Όταν ο Θεός μοίρασε τη γη

Όταν ο Θεός μοίρασε τη γη

Του ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΑΥΡΑΚΑ

Ήταν στα τέλη Ιουνίου που βρέθηκα με παρέα κάποιο βράδυ σε εστιατόριο στη Λυγιά. Δίπλα από τη δική μας παρέα κάθονταν μια άλλη πολυμελής παρέα, έξι άντρες με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Ο ένας κύριος ήταν κομψά ντυμένος, φορούσε λευκό πουκάμισο και γαλάζια γραβάτα, ο επόμενος κύριος φορούσε επίσης λευκό πουκάμισο με γιακά σαν μια μεγάλη παλάμη χωρίς γραβάτα, ο επόμενος φορούσε βυσσινί ελαφρύ ζιβάγκο. Ο άλλος ήταν σοβαρός και αραιά ξεστόμιζε για την πάλη του λαού, ο επόμενος ήταν ψηλός με μακρύ λαιμό σαν ζορκολέμικο κοκόρι και με ψειρισμένο το κεφάλι κι ο έκτος πολυλογάς που δεν καταλάβαινε κανείς τι έλεγε.
Είχαν τελειώσει το φαγητό τους και πίνοντας τα ποτά τους, κουβέντιαζαν για τις προσεχείς εκλογές, οπότε ο διαπληκτισμός, όπως συνήθως, ήταν έντονος.
Σε κάποια στιγμή ξεμύτισε το φεγγάρι από το απέναντι βουνό και χοροπηδούσε μέσα στη θάλασσα που γαλούριζε την αμμουδιά, που σαν κεντημένη δαντέλα ακουμπούσε την χρυσή εκείνη ζωγραφιά. Σηκώθηκαν κάμποσοι, ιδίως αλλοδαποί και αποθανάτιζαν με τα κινητά τους αυτό το θαυμάσιο δώρο που έδωσε ο Θεός σε τούτον τον ευλογημένο τόπο. Αλλά και τα παιδιά χοροπηδούσαν από τη χαρά τους και παρότρυναν τους γονιούς τους να το φωτογραφίσουν για να γράψουν στο σχολείο κάποια έκθεση.
Αφού πέρασε κάμποση ώρα, ο κύριος με την γαλάζια γραβάτα είπε στα παιδιά να πάνε να τους πει ένα παραμύθι για τα αγαθά ετούτα που μας έδωσε ο Θεός, που του το είχε πει κάποτε ο παππούς του.
Τα παιδιά ενθουσιασμένα σίμωσαν κοντά στον κύριο με τη γαλάζια γραβάτα.
«Παιδιά μου τα πολύ παλιά χρόνια, ο Θεός αποφάσισε να μοιράσει τη Γη, έβαλε ντελάληδες να το μάθουν όλοι οι άνθρωποι και να πάνε την ορισμένη μέρα να δώσει στην κάθε φυλή το μερδικό της. Οι Έλληνες την μέρα εκείνη δεν πήγαν να πάρουν το μερδικό τους γιατί είχαν διαδήλωση και πορεία για τα δικαιώματα του λαού, πήγαν την άλλη μέρα και ο Θεός τους είπε πως τα είχε μοιράσει όλα».
Μερικοί τον παρακαλούσαν, άλλοι του έλεγαν πως θα γράψουν στις εφημερίδες την αδικία, γιατί ηλεκτρονικός τύπος τότε δεν υπήρχε.
Τελικά ο Θεός που είναι πάντα δίκαιος και ψυχοπονιάρης, τους είπε «δεν θέλω να σας αδικήσω γι’ αυτό θα σας δώσω αυτό που κράτησα για τον εαυτό μου, για τα γεράματα μου και τους έδωσε το διαμάντι που το λένε Ελλάδα».
Οι έλληνες στην αρχή ευχαριστούσαν το Θεό, του άναβαν και καμιά λαμπάδα, και στις Γιορτές του έστελναν κι από καμιά λειτουργιά.
Περνώντας τα χρόνια, όταν μάλιστα σμίξαμε με τους τοκογλύφους, αυτοί λιχούδευαν ετούτο το διαμάντι και μας δάνειζαν αποσκοπώντας κάποτε να μας το πάρουν, εμείς με την καλοπέραση και τη χλιδή δεν το αντιληφθήκαμε…

«Όταν τα χρήματα που μας δάνειζαν οι τοκογλύφοι έγιναν πολλά, απαίτησαν να τους τα επιστρέψουμε, εμείς τα είχαμε φάει, έτσι μας έβαλαν σε επιτήρηση και σε κάτι τι που τα έλεγαν μνημόνια.
Το πρώτο καιρό οι αετονύχηδες που τα είχαν κλεμμένα και κρυμμένα περνούσαν καλά, για τους υπόλοιπους φουκαράδες μαγείρευαν οι Δήμοι, οι παπάδες και διάφοροι ανθρωπιστές και κάπως βουλευόμασταν.
Αργότερα σε κάποια συνέλευση που έκαναν για να δουν μήπως βρουν κάποιο κόλπο και να γλυτώσουν από αυτόν το βραχνά, και να σκίσουν τα μνημόνια μια για πάντα, από κουβέντα σε κουβέντα κάποιος είπε.
«Βρέ παιδιά δεν πάμε Στο Θεό μήπως μας λυπηθεί και μας συμπαρασταθεί στη δύσκολη τούτη περίσταση» πρότεινε. Συμφωνήσανε όλοι με την πρόταση και άρχισε η διαδικασία της επιλογής των ανθρώπων που θα πήγαιναν στον Θεό.
Επελέγησαν άνθρωποι της Εκκλησίας, επίτροποι, ψάλτες και παπάδες και κάποια μέρα πήγαν στο Θεό να του πουν να τους βοηθήσει στη δύσκολη ετούτη περίσταση. Ο Θεός παραξενεύτηκε που ύστερα από τόσους αιώνες τον θυμήθηκαν, τους δέχτηκε με καλοσύνη και τους ρώτησε που οφείλεται η επίσκεψη τους.
Ο πιο γραμματιζούμενος πήρε τον λόγο, αφού προσκύνησε το Θεό, με εκείνο το σεβασμό που δείχνουν οι υποκριτές, Του ζήτησε να τους βοηθήσει στη δυσκολία που έχουν βρεθεί.
Ο Θεός ομολογουμένως συγκινήθηκε. Μετά σηκώνοντας τους ώμους του και χαϊδεύοντας τα γένια του, προσπάθησε να τους εξηγήσει πως δεν έχει τίποτα να τους δώσει. «Εκείνο το οικόπεδο που είχα για τα γεράματά μου σας το έδωσα» κι άρχισε να ξύνει το κεφάλι του μήπως εύρισκε κάποια τρικλοποδιά να τους βοηθήσει στη περίσταση που είχαν περιπέσει.
Σε μια στιγμή φωτίστηκε το πρόσωπο του και τους είπε: «Έχω ένα παιδί, που το πήρα από μικρό και το μεγάλωσα για να με γηροκομήσει. Είναι από νοικοκυρά μάνα που έφτιαχνε και ωραία ντολμαδάκια, είχε φάει κι ο σύντροφος ο Φλωράκης από δάυτα. Θα σας τον δώσω καμιά εικοσάρια χρόνια μήπως και σας νοικοκυρέψει».
Πήρε το λόγο κάποιος επίτροπος: Μα εμείς δεν θέλουμε νοικοκυριό Θεέ μου, να φάμε θέλουμε».
«Χωρίς νοικοκυριό αγαπημένα μου παιδιά, μόνο φτώχια συντελείται» του απάντησε Αυτός.
Τότε το λόγο πήρε ένας ψάλτης που κάτι ψυλλιάστηκε και ρωτάει, «πως το λένε το παιδί;»
«Κυριάκο το λένε τέκνα μου». Ένας από τους παπάδες ψέλλισε: «Και Συ Βρούτε…»

 ***

Εκείνος με τον πλατύ γιακά που δε φορούσε γραβάτα, άστραψε και βρόντησε!
Ο άλλος με το βυσσινί ζιβάγκο, γελούσε κάτω από τα μουστάκια του.
Ο τέταρτος έλεγε για την πάλη του λαού…
Ο ζορκολέμης με το ξυρισμένο κεφάλι κοιτούσε την απόδειξη να βρει αν ήταν σε ευρώ η σε δραχμές.
Ο έκτος ο πολυλογάς ανάθεμα και καταλάβαινες τι έλεγε.

***

Το παραμύθι παιδιά μου τελείωσε, όπως όλα τελειώνουν στη ζωή.
Και ζήσαμε εμείς καλά κι’ αυτοί καλύτερα.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *