Λες και ήταν χθες (Μια ιστορία πριν από 50 ακριβώς χρόνια)

Του ΝΙΚΟΥ ΓΑΖΗ

Στην Καρυά του 1967 στη Λευκάδα, ξημέρωσε η 21η Απριλίου 1967, ημέρα Παρασκευή -ακριβώς όπως και σήμερα δηλαδή- και τίποτε δεν έδειχνε πως αυτή θα ήταν μια διαφορετική μέρα απ΄ όλες τις προηγούμενες. Οι ξωμάχοι της γης καβάλα στα υποζύγιά τους οι περισσότεροι, έφευγαν πρώτοι και νωρίς απ΄ το χωριό για τα χωράφια τους στο Λειβάδι, τα λιγοστά μαγαζιά στην πλατεία της κωμόπολης άρχισαν ένα-ένα ν΄ ανοίγουν κι οι μαθητές του  Γυμνασίου σε μπουλούκια με την σάκα κρεμασμένη στον ώμο, κατευθύνονταν στο σχολείο τους, που τότε βρίσκονταν πάνω στο δημόσιο δρόμο στην είσοδο του χωριού, γι αυτούς που έμπαιναν απ΄ την κατεύθυνση της πόλης…

Ένας απ΄ τους μαθητές της τρίτης τάξης όμως, που ήταν κι ο σημαιοφόρος του σχολείου για εκείνη τη σχολική χρονιά (καθότι το Γυμνάσιο ήταν τριτάξιο),  δεν κατέβηκε μαζί με τους άλλους τη σκάλα που οδηγούσε στο προαύλιο του σχολείου, δίπλα απ΄ το κτίριο, εκεί που με τους μαθητές σε παράταξη γίνονταν η πρωινή προσευχή ή έπαιζαν τα παιδιά στα διαλείμματά τους, αλλά συνέχισε να περπατά με τα βιβλία του στην πλάτη στον δημόσιο δρόμο, μέχρι που έφθασε στον «Κόκκινο Βράχο», καμιά τρακοσαριά μέτρα απέναντι απ΄ το σχολείο (κι  απ΄ το χωριό). Εκεί, λεπτός κι ευέλικτος καθώς ήταν, σκαρφάλωσε στον από πάνω γρανιτένιο βράχο 5-6 μέτρα πάνω απ΄ το οδόστρωμα προς το βουνό και κάθισε σ΄ ένα κοίλωμα που έμοιαζε με θρόνο λαξευμένο στην πέτρα, προφανώς από μια τυχαία ιδιοτροπία του φουρνέλου που κομμάτιασε τον βράχο κατά την τελευταία διαπλάτυνση του δρόμου. Οι μαθητές είχαν ανακαλύψει τον συγκεκριμένο «θρόνο» σε κάποιον απ΄ τους σχολικούς περιπάτους των στην περιοχή και μάλιστα του είχαν δώσει το πομπώδες όνομα «ο θρόνος του Δία»! Βολεύτηκε με την άνεσή του εκεί λοιπόν κι άρχισε να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα απέναντι στο σχολείο!…

Δεν ήταν η πρώτη μέρα που ο «σημαιοφόρος»είχε αυτή την περίεργη συμπεριφορά, αλλά η τρίτη στη σειρά. Κι αυτό είχε την λογική εξήγησή του. Γιατί απ΄ το πρωί της Τετάρτης 19 του Απρίλη, δυο μέρες πριν δηλαδή, είχε «αρπάξει» μια τετραήμερη αποβολή απ΄ τον αυστηρό Διευθυντή του σχολείου, για ανάρμοστη συμπεριφορά προς την καθηγήτρια της μουσικής! Και λόγω του ότι φιλοξενούνταν στο σπίτι θείων του, του φαίνονταν αδιανόητο να μάθουν αυτοί οι αγαθοί άνθρωποι πως ο άριστος στα μαθήματα ανιψιός τους «έφαγε» αποβολή!  Έτσι, χωρίς να πει τίποτα, έφευγε κανονικά  με τα βιβλία του απ΄ το σπίτι κάθε πρωί και κατέληγε στο «θρόνο» του Δία, απ΄ όπου παρακολουθούσε όπως είπαμε την κατάσταση στο σχολείο. Κι όταν έφθανε η ώρα που η τάξη του σχολούσε, μ΄ ένα τροχάδην έφθανε τους συμμαθητές του, πριν ακόμα αυτοί περάσουν την πλατεία, έμπαινε  κι αυτός στο μπουλούκι της γειτονιάς του και γυρνούσε σαν κύριος στο σπίτι, οπότε ούτε γάτος ούτε ζημιά…

Εκείνη την Παρασκευή όμως δεν ακολουθήθηκε η κανονική διαδικασία, να χτυπήσει δηλαδή το κουδούνι, να παραταχθούν οι μαθητές ανά τάξη στο προαύλιο, να γίνει η προσευχή και να μπουν στις αίθουσες για μάθημα. Πήγε η ώρα οχτώμιση, πήγε εννιά, πήγε εννιάμιση , τίποτε. Τελικά γύρω στις δέκα, το κουδούνι -επιτέλους- χτύπησε κι οι μαθητές παρατάχτηκαν στο προαύλιο. Εκεί προφανώς κάτι τους ανακοινώθηκε, που σίγουρα δεν ήταν η προσευχή, κι αμέσως μετά οι σχηματισμοί διαλύθηκαν και τα παιδιά άρχισαν να φεύγουν προς το χωριό. Κατεβαίνει λοιπόν του σκοτωμού κι ο «σημαιοφόρος» απ΄ τον θρόνο και τρέχει να τους προφθάσει, για να μάθει τι συνέβη και γιατί δεν γίνεται μάθημα.

«Έγινε επανάσταση» του είπε ο πρώτος που ρώτησε. «Έγινε δικτατορία και μας είπαν να πάμε στα χωριά μας από σήμερα, για τις διακοπές (του Πάσχα) και να γυρίσουμε κανονικά την Δευτέρα του Θωμά» τον διαφώτισε καλύτερα ένας άλλος απ΄ την παρέα των παιδιών του Αλέξανδρου και των Πλατυστόμων, που πηγαινοέρχονταν καθημερινά στα χωριά τους με τα πόδια. Εν τω μεταξύ όσοι Καρσάνοι είχαν ραδιόφωνο, στα μαγαζιά ή στα σπίτια, τα είχαν ανοίξει στη διαπασών κι από παντού ακούγονταν δημοτικά τραγούδια, πατριωτικά συνθήματα και στρατιωτικά ανακοινωθέντα…

Αυτό που δεν είπαμε, είναι πως η Παρασκευή εκείνη της 21ης Απρίλη του 1967 αντιστοιχούσε με την 3η ημέρα της αποβολής του «σημαιοφόρου» και ότι απέμενε μια ακόμη μέρα αποβολής, η επόμενη που ήταν το Σάββατο 22 Απρίλη, του Λαζάρου, που μετά απ΄ αυτήν θα άρχιζαν οι διακοπές του Πάσχα. Κι εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε στους νεώτερους, πως τότε οι μαθητές πήγαιναν στο σχολείο έξη μέρες την εβδομάδα, που σημαίνει πως έκαναν μάθημα κανονικά και τα Σάββατα.

Μη πολιτικοποιημένος ο «σημαιοφόρος» δεν ήξερε αν αυτό που συνέβαινε ήταν επανάσταση ή δικτατορία, χώρια που δεν κατανοούσε επακριβώς τους δυο αυτούς όρους. ‘Ηξερε όμως πως, ότι απ΄ τα δυο κι αν ήταν αυτό που συνέβη, είχε μια ευεργετική παράμετρο για τον ίδιο: Γλίτωσε τις μισές απουσίες της αποβολής κι αυτό ήταν ένα πολύ καλό νέο που τον έκανε ιδιαίτερα χαρούμενο. Βέβαια ακολούθησαν κι άλλες αποβολές στα επόμενα μαθητικά του χρόνια, γιατί παρέμεινε το ίδιο ατίθασος ισοβίως, όμως αυτό αφορά άλλες ιστορίες… Αυτό που αφορά τούτη την ιστορία, είναι πως εξίσου χαρούμενοι με τον «σημαιοφόρο» ήταν κι οι περισσότεροι συμμαθητές του, που θα έκαναν δυο μέρες παραπάνω διακοπές για το Πάσχα…

Οι μεγάλοι πάντως δεν συμμερίζονταν την χαρά των μικρών. Το αντίθετο μάλιστα. Είχαν πολύ μεγάλη στεναχώρια και φανερή αγωνία.  Ας μην ξεχνάμε πως η Καρυά εκείνης της εποχής ήταν μια  έντονα αριστερή κωμόπολη, που εκτός απ΄ τα πολλά κρυφά μέλη του (παράνομου ακόμα) ΚΚΕ, διέθετε μέχρι και γραφεία των οργανωμένων νέων στην «Νεολαία Λαμπράκη». «Μικρή Μόσχα», την αποκαλούσαν χαρακτηριστικά τότε, κυρίως οι «υπηρεσίες ασφαλείας». Πολλοί απ΄ τους κατοίκους της είχαν βγει στο αντάρτικο κατά τον εμφύλιο και αρκετοί απ’  αυτούς είχαν υποστεί την πολύ επώδυνη εμπειρία του μετεμφυλιοπολεμικού σωφρονιστικού συστήματος στην Μακρόνησο και στα άλλα ξερονήσια της εξορίας. Οπότε μάλλον ήξεραν  τι είχαν να περιμένουν…

Η χωροφυλακή  άλλωστε και τα «ΤΕΑ» δεν άργησαν να πιάσουν δουλειά. Και παρά τις διακυμάνσεις στην σκληρότητα του νέου συστήματος, κατά την διάρκεια της ανωμαλίας που επακολούθησε, ανάλογα με τις συνθήκες που διαμορφώνονταν , την «δουλειά» τους  συνέχισαν να την κάνουν αδιάκοπα, για εφτά χρόνια και τρεις μήνες ακόμα…

Σήμερα έχει περάσει ακριβώς μισός αιώνας από κείνη την σημαδιακή μέρα που αποδείχτηκε μαύρη Παρασκευή για την Πατρίδα μας. Και οι μνήμες που μας έχει αφήσει -μόλο που τότε δεν πολυκαταλαβαίναμε τι ακριβώς συνέβαινε- είναι τόσο έντονες, λες και ήταν χθες!

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *