα αυτή θα επαναλαμβάνονταν, γιατί ξέχασα να σας πω πως ενόσω διαρκούσε η κατάσταση Ντέλτα, έπρεπε να ξεχάσουμε και την έξοδο!

Κάποιοι απ΄ τους συναδέλφους γκρίνιαξαν για τις απώλειες που είχαν. Εγώ, μολονότι ήμουν μεταξύ των θυμάτων δεν είπα τίποτε. Σεβάστηκα αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους, που τους άρπαξαν απ΄ τα σπίτια τους κι απ΄ τις δουλειές τους και μέσα σ΄ ένα απίστευτο αλαλούμ προσπάθησαν να τους ντύσουν φαντάρους. Και τότε διαπίστωσαν πως δεν υπήρχε τίποτε: Ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια και το κυριότερο; Ούτε όπλα!

Έτσι, άλλος απ΄ το Μεσολόγγι, άλλος απ΄ την Πάτρα κι άλλος απ΄ την Ήπειρο, κατέληξαν να περιφέρονται σε μια στρατιωτική μονάδα της Λευκάδας, άλλος μ΄ ένα στρατιωτικό παντελόνι μόνο και τα υπόλοιπα ρούχα πολιτικά, άλλος με τον αντίθετο συνδυασμό, άλλος με παπούτσια στρατιωτικά (χαμηλό αρβυλάκι), άλλος με παπούτσια πολιτικά, μερικοί άφραγκοι, οι περισσότεροι νηστικοί κι όλοι άοπλοι, άγρυπνοι και με το μέλλον τους αβέβαιο και σκοτεινό!

Ευτυχώς δεν έμειναν για πολλές μέρες στη μονάδα οι ταλαίπωροι αυτοί άνθρωποι. Σύντομα τους πήραν κι ούτε που ξέρω που τους μετέφεραν. Η ιστορία πάντως αυτή στο σύνολό της καταγράφεται σαν μια ιστορία ντροπής που καθόλου δεν μας τιμά σαν κράτος. Κι ευτυχώς που οι ανεγκέφαλοι πρωτεργάτες εκείνων των γεγονότων δεν προχώρησαν σε πόλεμο κι έτσι όχι μόνο αποφύγαμε τουλάχιστον τα χειρότερα, αλλά μας άδειασαν και τη γωνιά …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *